Η αποτροπή της διασποράς του κορωνοϊού, η επιστήμη και τα δικαιώματα
Η πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί ένα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ο οποίος είναι «υπεράνω υποψίας». Η νόσος είναι ασυμπτωματική και ο ιός μεταδίδεται εύκολα, με τρόπους που ακριβώς δεν τους γνωρίζουμε. Πρόκειται για ένα αντίπαλο ύπουλο και αόρατο και καθένας είναι δυνάμει υποψήφιο θύμα του. Τα δεδομένα αυτά δεν είναι υποθετικά και αμφισβητούμενα, προσχηματικά ή δραματοποιημένα. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, αδιαμφισβήτητο. Η δημόσια υγεία αποτελεί παραδοσιακό, αναγκαίο και διαχρονικά νομιμοποιημένο σκοπό του κράτους, είτε αυτό είναι νεοφιλελεύθερο είτε παρεμβατικό.
Είναι λοιπόν προφανές ότι στο μέτρο που ισχύουν αυτά, για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού που απειλεί άμεσα και σοβαρά τη δημόσια υγεία, το κράτος πρέπει να συμβουλευτεί τους ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι έχουν τη γνώση και την εμπειρία, έτσι ώστε η δημόσια πολιτική για την προστασία της δημόσιας υγείας και την αποτροπή της διασποράς του κορωνοϊού να είναι, όχι απλώς πολιτικά νομιμοποιημένη, αλλά και ουσιαστική, ορθολογική, μελετημένη και αποτελεσματική.
Ελλείψει θεραπείας και με περιορισμένο αριθμό Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, για να καλύψουν τις προβλεπόμενες ανάγκες από την ανεξέλεγκτη διάδοση του κορωνοϊού, ο αυστηρός περιορισμός της ελευθερίας κίνησης, με ελάχιστες αλλά ζωτικές και σπουδαίες εξαιρέσεις, μπορεί να αποτελεί εύλογο και αναγκαίο μέτρο, παρά το γεγονός ότι η ελευθερία κίνησης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, από το οποίο επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα μία σειρά από άλλα ατομικά δικαιώματα, όπως είναι η οικονομική ελευθερία, η ελευθερία της εργασίας, η ελευθερία των συγκεντρώσεων και η ελευθερία της λατρείας, καθώς η απαγόρευση των μετακινήσεων συνέπεσε με τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια η κυβέρνηση φέρει ακέραιη την πολιτική ευθύνη, η οποία δεν απεμπολείται στα χέρια των ειδικών, ούτε επέρχεται υποκατάσταση της δημοκρατίας από την τεχνοκρατία. Η κυβέρνηση είναι πολιτικά υπεύθυνη για τα μέτρα που παίρνει και η ίδια χρεώνεται τόσο την αποτυχία όσο και την επιτυχία τους. Ειδικότερα, η πολιτική εξουσία προβαίνει στη στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος για προστασία της δημόσιας υγείας με τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου.
Είναι πρόδηλο ότι οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να παραταθούν επ’ άπειρον. Π.χ. η προοπτική χρεωκοπίας επιχειρήσεων και απόλυσης των εργαζομένων τους αποκτά ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα, όσο παρατείνεται η υποχρεωτική διακοπή λειτουργίας τους. Συγχρόνως βέβαια η συνεργασία της πολιτικής εξουσίας με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας και τους επιστημονικούς φορείς πρέπει να είναι συνεχής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας αντιμετώπισης της πανδημίας.
Δεν ξεχνιούνται τα ολέθρια αποτελέσματα της de facto χρεωκοπίας της χώρας από τον ερασιτεχνικό εμπειρισμό του Δημοσίου, το οποίο δανείστηκε, όχι μόνο χωρίς συνεκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων του χρέους, αλλά χωρίς προγραμματισμό της αποπληρωμής των δανείων ώστε να αποτρέπεται η ταυτόχρονη ωρίμανσή τους. Βλέπουμε την αλγεινή εντύπωση που προκάλεσε η προσπάθεια του Πρόεδρου των ΗΠΑ να προτείνει θεραπευτικές μεθόδους για τον κορωνοϊό οι οποίες δεν είχαν καμία επιστημονική βάση. Όπως είναι φυσικό, κάθε επιστήμη έχει τα δικά της κριτήρια αξιολόγησης και ορθότητας των πολιτικών αποφάσεων που αφορούν ζητήματα του τομέα της. Η αυθεντία της ιατρικής επιστήμης παρέχει τον λόγο για τον οποίο ακολουθούμε τις ιατρικές οδηγίες και αξιώνουμε από την πολιτική ηγεσία και τη διοίκηση να μην τις αγνοεί, ώστε να αποφεύγει την πρόκληση ζημίας στους πολίτες, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Το ζητούμενο εδώ είναι η αίσθηση του μέτρου των πραγμάτων και η ορθή κρίση περί του πρακτέου, «στον σωστό χρόνο, με τη σωστή ευκαιρία, στους σωστούς ανθρώπους, για τον σωστό λόγο και με τον σωστό τρόπο», όπως λέει ο Αριστοτέλης.
Η διακύμανση των καταστάσεων και η μεταβολή των συνθηκών υπογραμμίζει την αναγκαία προσαρμοστικότητα και τον πραγματισμό, με γνώμονα την φρόνηση, καθώς και το αρνητικό κριτήριο της αποφυγής του μείζονος κακού, που είναι η αλόγιστη και ανέλεγκτη διακινδύνευση της δημόσιας υγείας, η οποία, αν εξελιχθεί σε πανδημία, μπορεί να βλάψει τη δυνατότητα άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων απροσδιόριστου, αλλά μεγάλου, πλήθους ανθρώπων.
Διοικητική διακυβέρνηση, soft law, Ανεξάρτητες Αρχές
Η σχέση σπαρτιάτικης και αθηναϊκής αντίληψης για τα δικαιώματα έχει αντιστοιχία και στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης. Στην αθηναϊκή οπτική, η δημόσια διοίκηση απομακρύνεται από τον βεμπεριανό ιδεότυπο της γραφειοκρατίας, με την ιεραρχική, πυραμιδοειδή, δομή εξουσίας, όπου αποφασίζουν τα πολιτικά όργανα στην κορυφή. Αντί για την απρόσκοπτη διαβίβαση της εντολής προς τη βάση της πυραμίδας, η δημόσια διοίκηση αναπτύσσει τα χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης (governance) και επιδιώκει να ανταποκριθεί στις απόψεις και τις προσδοκίες της κοινωνίας των πολιτών για τα πρακτικά προβλήματα της κοινωνικής ζωής, επιχειρώντας να τους ενεργοποιήσει και να αξιοποιήσει τη συμμετοχή τους, με σκοπό την επικοινωνία και τη συνεργασία τους με βάση αρχές διαφάνειας και αλληλεγγύης γύρω από το δημόσιο συμφέρον.
Πράγματι ο χειρισμός της πανδημίας από το κράτος στέφθηκε με επιτυχία, επειδή σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσε ένα από τα πιο συνεπή παραδείγματα εφαρμογής της λογικής της διακυβέρνησης, για τις σχέσεις κράτους-πολίτη και κοινωνίας. Η όλη προσέγγιση τόνισε τη διαφάνεια, μέσα από την πυκνή ενημέρωση, την έκκληση στο φιλότιμο του πολίτη και τη συναισθηματική του εμπλοκή σε ένα συλλογικό στόχο που αφορά αξίες της ελληνικής κοινωνίας συνδεδεμένες με τον ακατάβλητο και σκληρό πυρήνα της: την οικογένεια.
Από νομική άποψη, μεγάλο ενδιαφέρον έχει η διαμόρφωση ενός νέου τύπου ρύθμισης, ο οποίος φαίνεται να αρμόζει στο καθήκον αλληλεγγύης (που θέτει το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος), προσαρμοσμένο στη λογική της διακυβέρνησης, αντί για την εξουσιαστική, μονομερή και καταναγκαστική πρακτική της κυριαρχικής διοίκησης, η οποία βασίζεται προεχόντως στην κρατική καταστολή, για να επιτύχει τους σκοπούς της, αδιαφορώντας για τη συνεννόηση και τη συναίνεση.
Ο νέος τύπος νομικής ρύθμισης όχι μόνο δεν έχει ως ειδοποιό γνώρισμά του την κύρωση, αλλά αντίθετα η κυρωτική λειτουργία τείνει να περιοριστεί, αφήνοντας περιθώριο ώστε η σχέση κράτους-πολίτη να προσλάβει τον χαρακτήρα της αυτορρύθμισης, όσο είναι εφικτό. Δεν αποκλείεται μάλιστα η έννομη τάξη, πριν να προχωρήσει στην επιβολή κύρωσης, να προβλέπει ένα στάδιο αυστηρών συστάσεων και υποδείξεων. Έχουμε εισέλθει στην επικράτεια του soft law, του ήπιου δικαίου.
Χαρακτηριστικά, η απαγόρευση εξόδου δεν συνοδεύτηκε αμέσως με την αναγκαία νομική της κύρωση, αλλά μεταξύ περιορισμού της κίνησης και εξαιρέσεων για τις οποίες η μετακίνηση επιτρεπόταν, παρεμβλήθηκε η συμπλήρωση του εντύπου για την έξοδο από το σπίτι ή η αποστολή του sms, η δε κύρωση επιβλήθηκε στις περιπτώσεις που δεν είχε τηρηθεί σωστά αυτή η διαδικαστική διατύπωση, η οποία και άφηνε ευρύ περιθώριο στον πολίτη που επιθυμούσε να αξιοποιήσει τις εξαιρέσεις να αναλογιστεί την ατομική του ευθύνη και να ανταποκριθεί σε αυτήν οικειοθελώς.
Ο τύπος αυτός μιας ρύθμισης που συνδυάζει αυστηρούς περιορισμούς με σχετικά ήπιες κυρώσεις, ώστε να ενδυναμωθεί η συναίσθηση του χρέους κοινωνικής αλληλεγγύης και να αναληφθεί συναινετικά από τον ίδιο τον πολίτη η ατομική ευθύνη, αποτέλεσε ένα πείραμα που στέφθηκε γενικά από επιτυχία. Η αξίωση του κράτους προκειμένου να εκπληρώσουν οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι προτιμότερο, πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό να εναρμονίζεται με τη λογική της διακυβέρνησης, αντί για την εξουσιαστική αντίληψη της κρατικής καταστολής.
Στο οργανωτικό επίπεδο, η μεταβολή αυτή στη σχέση κράτους πολίτη και η μετάβαση προς το «κράτος-σχέση» εκδηλώνεται με την ανάπτυξη του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών. Εκεί που η σπαρτιάτικη αντίληψη για τα δικαιώματα και τη δημοκρατία βλέπει στις Ανεξάρτητες Αρχές ένα υβριδικό μόρφωμα που παραβιάζει τη διάκριση των λειτουργιών και υποσκάπτει τον πολιτικό έλεγχο των δημοκρατικά νομιμοποιημένων οργάνων και εντέλει την ίδια τη λαϊκή κυριαρχία, αντίθετα, στην αθηναϊκή οπτική των Ανεξάρτητων Αρχών, αυτές έχουν αποστολή να συντελέσουν ώστε, σε ευαίσθητα πεδία δικαιωμάτων των πολιτών, οι ιδεολογικοπολιτικά επίμαχες επιλογές για δισεπίλυτα προβλήματα να ισχύσουν και να εφαρμοσθούν ως κανόνες δημοσίου δικαίου, δηλαδή απρόσωπα, αντικειμενικά και ορθολογικά, χωρίς ακραία κομματική μεροληψία.
Το κλειδί για την κατανόηση των Ανεξάρτητων Αρχών στην αθηναϊκή λογική είναι ότι αυτές συνδέουν το κράτος με την κοινωνία και συντελούν στη μετεξέλιξη του κράτους, το οποίο χωρίς να χειραγωγεί την κοινωνία, χωρίς να αναλαμβάνει μονοπωλιακές δράσεις και χωρίς να ορίζει με τρόπο πατερναλιστικό το αγαθό, παρεμβαίνει προκειμένου να θέσει ρυθμιστικούς κανόνες, οι οποίοι προάγουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών από το κράτος, δίχως μεροληπτικές και κομματικές αυθαιρεσίες.
Η γραμματική και το συντακτικό της γλώσσας των δικαιωμάτων
Στην αντιπαράθεση Σπάρτης και Αθήνας για τα δικαιώματα η Αθήνα, προσαρμοστική και ανοιχτόμυαλη, πιο ευέλικτη και στρατηγική, βγαίνει κερδισμένη. Αλλά αυτή η διαπίστωση, ενώ μπορεί να καθησυχάσει τον πολίτη, δεν πρέπει να τον οδηγήσει στον εφησυχασμό.
Για τον μελετητή του Συντάγματος, τον δικαστή, τον δικηγόρο, αλλά εντέλει και για τον ίδιο τον πολίτη, παραμένει το ερώτημα για τα δικαιώματα που έχει το άτομο ως νομική ασπίδα προστασίας. Η έκταση των περιορισμών που επιβλήθηκε για την αποτροπή της διασποράς του κορωνοϊού ενέτεινε την ανασφάλεια σε σχέση με τα δικαιώματα και την αποτελεσματικότητα της προστασίας τους προς απόκρουση των περιορισμών της ελευθερίας.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος Σπαρτιάτης για να ανησυχεί σήμερα για τα δικαιώματα και να αισθάνεται την ανάγκη επαγρύπνησης για τους κινδύνους που τα απειλούν. Η αγωνία αυτή δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των Σπαρτιατών των δικαιωμάτων. Επιβάλλεται να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο που εμφιλοχωρεί στην άμβλυνση και σχετικοποίηση του κανονιστικού περιεχομένου των δικαιωμάτων μέσα από τη στάθμισή τους ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και περιστάσεις. Η ιδέα ότι τα δικαιώματα είναι μαχητά και πρέπει να σταθμίζονται προκειμένου να αποφεύγεται μείζων βλάβη που απειλεί τον δήμο, όπως η πανδημία από τον κορωνοϊό, δεν αναιρεί την επιτακτική ανάγκη να προσδιορίσουμε με τρόπο πάγιο, όσο γίνεται, τις υποχρεώσεις και τις επιταγές που συνεπάγεται το δικαίωμα για το κράτος.
Ένα δικαίωμα πρέπει να αντιστοιχεί σε μία εκ των προτέρων καθορισμένη υποχρέωση του κράτους, για την οποία πρέπει να παρέχεται αγώγιμη αξίωση ενώπιον των Δικαστηρίων, για την προστασία του ατόμου. Η γραμματική και το συντακτικό των ατομικών δικαιωμάτων ορίζεται από τις ανωτέρω έννοιες: δικαίωμα, αντίστοιχη υποχρέωση του κράτους, αγώγιμη αξίωση, παροχή δικαστικής προστασίας.
Χωρίς τα στοιχεία αυτά, η γλώσσα των δικαιωμάτων, εγκλωβισμένη στον ακραίο εμπειρισμό της κατά περίπτωση στάθμισής τους, αδυνατεί να παράγει εκείνα τα νοήματα για τα δικαιώματα, τα οποία θα δημιουργούν στον πολίτη την απαιτούμενη ασφάλεια και σιγουριά, την οποία ο Μοντεσκιέ ταύτιζε με την ίδια την πολιτική ελευθερία: «cette tranquilité d’esprit qui provient de l’opinion que chacun a de sa sûreté»∙ «αυτήν την ησυχία του πνεύματος η οποία προέρχεται από την άποψη που έχει ο καθένας για την ασφάλειά του».
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Καθηγητής δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δικηγόρος