Επιβολή της Δικτατορίας (1967)
Ο νομικός βίος του δικτατορικού καθεστώτος που επιβλήθηκε στη χώρα την 21η Απριλίου 1967 ξεκίνησε με μία πλαστογραφία: Οι πραξικοπηματίες δημοσίευσαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το βασιλικό διάταγμα υπ’ αριθ. 280 της 21ης Απριλίου 1967 «περί κηρύξεως της χώρας εις κατάστασιν πολιορκίας και αναστολής άρθρων του συντάγματος». Το διάταγμα αυτό δεν είχε υπογραφεί ούτε από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ ούτε από το υπουργικό συμβούλιο. Kατά τη ραδιοφωνική μετάδοση του κειμένου του διατάγματος, γινόταν αόριστη επίκληση του προέδρου και των μελών του υπουργικού συμβουλίου, χωρίς να μνημονεύονται τα ονόματά τους. Με τη δημοσίευση του πλαστού διατάγματος, οι πραξικοπηματίες επιδίωκαν να προκαλέσουν σύγχυση στην κοινή γνώμη και στο στράτευμα, κυρίως σε όσα στελέχη του δεν είχαν συμμετάσχει στη συνωμοσία. Ο στόχος τους ήταν να δοθεί η εντύπωση ότι πίσω από το πραξικόπημα βρισκόταν ο βασιλιάς και γενικότερα, να δημιουργηθεί μία επίφαση νομιμότητας.
Ιδιοποίηση της Συντακτικής και Νομοθετικής Εξουσίας
Η δικτατορική κυβέρνηση υπό τον Κόλλια, που σχηματίστηκε με την ανοχή του ανώτατου άρχοντα, έσπευσε άμεσα να σφετεριστεί τόσο τη συντακτική εξουσία, με την έκδοση συντακτικών πράξεων, όσο και τη νομοθετική εξουσία, με την έκδοση, καταρχάς, αναγκαστικών νόμων και εν συνεχεία, νομοθετικών διαταγμάτων.
Με την καταστατική συντακτική πράξη Α’ της 5ης/6ης Μαΐου 1967 «περί ασκήσεως της συντακτικής και νομοθετικής εξουσίας και τροποποιήσεως του συντάγματος», διαμορφώθηκε το αρχικό θεσμικό πλαίσιο του δικτατορικού καθεστώτος. Η δικτατορική κυβέρνηση ιδιοποιήθηκε το σύνολο της εξουσίας, συντακτικής και συντεταγμένης. Ειδικότερα, προβλέφθηκε ότι, μέχρι την ψήφιση νέου συντάγματος, η συντακτική εξουσία θα ασκείτο από το υπουργικό συμβούλιο με συντακτικές πράξεις χωρίς τη σύμπραξη του βασιλιά (άρθρο 1). Η νομοθετική εξουσία θα ασκείτο από το βασιλιά με ευθύνη της κυβερνήσεως έως τη σύγκληση της Βουλής (άρθρο 3).
Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, ήτοι από τη δημοσίευση της συντακτικής πράξης Α’ (6 Μαΐου 1967) έως την απόπειρα του βασιλιά να ανατρέψει τη χούντα και τη φυγή του στο εξωτερικό (13 Δεκεμβρίου 1967), εκδόθηκαν από την κυβέρνηση άλλες 13 συντακτικές πράξεις. Με αυτές, καταργούνταν βασικά διατάξεις του συντάγματος του 1952 οι οποίες δεν είχαν τυπικά ανασταλεί στις 21 Απριλίου. Από τη δημοσίευση της συντακτικής πράξης Α’ έως τη δημοσίευση του πρώτου δικτατορικού συντάγματος (15 Νοεμβρίου 1968), εκδόθηκαν από την κυβέρνηση συνολικά 35 νέες συντακτικές πράξεις.
Η ιδιοποίηση της συντακτικής εξουσίας από το υπουργικό συμβούλιο, με την έκδοση συντακτικών πράξεων, έγινε νομικώς αποδεκτή από τη δικαιοσύνη. Τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και ο Άρειος Πάγος, με αποφάσεις τους, αναγνώρισαν την εγκυρότητα των συντακτικών πράξεων των δικτατορικών κυβερνήσεων. Ειδικώς, ο Άρειος Πάγος, με την 496/1970 απόφασή του, έκανε λόγο για κυβέρνηση προερχόμενη «εξ επαναστάσεως ήτις δημιουργεί δίκαιον».
Έως την αναχώρηση του βασιλιά από τη χώρα, η κυβέρνηση είχε εκδώσει 215 αναγκαστικούς νόμους με τη σύμπραξη του ανώτατου άρχοντα. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την αναχώρηση του βασιλιά έως τη δημοσίευση του συντάγματος του 1968, εκδόθηκαν άλλοι 378 αναγκαστικοί νόμοι με τη σύμπραξη του αντιβασιλέα, ο οποίος, στη συνέχεια, διορίστηκε από τους πραξικοπηματίες.
Η πρώτη απόπειρα συνταγματικής οργάνωσης του καθεστώτος – Το Σύνταγμα του 1968
Με την υπ’ αριθ. 107 της 30ής Μαΐου 1967 πράξη του υπουργικού συμβουλίου, συγκροτήθηκε εικοσαμελής ειδική επιτροπή νομομαθών για την εκπόνηση σχεδίου συντάγματος. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Χαρίλαος Μητρέλιας. Ακολούθησαν το αποτυχημένο εγχείρημα του βασιλιά Κωνσταντίνου να ανατρέψει τους πραξικοπηματίες στις 13 Δεκεμβρίου 1967 και η φυγή τόσο του ιδίου όσο και του πρωθυπουργού Κόλλια στο εξωτερικό. Αντιβασιλέας διορίσθηκε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Ζωιτάκης.
Η επιτροπή Μητρέλια εκπόνησε προσχέδιο συντάγματος, αποτελούμενο από 125 άρθρα, το οποίο υπέβαλε στην κυβέρνηση Παπαδόπουλου στις 23 Δεκεμβρίου 1967. Η κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα για την επικύρωσή του για τις 29 Σεπτεμβρίου 1968. Το δημοψήφισμα διεξήχθη υπό διαβλητές συνθήκες και κατά συνέπεια, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφισάντων (92,10%) εμφανίστηκε να εγκρίνει το συνταγματικό σχεδίασμα της δικτατορίας. Το νέο σύνταγμα δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15 Νοεμβρίου 1968.
Το Σύνταγμα του 1968 αποτελείτο από 138 άρθρα. Τα βασικά χαρακτηριστικά του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
- Προτασσόταν προοίμιο, όπου διακηρύσσονταν οι γενικές αρχές του.
- Εγκαθίδρυε πολίτευμα βασιλευόμενης δημοκρατίας (άρθρο 2, παρ.1).
- Ιδρυόταν το Συμβούλιο του Έθνους, όργανο γνωμοδοτικού χαρακτήρα υπό την προεδρία του βασιλιά, στο οποίο μετείχαν ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος της Βουλής, οι αρχηγοί των δύο ισχυρότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων, ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων (άρθρο 54). Ένα παρόμοιο όργανο, με την ονομασία «Συμβούλιο της Δημοκρατίας», θα προβλεπόταν από το σύνταγμα του 1975 (άρθρο 39, παρ. 2), στην αρχική μορφή του, δηλ. πριν από την αναθεώρηση του 1986.
- Η θητεία της Βουλής οριζόταν πενταετής (άρθρο 60). Ο αριθμός των βουλευτών οριζόταν, κατ’ ανώτατο όριο, σε 150 (άρθρο 57, παρ. 1). Εισαγόταν ο θεσμός των βουλευτών επικρατείας (άρθρο 57, παρ. 4). Οι υπουργοί και υφυπουργοί δεν μπορούσαν να είναι και βουλευτές (άρθρο 88, παρ.2).
- Καθιερωνόταν το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, η λειτουργία των οποίων πάντως ήταν υποκείμενη σε περιορισμούς και στον αυστηρό έλεγχο του Συνταγματικού Δικαστηρίου (άρθρο 58).
- Το συνταγματικό κείμενο περιείχε τον κλασικό κατάλογο των ατομικών δικαιωμάτων αμυντικού χαρακτήρα (άρθρα 7 επ.), συμπεριλαμβανομένων των ατομικών δικαιωμάτων συλλογικής δράσης, δηλ. των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι (άρθρα 18-19). Από την άλλη πλευρά, το ίδιο αυτό συνταγματικό κείμενο, περιλάμβανε τόσες και τέτοιες περιοριστικές ρήτρες, ώστε οι συνταγματικά προστατευόμενες ελευθερίες αναιρούνταν από τον ίδιο το συντακτικό νομοθέτη. Αυτό συνέβαινε ιδίως με το άρθρο 25 για την κατάσταση πολιορκίας, το άρθρο 14 για τον τύπο, το άρθρο 19 για το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το άρθρο 17 για την εκπαίδευση.
- Για πρώτη φορά από το σύνταγμα του 1927, προβλέπονταν, στα άρθρα 26-28, κοινωνικά δικαιώματα, όπως η προστασία του γάμου, της οικογένειας και των πολύτεκνων οικογενειών, η απασχόληση, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση κ.ά.
- Σε σχέση με τα πολιτικά δικαιώματα, η, καταρχήν, συνταγματικά αναγνωριζόμενη αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας (άρθρο 56, παρ.1) νοθευόταν μέσα από την ειδικότερη συνταγματική ρύθμιση του (ενεργητικού και παθητικού) εκλογικού δικαιώματος (άρθρα 56, παρ. 2, 57, 61), καθώς επίσης και μέσα από τις διατάξεις για τα πολιτικά κόμματα (άρθ. 58). Για πρώτη φορά, ως προϋπόθεση κτήσης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι καθοριζόταν μεταξύ άλλων η απόκτηση απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης.
- Ιδρυόταν Συνταγματικό Δικαστήριο, σύμφωνα με την πρόταση αναθεώρησης του 1963. Μεταξύ άλλων, ήταν αρμόδιο για τη διάλυση και τον έλεγχο της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων.
- Κατοχυρωνόταν ο κυρίαρχος πολιτικός ρόλος των ενόπλων δυνάμεων, στις οποίες ο συντακτικός νομοθέτης παραχωρούσε διοικητική και λειτουργική αυτοτέλεια (άρθρα 129-132).
Το Σύνταγμα του 1968 τυπικά εμφανιζόταν να ενστερνίζεται τις αρχές του συνταγματικού φιλελευθερισμού, να εξασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια και να εισάγει αρκετές καινοτομίες. Εντούτοις, με τις επί μέρους ρυθμίσεις του, προσέδιδε στο πολίτευμα που εγκαθίδρυε έναν ανελεύθερο και αυταρχικό χαρακτήρα. Σε ορισμένα σημεία του, το συνταγματικό κείμενο του 1968 αναδεικνύεται ως μία αυταρχικότερη εκδοχή της πρότασης αναθεώρησης του 1963.
Σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του άρθρου 138, ένας μεγάλος αριθμός άρθρων του συντάγματος, τα οποία αναφέρονταν στην προστασία των συνταγματικών ελευθεριών, καθώς επίσης και στην εκλογή της Βουλής και των δημοτικών και κοινοτικών αρχών με καθολική ψηφοφορία, δεν τίθετο αμέσως σε ισχύ. Με το άρθρο 138, η «Εθνική Επαναστατική Κυβέρνησις» εξουσιοδοτείτο να θέτει σε εφαρμογή, με πράξεις της, δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις.
Σύμφωνα, τέλος, με το άρθρο 134, παρ. 4, από τη θέση σε ισχύ του συντάγματος μέχρι τη διενέργεια εκλογών και τη σύγκληση της Βουλής, τη νομοθετική εξουσία θα ασκούσε ο «ασκών την βασιλικήν εξουσίαν», με νομοθετικά διατάγματα, τα οποία θα εκδίδονταν με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και μάλιστα χωρίς να χρειάζονται επικύρωση από τη μελλοντική Βουλή.
Με τις παραπάνω μεταβατικές ρυθμίσεις, η λειτουργία των νέων συνταγματικών θεσμών αναβαλλόταν ουσιαστικά επ’ αόριστον, ενώ η δικτατορική κυβέρνηση εξοπλιζόταν με μία ιδιόρρυθμη συντακτική εξουσία.
Η κατάργηση της βασιλείας και το συνταγματικό κείμενο του 1973
Η ιδιοποίηση της συντακτικής και νομοθετικής εξουσίας από τη δικτατορική κυβέρνηση υπό τον Παπαδόπουλο συνεχίστηκε ανεμπόδιστα, έστω και αν άλλαξε η ονομασία των σχετικών νομικών πράξεων. Οι συντακτικές πράξεις έδωσαν τη θέση τους σε πράξεις εφαρμογής των διατάξεων του συντάγματος του 1968 που δεν είχαν τεθεί αμέσως σε ισχύ.
Το 1972 το υπουργικό συμβούλιο, με την υπ’ αριθ. 33 της 21ης Μαρτίου 1972 πράξη του, έπαυσε το Ζωιτάκη από το αξίωμα του αντιβασιλέα. Με την ίδια πράξη, νέος αντιβασιλέας διορίστηκε ο πρωθυπουργός Παπαδόπουλος. Στο πρόσωπο του Παπαδόπουλου συνέπιπταν πλέον οι ιδιότητες του πολιτικώς υπεύθυνου πρωθυπουργού και του πολιτικώς ανεύθυνου αντιβασιλέα – αρχηγού του κράτους.
Συντόμως επήλθε και τυπικώς πλέον η ρήξη του καθεστώτος με τη βασιλεία. Η αφορμή δόθηκε με την αποκάλυψη, το Μάιο του 1973, μυστικής αντικαθεστωτικής κίνησης στις τάξεις του πολεμικού ναυτικού και την εκδήλωση της ανταρσίας στο αντιτορπιλικό «Βέλος», εξελίξεις τις οποίες το καθεστώς απέδωσε στον εξόριστο βασιλιά. Σε αυτή τη συγκυρία, η δικτατορική κυβέρνηση προέβη, με συντακτική πράξη την 1η Ιουνίου 1973, στην κατάργηση του βασιλικού θεσμού. Στη θέση του κατ’ αυτόν τον τρόπο καταργηθέντος πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας, εγκαθιδρύθηκε το νέο πολίτευμα της «Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας», με «προσωρινό πρόεδρο της Δημοκρατίας» τον Παπαδόπουλο.
Η πολιτειακή αυτή μεταβολή συνοδεύτηκε από τη δημοσίευση, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, του ψηφίσματος – κατ’ ουσίαν συντακτικής πράξης (2) – υπ’ αριθ. 67 της 15ης Ιουνίου 1973 «περί των τροποποιήσεων του από της 15ης Νοεμβρίου 1968 συντάγματος», που περιείχε σειρά τροποποιήσεων-προσαρμογών του συντάγματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συνταγματική μεταβολή του 1973 επιχειρείτο να εμφανιστεί, εντελώς παραπλανητικώς, ως απλή αναθεώρηση του συντάγματος του 1968.
Το δεύτερο συνταγματικό κείμενο της δικτατορίας υποβλήθηκε και αυτό στην κρίση του εκλογικού σώματος και εγκρίθηκε με δημοψήφισμα, το οποίο διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1973. Οι συνθήκες διεξαγωγής του δεύτερου δημοψηφίσματος της δικτατορίας ήταν παρόμοιες με εκείνες του δημοψηφίσματος του 1968, αν και αυτήν τη φορά, υπήρξε κάποια ανοχή υπέρ του «όχι» στα αστικά κέντρα της χώρας. Σε αυτές τις συνθήκες, το ψήφισμα με τις τροποποιήσεις του συντάγματος εμφανίστηκε να εγκρίνεται από το 77,2 % του εκλογικού σώματος. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 19 Αυγούστου 1973. Οι διατάξεις του ψηφίσματος μαζί με τις μη τροποποιηθείσες διατάξεις του συντάγματος του 1968 συναποτέλεσαν το νέο σύνταγμα του 1968/1973.
Το Σύνταγμα του 1968/1973 αποτελείτο από 140 άρθρα. Τα κυριότερα σημεία του θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
- Εγκαθίδρυε πολίτευμα «προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» (άρθρο 2, παρ. 1).
- Στο επίκεντρο του πολιτεύματος βρισκόταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εκλεγόταν με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία για επτά έτη, χωρίς να επιτρέπεται επανεκλογή του (άρθρο 30, παρ. 2). Προβλεπόταν θέση αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος επιλεγόταν ως υποψήφιος από τον ίδιο τον πρόεδρο (άρθρο 31).
- Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε αποκλειστική αρμοδιότητα σε θέματα εθνικής άμυνας και ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής και δημόσιας τάξης (άρθρα 47 και 89, παρ. 1). Επέλεγε και διόριζε ο ίδιος τους υπουργούς και υφυπουργούς Εθνικής Άμυνας, Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης χωρίς πρόταση του πρωθυπουργού (άρθρο 43, παρ.1), καθώς επίσης και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων και τους αρχηγούς των τριών κλάδων τους (άρθρο 49, παρ. 2).
- Ο αριθμός των βουλευτών αυξανόταν σε 200 (άρθρο 56, παρ. 1). Εισαγόταν ο θεσμός των 20 αριστίνδην βουλευτών, οι οποίοι διορίζονταν από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας (άρθρο 56, παρ. 1, εδ. γ’).
- Ο πρωθυπουργός ήταν πολιτικώς υπεύθυνος ενώπιον τόσο της Βουλής όσο και ενώπιον του προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 89, παρ. 1).
- Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μετείχε ενεργά στη διαδικασία αναθεώρησης, έχοντας τη δυνατότητα να προκαλέσει τη διενέργεια συνταγματικού δημοψηφίσματος (άρθρο 133, παρ. 3).
Το συνταγματικό κείμενο του 1973 εγκαθίδρυε ένα πολίτευμα ριζικώς διαφορετικό από εκείνο που εγκαθίδρυε το σύνταγμα του 1968. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας διέθετε περισσότερες και σημαντικότερες αρμοδιότητες από ό,τι ο βασιλιάς υπό το σύνταγμα του 1968. Επρόκειτο ουσιαστικώς για ένα ημιπροεδρικό σύστημα, με υπερτροφικώς ενισχυμένη τη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας.
Βασική μέριμνα του συντακτικού νομοθέτη του 1973 ήταν να εδραιώσει τη θέση του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος Παπαδόπουλου. Με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 136, ως πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας οριζόταν ο ήδη προσωρινός πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρωθυπουργός Παπαδόπουλος για οκταετή θητεία, η οποία θα έληγε την 1η Ιουνίου 1981, ενώ ως πρώτος αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας οριζόταν ο μέχρι τότε αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, αντιστράτηγος Οδυσσέας Αγγελής. Η μέλλουσα Βουλή θα είχε τη δυνατότητα να αναθεωρήσει το σύνταγμα του 1968/1973, σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που το ίδιο προέβλεπε. Ο Παπαδόπουλος απέβλεπε σε μία σταδιακή και αυστηρώς ελεγχόμενη από τον ίδιο μετάβαση από το τη στρατιωτική δικτατορία σε ένα συνταγματικό πολίτευμα, σύμφωνα πάντοτε με τις αντιλήψεις του και με διασφάλιση της προσωπικής του θέσης.
Οι Παπαδόπουλος και Αγγελής ανέλαβαν επίσημα τα καθήκοντά τους ως πρόεδρος και αντιπρόεδρος αντίστοιχα στις 19 Αυγούστου 1973. Ο Παπαδόπουλος διόρισε, στις 14 Σεπτεμβρίου 1973, τα έντεκα πρώτα ισόβια μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ακολούθησε, στις 8 Οκτωβρίου 1973, ο διορισμός νέας κυβέρνησης με πρωθυπουργό το Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, αρχηγό, προδικτατορικώς, του Κόμματος Προοδευτικών. Η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, στην οποία δεν μετείχαν στρατιωτικοί, προοριζόταν να οδηγήσει τη χώρα σε βουλευτικές εκλογές στο πλαίσιο της επιχειρούμενης «φιλελευθεροποίησης».
Το τέλος των συνταγματικών πειραματισμών – Καθεστώς Ιωαννίδη (1973-1974)
Λίγους μήνες μετά την υιοθέτηση του δεύτερου συνταγματικού κειμένου της δικτατορίας και ενώ είχε προηγηθεί η βίαιη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου 1973), το καθεστώς Παπαδόπουλου ανατράπηκε, στις 25 Νοεμβρίου 1973, από μία άλλη ομάδα πραξικοπηματιών, με επικεφαλής τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, διοικητή της στρατιωτικής αστυνομίας. Η σκληροπυρηνική αυτή ομάδα αντιδρούσε στην πολιτική του Παπαδόπουλου για, έστω ελεγχόμενη από τη χούντα, μετάβαση από τη στρατιωτική δικτατορία σε συνθήκες συνταγματικής διακυβέρνησης.
Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, πρώην υπουργό στις δικτατορικές κυβερνήσεις Κόλλια και Παπαδόπουλου. Νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης. Πίσω από αυτά τα πρόσωπα, την πραγματική εξουσία ασκούσε ο νέος ισχυρός άνδρας του καθεστώτος, ο αφανής δικτάτορας Ιωαννίδης.
Με την υπ’ αριθ. 1 καταστατική συντακτική πράξη της 17ης Δεκεμβρίου 1973, για μία ακόμη φορά, προβλέφθηκε η άσκηση της συντακτικής εξουσίας από το υπουργικό συμβούλιο με συντακτικές πράξεις (άρθρο 1). Με την ίδια συντακτική πράξη, η άσκηση της νομοθετικής εξουσίας ανατίθετο στο υπουργικό συμβούλιο με πρόταση του προέδρου της Δημοκρατίας. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, αποκτούσε μία νομικοπολιτική θέση παρόμοια με αυτήν που συνήθως αναγνωρίζεται στον (αιρετό ή κληρονομικό) αρχηγό του κράτους στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Με την υπ’ αριθ. 2 συντακτική πράξη της 31ης Δεκεμβρίου 1973, καταργήθηκαν όλες οι διατάξεις του συντάγματος του 1968/1973 που αναφέρονταν στο Συνταγματικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις σχετικές εξαγγελίες της κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου.
Σε αντίθεση με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, ουδεμία διαδικασία παραγωγής νέου συντάγματος δρομολογήθηκε από το καθεστώς αυτής της περιόδου. Το νέο καθεστώς δεν έπαυε να αποτελεί μία αμιγή στρατιωτική δικτατορία. Η περίοδος του καθεστώτος Ιωαννίδη σηματοδοτεί την άρση των κάθε λογής συνταγματικών προσχημάτων και τη διολίσθηση σε μία απροκάλυπτη μορφή βίαιης δικτατορικής διακυβέρνησης.
Η πτώση της δικτατορίας (1974)
Το καθεστώς Ιωαννίδη κατέρρευσε τον Ιούλιο του 1974 μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου εισηγήθηκαν τη σύγκληση του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα του 1968/1973 Συμβουλίου του Έθνους, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του πρωθυπουργού Ανδρουτσόπουλου. Τελικά, ο Γκιζίκης προέκρινε μία κάπως διαφορετική λύση, συγκαλώντας, στις 23 Ιουλίου 1974, «εθνικό συμβούλιο», δηλ. μία σύσκεψη με τη συμμετοχή πολιτικών προσωπικοτήτων και της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων. Το αποτέλεσμα της σύσκεψης αυτής ήταν η ανάθεση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον αυτοεξόριστο στη Γαλλία Καραμανλή.
Η τελευταία δικτατορική κυβέρνηση υπό τον Ανδρουτσόπουλο εξέλιπε χωρίς να υποβάλει την παραίτησή της, αλλά και χωρίς να εκδοθεί προεδρικό διάταγμα για την απαλλαγή της από τα καθήκοντά της.
Το συνταγματικό κείμενο του 1968/1973, όπως και οι συντακτικές πράξεις της δικτατορίας, καταργήθηκαν τυπικώς με το άρθρο 15 της καταστατικής συντακτικής πράξης της 1ης Αυγούστου 1974 «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου μέχρι οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου συντάγματος της χώρας».
Τα συνταγματικά κείμενα της στρατιωτικής δικτατορίας υπήρξαν εν πολλοίς εικονικά, στο μέτρο και στο βαθμό που ένα μεγάλο και σημαντικό μέρος των διατάξεών τους ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ. Εντούτοις, τα ίδια αυτά κείμενα δεν υπήρξαν νομικά αδιάφορα και άφησαν το θεσμικό τους αποτύπωμα στην ιστορική εξέλιξη των συνταγματικών μας θεσμών.
Τα δύο δικτατορικά συντάγματα, κυρίως εκείνο του 1968, αποτέλεσαν τη βάση για τη θέσπιση ενός μεγάλου αριθμού νομοθετημάτων, κυρίως νομοθετικών διαταγμάτων. Τα συντάγματα της στρατιωτικής δικτατορίας αποτέλεσαν ακόμη τη βάση για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, τόσο κατά τη διάρκεια του αυταρχικού καθεστώτος όσο και μετά την κατάρρευσή του. Αξιοσημείωτο είναι ότι, ακόμη και κατά τη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος, τα δικαστήρια και δη το Συμβούλιο της Επικρατείας προέβαιναν σε έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων της δικτατορίας επί τη βάσει των συνταγματικών κειμένων της. Αυτός ο έλεγχος δεν είχε κατ’ ανάγκη την έννοια της αναγνώρισης της δικτατορικής συνταγματικής τάξης, αλλά αποσκοπούσε πρωτίστως στην, κατά το δυνατόν, διασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου, στις έκτακτες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η δικαστική αναγνώριση των συνταγματικών κειμένων της δικτατορίας δεν είχε την έννοια της πολιτικής επιδοκιμασίας, αλλά γινόταν για λόγους που σχετίζονταν με την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας του κράτους.
Συμπεράσματα
Τα συνταγματικά κείμενα της στρατιωτικής δικτατορίας αποτέλεσαν τους καρπούς των προσπαθειών της για διαμόρφωση ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα εξασφάλιζε διάρκεια και συνέχεια στην εξουσία των εμπνευστών τους.
Αν και εκ πρώτης όψεως, τα δικτατορικά συντάγματα έδειχναν να αποδέχονται τις αρχές του συνταγματικού φιλελευθερισμού, να εξασφαλίζουν τη θεσμική συνέχεια και να εισάγουν καινοτομίες, οι επί μέρους ρυθμίσεις τους περιείχαν ένα πλήθος ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών στοιχείων. Προπάντων, η συνταγματική τάξη την οποία φιλοδοξούσαν να εγκαθιδρύσουν, στην πράξη δεν λειτούργησε ποτέ πλήρως, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό εικονική. Η πρωταρχική μέριμνα του συντακτικού νομοθέτη της δικτατορίας ήταν να διασφαλίσει τη θέση των κρατούντων, όπως απεριφράστως προκύπτει από τις μεταβατικές διατάξεις των δικτατορικών συνταγμάτων.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις στους κόλπους των πραξικοπηματιών οδήγησαν σε αλλεπάλληλες αντιφάσεις και δεν επέτρεψαν ούτε καν μία ελεγχόμενη πολιτική μετάβαση σε συνθήκες συνταγματικής ομαλότητας, ενώ, τελικά, αναίρεσαν ακόμη και το ίδιο το συνταγματικό οικοδόμημα του δικτατορικού καθεστώτος.
Αστέρης Αθ. Μπουζιάς
Διπλωμάτης, Διδάκτωρ Νομικής
Κάτοχος τίτλου Μεταδιδακτορικής Έρευνας
Διδάσκων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών