Η αναγγελία της κυβέρνησης ότι σκοπεύει να αλλάξει επειγόντως τον σχετικό με τη διεξαγωγή του επαγγελματικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου νόμο και η κατάθεση σχετικής τροπολογίας – η οποία υπερψηφίστηκε τελικά σήμερα στη Βουλή με 156 ψήφους – θέτουν, κατά τη γνώμη μου, τα ακόλουθα θεσμικά ζητήματα:
- Η κυβερνητική πρωτοβουλία αναλήφθηκε σε άμεση σχέση με τη δημοσιοποίηση πορίσματος αρμόδιας Επιτροπής (οργάνου της Πολιτείας) για υπόθεση που αφορά ποδοσφαιρική ομάδα. Το πόρισμα συνοδεύεται από οιονεί δεσμευτική «έκθεση», ουσιαστικά απόφανση, προς το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο της ΕΠΟ (ομοσπονδίας ποδοσφαίρου), με αναφορά σε ποινή μεταξύ των σήμερα προβλεπόμενων από το νόμο. Με αυτά τα δεδομένα, ενδεχόμενη νομοθετική πρωτοβουλία δεν είναι μεν τυπικά παράνομη – δεν παραβιάζει κανόνα δικαίου, ουσιαστικής ή διαδικαστικής φύσεως-, εφόσον, όμως, αλλάζει, όχι για λόγους αρχής αλλά γιατί προέκυψε «πρόβλημα», τους κανόνες του παιχνιδιού – τις προβλεπόμενες ποινές σε περίπτωση κάμψεως του νόμου – μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν προάγει ούτε την ισότητα ούτε τη νομιμότητα.
- Η προταθείσα διάταξη δεν υπακούει στα κριτήρια καλής νομοθέτησης και, εκτός από «άσχετη», σε σχέση με το περιεχόμενο του νόμου στον οποίον εμφιλοχωρεί, και «εκπρόθεσμη», όπως αναφέρεται, με κεφαλαία γράμματα, στο ίδιο το σώμα της τροπολογίας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και «φωτογραφική». Δυστυχώς, στο σύστημα μας, δεν ελέγχονται δικαστικώς ούτε το «άσχετο», παρότι απαγορεύεται με το άρθρο 74 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε το εκπρόθεσμο, για την αποφυγή του οποίου τίθενται κανόνες στα άρθρα 74 και 76, ούτε το «φωτογραφικό», που θα έπρεπε να μη λαμβάνει χώρα βάσει των γενικών αρχών της ισότητας του πολιτών έναντι του νόμου και του ρόλου του Κοινοβουλίου ως υπερασπιστή του γενικού συμφέροντος.
- Το λεγόμενο «αυτοδιοίκητο» του ποδοσφαίρου απορρέει από τη σωματειακή οργάνωση του αθλητισμού και όχι βάσει ειδικής διάταξης του νόμου περί επαγγελματικού ποδοσφαίρου (ν. 2725/1999, όπως ισχύει). Το αυτοδιοίκητο, υπό γενική έννοια, ερείδεται στο άρθρο 12 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει τη θέσπιση συστήματος αδειοδότησης για τη λειτουργία σωματείων (παρ. 1) και απαιτεί δικαστική απόφαση, επί τη βάσει συγκεκριμένων λόγων, για διάλυση σωματείου (παρ. 2). Συνεπώς, ενδεχόμενη νομοθετική ρύθμιση, μη έχουσα σχέση με τέτοιου είδους παρεμβάσεις, δεν θα έπληττε, από νομική άποψη, το αυτοδιοίκητο. Θα επηρέαζε, ωστόσο, έμμεσα αλλά καθοριστικά, το πλαίσιο λήψης αποφάσεων από τα όργανα του σωματείου.
Παραβιάζεται η νομιμότητα από την παρεμβολή σε εκκινήσασα δικαστική διαδικασία;
Πρώτον, ενδεχόμενη παρανομία δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση αυτόματη –θα την κρίνουν, με τους δικούς τους ρυθμούς, τα δικαστήρια, ελληνικά και διεθνή, αμφότερα των οποίων δέχονται, μέσω της νομολογίας τους, αρκετές εξαιρέσεις.
Δεύτερον, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι κατά νομική ακριβολογία δικαστικής φύσεως: ένα όργανο της Πολιτείας ξεκίνησε μια ενδικοφανή διερεύνηση και κατέληξε σε μια ενδικοφανή απόφανση, την οποία θα κληθεί να εγκρίνει το πειθαρχικό/δικαιοδοτικό όργανο ενός σωματείου, που αποτελεί συγχρόνως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και γι’ αυτό οι αποφάσεις του ελέγχονται κατά το διοικητικό δίκαιο.
Επί της τελικής απόφασης χωρεί και προσβολή ενώπιον του διεθνούς διαιτητικού δικαστηρίου αθλητικών διαφορών. Η ξαφνικά επελθούσα αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου θα ήταν ένα, ίσως μάλιστα όχι καθοριστικό, από τα γεγονότα που θα ληφθούν υπόψη σε περίπτωση προσφυγής, η οποία, και πάλι, θα κριθεί κατόπιν εορτής.
Υπάρχει πρόβλημα με την αναδρομική ισχύ της προταθείσας ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία οι νέες κυρώσεις θα «ισχύουν για παραβάσεις που διαπιστώνονται από την 1η Ιουλίου 2019»;
Πρόβλημα διατάραξης των ίσων όρων διεξαγωγής του πρωταθλήματος, που αλλιώς άρχισε και αλλιώς συνεχίζεται – στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτό που αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, σύμφωνα με την οποία η αναδρομική ισχύς ορίζεται «προκειμένου οι έννομες συνέπειες των προτεινομένων διατάξεων να επέλθουν για παραβάσεις που διαπιστώνονται κατά την τρέχουσα αγωνιστική περίοδο»-, ασφαλώς ναι. Ζήτημα συνταγματικότητας όχι, αφού το Σύνταγμα απαγορεύει την αναδρομικότητα μόνο για ποινικά αδικήματα (άρθρο 7 παρ. 1) και για την επιβολή φόρων (άρθρο 78 παρ. 2).
Η πρωτοβουλία λήφθηκε προφανώς για να εκτονώσει την ένταση που δημιουργήθηκε μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος της Επιτροπής. Πριν από αυτήν, ο αρμόδιος Υπουργός Αθλητισμού προέβη σε δηλώσεις που την προετοίμαζαν. Ο δε κυβερνητικός εκπρόσωπος την αιτιολόγησε επικαλούμενος την ανάγκη να μην «τεθεί σε κίνδυνο η κοινωνική συνοχή».
Αυτές οι ενέργειες δεν είναι μεν ευθέως αντισυνταγματικές αλλά δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι δεν αποτελούν παρεμβάσεις που θα έπρεπε να αποφεύγονται σε ένα ορθά λειτουργούν Κράτος Δικαίου.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος