Οι κατοχικές κυβερνήσεις
Το πρώτο από αυτά συγκροτούσαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες σχηματίστηκαν με έδρα την Αθήνα και με τη στήριξη των δυνάμεων κατοχής (κυβερνήσεις Γεωργίου Τσολάκογλου, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου και Ιωάννη Ράλλη).
Στο πλαίσιο του κατοχικού θεσμικού καθεστώτος, επήλθε μία σειρά δραστικών μεταβολών στη φυσιογνωμία της έννομης τάξης: Το κράτος μετονομάστηκε (από «Βασίλειο της Ελλάδος») σε «Ελληνική Πολιτεία», ονομασία που παρέπεμπε σε αβασίλευτο πολίτευμα, αν και τυπικά ο μονάρχης δεν είχε κηρυχθεί έκπτωτος. Στους κόλπους της κατοχικής «Ελληνικής Πολιτείας» επήλθε σύγχυση της συντακτικής και συντεταγμένης εξουσίας, δεδομένου ότι και οι δύο ασκούνταν πλέον από την (κατοχική) εξουσία. Κατά συνέπεια, στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο, εξέλιπε η διάκριση μεταξύ Συντάγματος και τυπικών νόμων.
Οι εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις του εξωτερικού
Το δεύτερο θεσμικό καθεστώς της περιόδου της κατοχής αποτελούσαν οι εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις του εξωτερικού. Μετά την κατάληψη της χώρας από τις εχθρικές δυνάμεις ο ανώτατος άρχοντας, το υπουργικό συμβούλιο και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι εγκατέλειψαν τη χώρα καταφεύγοντας στο εξωτερικό (Αίγυπτος, Ν. Αφρική, Μ. Βρετανία). Εκεί σχηματίστηκαν διαδοχικά, με βασιλική εντολή, οι κυβερνήσεις Εμμ. Τσουδερού, Σ. Βενιζέλου και Γ. Παπανδρέου, διεκδικώντας, αν και δεν ήλεγχαν ούτε μέρος ελληνικού εδάφους, τη συνέχεια του κράτους και τη διεθνή αναγνώριση.
Ο θάνατος του Ι. Μεταξά και η κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα δεν είχαν, αρχικά, επιφέρει θραύση του θεσμικού πλαισίου του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Οι συνθήκες της πολεμικής περιόδου υποχρέωσαν όμως τον ανώτατο άρχοντα να κινηθεί προς άλλες κατευθύνσεις:
Με την από 22/28-10-1941 Συντακτική Πράξη, επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο «συμπληρωματικό» προς το καταλυθέν την 4-8-1936 Σύνταγμα του 1864/1911, με το βασιλιά να συγκεντρώνει καθοριστικές αρμοδιότητες. Στη συνέχεια, με την από 4-2-1942, το Βασιλικό Διάταγμα της 4-8-1936 για την αναστολή συνταγματικών διατάξεων χαρακτηρίστηκε ως «εξυπαρχής άκυρον» οπότε ήρθη και τυπικά το νομικό υπόβαθρο της δικτατορίας.
Παρά τις νομικώς όχι άψογες περιστάσεις της εξόριστης ηγεσίας, οι κυβερνήσεις του εξωτερικού κατόρθωσαν να αποσπάσουν τη συμμαχική και κατ’ επέκταση διεθνή αναγνώριση στη διάρκεια του πολέμου.
Η Εθνική Αντίσταση
Το τρίτο θεσμικό καθεστώς αυτής της περιόδου συνδέεται με την Εθνική Αντίσταση. Οι αντιστασιακές δυνάμεις, κυρίως του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ., πέρα από τη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων κατά των κατακτητών, επιδόθηκαν και στη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου για την διοικητική οργάνωση των περιοχών της υπαίθρου που απελευθέρωναν. Σε αυτή τη συγκυρία, διαμορφώθηκαν οι θεσμοί αυτοδιοίκησης και λαϊκής δικαιοσύνης της Αντίστασης.
Οι πολιτικές και θεσμικές λειτουργίες της Εθνικής Αντίστασης έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με τη σύσταση (12-3-1944) της «Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης» (Π.Ε.Ε.Α.). Ακολούθησε (Μάιος 1944) η συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου, το οποίο αναδείχθηκε με καθολική ψηφοφορία στις ελεύθερες, αλλά και στις κατεχόμενες περιοχές –στις τελευταίες υπό συνθήκες παρανομίας. Από αυτά τα συλλογικά όργανα, η Π.Ε.Ε.Α. θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, ενώ το Εθνικό Συμβούλιο ως εκείνο της νομοθετικής λειτουργίας.
Οι δύο αυτοί φορείς της αντιστασιακής εξουσίας διεκδίκησαν τη συνέχεια του προδικτατορικού (δηλ. προ της 4ης Αυγούστου 1936) ελληνικού κράτους. Ειδικότερα, η Π.Ε.Ε.Α. άσκησε εξουσία ως de facto κυβέρνηση σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής υπαίθρου. Η εξουσία αυτή εκδηλώθηκε με την εκ μέρους της έκδοση «πράξεων» (: νόμων) και «αποφάσεων» (: διαταγμάτων), υποκειμένων στην έγκριση του Εθνικού Συμβουλίου.
Οι διευθετήσεις που δρομολογήθηκαν κατά την απελευθέρωση της χώρας, με σημείο αναφοράς το σχηματισμό της υπό το Γ. Παπανδρέου Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας (1944), σηματοδότησαν την αποσύνθεση του αντιστασιακού θεσμικού καθεστώτος. *
Αστέριος Αθ. Μπουζιάς
Διδάκτωρ Νομικής,
Κάτοχος τίτλου Μεταδιδακτορικής Έρευνας
Διδάσκων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών