Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (12-13 Δεκεμβρίου) υιοθέτησε – ομόφωνα όπως προβλέπεται – στα Συμπεράσματά του ισχυρή τοποθέτηση για το διαβόητο μνημόνιο – συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης. Λέγει συγκεκριμένα:
“Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπενθυμίζει τα προηγούμενα συμπεράσματά του της 22ας Μαρτίου και της 20ής Ιουνίου σχετικά με την Τουρκία. Επαναβεβαιώνει τα συμπεράσματά του της 17ης και 18ης Οκτωβρίου σχετικά με τις παράνομες δραστηριότητες γεώτρησης της Τουρκίας στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου. Το μνημόνιο συνεννόησης Τουρκίας-Λιβύης για την οριοθέτηση περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συνάδει με το δίκαιο της θάλασσας και δεν μπορεί να παράγει έννομες συνέπειες για τρίτα κράτη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επαναβεβαιώνει απερίφραστα την αλληλεγγύη του προς την Ελλάδα και την Κύπρο έναντι των συγκεκριμένων ενεργειών της Τουρκίας.”
Με την τοποθέτηση αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της τονίζουν ουσιαστικά ότι:
- Πρώτον, το μνημόνιο είναι παράνομο αφού δεν συμβιβάζεται με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) και ως εκ τούτου δεν παράγει νομικές συνέπειες για τρίτα κράτη ( την Ελλάδα δηλαδή).
- Δεύτερον, το μνημόνιο όχι μόνο δεν παράγει νομικά αποτελέσματα αλλά ακόμη χειρότερα παραβιάζει (infringes) τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών (δηλαδή της Ελλάδας και όχι μόνο).
Η ενόχληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πρόκειται για εξαιρετικά ισχυρές τοποθετήσεις που ομολογουμένως «πηγαίνουν» πέρα από τη συνηθισμένη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που πιστοποιεί το μέγεθος της ενόχλησης που έχει προκαλέσει η συμπεριφορά της Τουρκίας (και Λιβύης βεβαίως) με τη σύναψη του εν λόγω μνημονίου.
Η Ένωση δεν συνηθίζει σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τουλάχιστον να μπαίνει σε νομικές πτυχές ή αναλύσεις, πολύ λιγότερο να προχωρεί σε σχετικές απορριπτικές τοποθετήσεις. Τώρα το κάνει με την περίπτωση του μνημονίου.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) απέφυγε να κάνει κάτι παρόμοιο και δεν θα μπορούσε άλλωστε να κάνει. (Γι’ αυτό και ήταν μάλλον ατυχές το αίτημα που διατύπωσε η Ελλάδα με την επιστολή της στο Γενικό Γραμματέα των Ην. Εθνών Ant. Gutierres να μην εγγράψει το μνημόνιο-συμφωνία όπως το κατέθεσε η Τουρκία ούτε να το δημοσιεύσει. Ήταν προφανές ότι το αίτημα αυτό δεν θα ικανοποιείτο).
Αν και λοιπόν σε γενικές γραμμές ικανοποιητική η διατύπωση των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η σχετική τοποθέτηση θα μπορούσε να ήταν ισχυρότερη εάν συμπεριελάμβανε τουλάχιστον δύο ακόμη βασικά στοιχεία :
- Πρώτον, εάν ως συνέχεια και συνέπεια της θέσης ότι το μνημόνιο δεν συνάδει με το δίκαιο της Θάλασσας, καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη (Τουρκία και Λιβύη) να ανακαλέσουν αμέσως το διαβόητο μνημόνιο.
- Δεύτερον, να δεσμευθεί (η Ένωση) ότι εάν δεν ανακληθεί το μνημόνιο θα επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις σε όσα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δραστηριοποιηθούν μέσα στις παράνομα οριοθετημένες θαλάσσιες ζώνες (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα).
Η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής
Πάντως η τοποθέτηση αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει ότι η Ελλάδα “δεν είναι και τόσο μόνη” στην αντιπαράθεσή της με την Τουρκία, όπως ένας οιονεί λόχος από απόστρατους αξιωματικούς προσπαθεί να μας πείσει τελευταία. Εκτός από την Ένωση ως συλλογική οντότητα, πολλά κράτη μέλη της όπως Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, κ.α. αλλά και εκτός Ένωσης όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Αίγυπτος, Ισραήλ, Σερβία, κ.α. καταδίκασαν το μνημόνιο-συμφωνία ως ασυμβίβαστο με το διεθνές δίκαιο. Επιπλέον, Γαλλία και Ιταλία δραστηριοποιούνται και στρατιωτικά στην περιοχή.
Το γεγονός αυτό είναι δηλωτικό για το τι μπορεί να συμβεί εάν η Ελλάδα ενεργοποιήσει το ισχυρότατο όπλο που έχει από τη Συνθήκη της Ένωσης σε περίπτωση που τα πράγματα φθάσουν στα άκρα, σε θερμη σύγκρουση. Να επικαλεσθεί με άλλα λόγια τη “ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής”, που προβλέπεται στο άρθρο 42,7 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη πολιτικά και κυρίως νομικά να συνδράμουν ένα άλλο κράτος που δέχεται “ένοπλη επιθετικότητα με όλα τα μέσα” – τεχνικά, διπλωματικά αλλά και στρατιωτικά.
Η Ελλάδα δεν έχει ως γνωστόν προσφύγει στην εν λόγω ρήτρα, ενώ η Γαλλία έχει κάνει χρήση της μια φορά (2015 – μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις). Μπορεί όλα τα κράτη μέλη να μη σπεύσουν να συνδράμουν την Ελλάδα, ορισμένα όμως (και τα ισχυρότερα ίσως) θα σπεύσουν. Ας μην επηρεάζεται η κρίση μας από την (αρνητική) εμπειρία του προσφυγικού – μεταναστευτικού ζητήματος.
Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω ρήτρα έχει ενσωματωθεί στη Συνθήκη μετά από ελληνική πρωτοβουλία. Η σχετική πρόταση υποβλήθηκε στη Συνέλευση για τη σύνταξη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος (2002) και στη συνέχεια πέρασε αυτολεξί στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Όλα αυτά ωστόσο δεν θα πρέπει να μας εκτρέψουν από τη βασική προσπάθεια, που είναι η επίλυση της διαφοράς – διαμάχης με ειρηνικά μέσα. Μέσω τελικά της προσφυγής στη Διεθνή Δικαιοσύνη. Η διαχείριση της κρίσης και κλιμάκωσής της δεν θα πρέπει να διαφύγει από τον έλεγχο και να οδηγηθεί σε κάτι χειρότερο. Στο κατάλληλο χρόνο, αλλά όχι στο απώτερο μέλλον, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις προσεγγίσεις για να συνομιλήσουμε με την Τουρκία με στόχο την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρώην Πρεσβευτής-Σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών.