Πηγή: Αλκμήνη Φωτιάδου, Σταθμίζοντας την ελευθερία του λόγου, εκδ. Σάκκουλα, 2006.
Το ιστορικό[1]: H μετάδοση από έναν ραδιοφωνικό σταθμό μιας παράνομα ηχογραφημένης τηλεφωνικής συνομιλίας έδωσε το έναυσμα για μια αναμέτρηση του ιδιωτικού λόγου με τον δημόσιο διάλογο, η οποία οδήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε μια αναβίωση της τεχνικής της συγκεκριμένης στάθμισης για την προσέγγιση της ελευθερίας του λόγου.
Η απόφαση αυτή είναι σημαντική για μια σειρά λόγων:
- Ο πρωταρχικός λόγος είναι ότι επιστρέφει στην τεχνική της συγκεκριμένης στάθμισης σε θέματα ελευθερίας του λόγου, θέτοντας ξανά τα ερωτήματα για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της τεχνικής αυτής.
- Το ζήτημα που αντιμετωπίζει τοποθετεί τον λόγο στο πλαίσιο της σύγχρονης τεχνολογικής εξέλιξης[2], εντοπίζοντας την πολλαπλότητα των απειλών κατά της ιδιωτικότητας και δοκιμάζοντας «παλιές» θεωρίες σε νέες συνθήκες. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας αποτελεί θεμέλιο τόσο των επιχειρημάτων υπέρ της συγκεκριμένης στάθμισης, όσο και εκείνων που στρέφονται κατά της χρήσης της δικαστικής αυτής τεχνικής.
- Η Bartnicki συνδέει την ιδιωτικότητα με την ελευθερία του λόγου όχι μόνο ως κλασικούς αντίπαλους, αλλά ως συνοδοιπόρους με το αίτημα της προστασίας του ιδιωτικού λόγου. Η ιδιωτικότητα του λόγου παρουσιάζεται ως προϋπόθεση και συστατικό στοιχείο της προστασίας της ίδιας της ελευθερίας του λόγου.
- Σε κάθε φράση των δικαστών μπορούν να εντοπιστούν «νέα» ζητήματα, που προσεγγίζονται με «παλιούς» τρόπους, και «παλιά» ζητήματα, που προσεγγίζονται με «νέους» τρόπους, σε μια απόφαση, για την οποία μόνο το μέλλον μπορεί να δείξει αν όντως είναι μια νέα απόφαση σταθμός για την ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ.
Η ιστορία ξεκίνησε όταν κατά τη διάρκεια σκληρών συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του συνδικάτου που εκπροσωπούσε τους καθηγητές ενός σχολείου της Πενσυλβανίας και της διοίκησης του σχολείου, κάποιος άγνωστος υπέκλεψε και ηχογράφησε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη που έγινε μέσω κινητού τηλεφώνου ανάμεσα στον πρόεδρο του συνδικάτου και τον επικεφαλής των διαπραγματεύσεων εκ μέρους του συνδικάτου αυτού.
Στη συνομιλία αυτή οι Kane και Bartnicki συζητούσαν πότε πρέπει να γίνει απεργία, τις δυσκολίες που υπήρχαν στις διαπραγματεύσεις και την ανάγκη μιας κίνησης εντυπωσιασμού για να αντιμετωπιστεί η αδιαλλαξία της διοίκησης. Σε κάποιο σημείο της συνδιάλεξης ο Kane είπε: «αν επιδιώξουν το τρία τοις εκατό θα αναγκαστούμε να πάμε στα σπίτια τους και να ανατινάξουμε τις βεράντες τους. Θα τους περιποιηθούμε τους μάγκες…» Η φράση αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της υπόθεσης, η οποία επηρεάστηκε από το περιεχόμενο[3] του λόγου που εμπεριείχε την απειλή μιας παράνομης πράξης.
Αφού τα μέρη αποδέχτηκαν μια σύμβαση ευνοϊκή για τους καθηγητές, ο εναγόμενος Vopper, δημοσιογράφος του ραδιοφώνου, μετέδωσε την υποκλαπείσα συνομιλία στην εκπομπή του. H εκπομπή αυτή αφορούσε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, και η μετάδοση έγινε στο πλαίσιο της κάλυψης της σύμβασης του συνδικάτου και της διοίκησης. O επικεφαλής των διαπραγματεύσεων και ο πρόεδρος του συνδικάτου άσκησαν αγωγή αποζημίωσης σύμφωνα με την ομοσπονδιακή και την πολιτειακή νομοθεσία για τις υποκλοπές, ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι η συνομιλία τους είχε υποκλαπεί από άγνωστο, ότι ο εναγόμενος Yokum, επικεφαλής μιας τοπικής οργάνωσης αντίθετης στα αιτήματα του συνδικάτου, είχε πάει την κασέτα και είχε αποκαλύψει με πρόθεση το περιεχόμενό της στους εκπροσώπους των ΜΜΕ, οι οποίοι την είχαν μεταδώσει επανειλημμένα, ενώ γνώριζαν ή τουλάχιστον είχαν λόγους να πιστεύουν ότι ήταν προϊόν παράνομης υποκλοπής. [ Ο Yokum κατέθεσε ότι είχε βρει την κασέτα με τη συνομιλία στο γραμματοκιβώτιό του και αναγνωρίζοντας ότι οι φωνές ανήκαν στους Bartnicki και Kane, έβαλε να την ακούσουν τα μέλη του σχολικού συμβουλίου και αργότερα την έστειλε στον Vopper.
Tο Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με τον νόμο, παραβιάζει την ομοσπονδιακή νομοθεσία όποιος με πρόθεση αποκαλύπτει το περιεχόμενο μιας ηλεκτρονικής επικοινωνίας, ενώ γνωρίζει, ή έχει λόγους να γνωρίζει ότι αποτελεί προϊόν παράνομης υποκλοπής, ακόμη και αν ο ίδιος δεν είχε σχέση με την υποκλοπή αυτή. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι οι αποκαλύψεις, ακόμη και αν παραβίαζαν τη νομοθεσία, προστατεύονταν από την Πρώτη Τροποποίηση. Σύμφωνα με το Δικαστήριο αυτό, η σχετική νομοθεσία ήταν ουδέτερη όσον αφορά το περιεχόμενο του λόγου και δεν επέβαλλε ούτε προληπτικούς περιορισμούς ούτε «πάγωνε» την ελευθερία του λόγου.
Ο Δικαστής Stevens διατύπωσε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην πρώτη φράση εντοπίζει το συνταγματικό ερώτημα, χαρακτηρίζοντάς το «νέο» και «συγκεκριμένο»,[4] επισημαίνοντας ότι, παρά το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή νομοθεσία είχε απαγορεύσει τις δημοσιοποιήσεις του περιεχομένου παράνομων υποκλοπών από το 1934, αυτή είναι η πρώτη φορά που θα απασχολούσε το Ανώτατο Δικαστήριο το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό προστατεύει η Πρώτη Τροποποίηση την αποκάλυψη του περιεχομένου μιας συνομιλίας, η οποία αποτελεί προϊόν παράνομης υποκλοπής.
Στην ίδια την περιγραφή του ερωτήματος ως «νέου» και «συγκεκριμένου» ενυπάρχει μια συμπύκνωση του πυρήνα της απόφασης. Το «νέο» μπορεί να διαβαστεί ως ερώτημα που αφορά την Πρώτη Τροποποίηση αλλά δεν καλύπτεται από κάποιον από τους πολυάριθμους κανόνες και κατηγορίες που τη χαρτογραφούν, ενώ το «συγκεκριμένο» ως ζήτημα επιδέχεται αντιμετώπιση με συγκεκριμένη στάθμιση. Η ουσία αυτής της απόφασης φανερώνεται από δύο λέξεις στην πρώτη της φράση.
Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο εντοπίζει τα συγκρουόμενα συμφέροντα και αναφέρει ότι η αγωγή είχε ως αντικείμενο την επανειλημμένη δημοσιοποίηση μιας παράνομα ηχογραφημένης ιδιωτικής τηλεφωνικής συνδιάλεξης που έγινε μέσω κινητού και η οποία αφορούσε ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος. Εκείνοι που μετέδωσαν τη συνδιάλεξη δεν είχαν οι ίδιοι συμμετάσχει στην υποκλοπή ούτε γνώριζαν ή είχαν λόγο να πιστεύουν ότι η υποκλοπή ήταν παράνομη. Παρουσιάζεται, λοιπόν, μια σύγκρουση «πρωτοκλασάτων» συμφερόντων – από τη μια πλευρά το συμφέρον στην πλήρη και ελεύθερη μετάδοση πληροφοριών που αφορούν δημόσια θέματα, και από την άλλη το συμφέρον του ατόμου στην ιδιωτικότητα και ειδικότερα στην προστασία του ιδιωτικού λόγου.
Οι συντάκτες της Πρώτης Τροποποίησης σίγουρα δεν μπορούσαν να προβλέψουν την τεχνολογική πρόοδο που είχε ως αποτέλεσμα τόσο τη συνομιλία μέσω κινητού όσο και την υποκλοπή της, καθώς επίσης και την ίδια τη σύγκρουση συμφερόντων που αποτέλεσε την αφετηρία της δικαστικής αυτής διαμάχης. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον δικαστή Stevens δεν είναι άξιο απορίας ότι τόσο οι πρωτόδικοι δικαστές όσο και τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου διατύπωσαν διαφορετικές απόψεις για το πώς πρέπει να εφαρμοστεί η Πρώτη Τροποποίηση στην υπόθεση αυτή. Είναι όμως απόλυτα σίγουρο ότι οι αποκαλύψεις που έκαναν οι εναγόμενοι εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της Πρώτης Τροποποίησης.
Το συνταγματικό ερώτημα που τίθεται στην υπόθεση αυτή είναι αν ο τρόπος που εφαρμόστηκε η νομοθεσία, για την προστασία από την ηλεκτρονική παρακολούθηση στη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα.
Ακολουθεί μια αναδρομή στη νομοθετική και δικαστική αντιμετώπιση των παράνομων υποκλοπών. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επισημάνει ήδη στην Berger v. New York ότι εκλεπτυσμένες (καθώς και όχι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένες) μέθοδοι παρακολούθησης προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών υπάρχουν και εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες, ιδιαίτερα από την αστυνομία. Στην Berger είχε κριθεί ότι ήταν αντισυνταγματικό το νομοθέτημα της Νέας Υόρκης που επέτρεπε στην αστυνομία να βάζει κοριούς. Ανταποκρινόμενο στην απόφαση αυτή, καθώς και στην Katz v. United States, όπου είχε κριθεί ότι η τοποθέτηση μιας συσκευής παρακολούθησης σε τηλεφωνικό θάλαμο αποτελεί αστυνομική έρευνα που πρέπει να πληροί τις συνταγματικές εγγυήσεις, το Κογκρέσο άρχισε να σχεδιάζει νέα νομοθεσία.
Ένας από τους βασικούς σκοπούς που τέθηκε από τη νομοθεσία αυτή είναι η αποτελεσματική προστασία της ιδιωτικότητας των προφορικών και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Απευθυνόμενο τόσο στις διωκτικές αρχές όσο και στους ιδιώτες, το νομοθέτημα του Κογκρέσου ποινικοποίησε σε διάφορες διατάξεις του την υποκλοπή συνδιαλέξεων. Η κρίσιμη διάταξη στην κρινόμενη υπόθεση τιμωρεί «όποιον με πρόθεση αποκαλύπτει ή αποπειράται να αποκαλύψει το περιεχόμενο προφορικών ή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων όταν γνωρίζει ή έχει λόγο να γνωρίζει ότι αποτελεί προϊόν παράνομης υποκλοπής».
Έχει γίνει δεκτό ότι η υποκλοπή ήταν παράνομη και ότι οι εναγόμενοι είχαν σοβαρό λόγο να το γνωρίζουν. Είναι λοιπόν φανερό ότι η αποκάλυψη του περιεχομένου της συνομιλίας των εναγόντων από τον Vopper τόσο στη διοίκηση του σχολείου όσο και στα ΜΜΕ ήταν παράνομη. Το ερώτημα που απασχολεί το Δικαστήριο είναι αν η εφαρμογή της σχετικής διάταξης υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παραβιάζει την Πρώτη Τροποποίηση.
Η απάντηση του Δικαστηρίου στο ερώτημα αυτό βασίζεται σε τρία στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά: Πρώτον, οι εναγόμενοι δεν συμμετείχαν στην παράνομη υποκλοπή. Αντίθετα, έμαθαν γι’ αυτήν αφού έγινε και ποτέ δεν έμαθαν ποιος την είχε κάνει. Δεύτερον, οι εναγόμενοι απέκτησαν τις κασέτες της υποκλαπείσας συνδιάλεξης με νόμιμο τρόπο. Τρίτον, το θέμα που αφορούσε η συνδιάλεξη ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος. Αν τα σχόλια που αφορούσαν τις διαπραγματεύσεις είχαν γίνει δημοσίως, θα αποτελούσαν είδηση. Αυτό, άλλωστε, θα ίσχυε και στην περίπτωση που κάποιος τρίτος είχε ακούσει συμπτωματικά τον Bartnicki να κάνει τα συγκεκριμένα σχόλια στον Kane ενώ ήταν οι δυο τους.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κρινόμενη διάταξη είναι ουδέτερη ως προς το περιεχόμενο, επισημαίνοντας ότι η απόφαση για το αν μια νομοθετική ρύθμιση είναι ή όχι ουδέτερη ως προς το περιεχόμενο του λόγου δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, δεν είναι ουδέτεροι οι νόμοι που διακρίνουν τον λόγο σε επιθυμητό ή μη σύμφωνα με τις ιδέες ή τις απόψεις που εκφράζει. Για τον καθορισμό του ουδέτερου ή μη του περιεχομένου ενός νόμου εξετάζεται ο σκοπός του νόμου αυτού, αναζητώντας αν ο τρόπος που ρυθμίζει το κράτος τον λόγο δικαιολογείται χωρίς αναφορά στο περιεχόμενο του ρυθμιζόμενου λόγου.
Στην υπόθεση αυτή η κρινόμενη διάταξη είναι ουδέτερη ως προς το περιεχόμενο του λόγου, καθώς δεν καθιερώνει διάκριση που να βασίζεται στο περιεχόμενο των συνομιλιών που υποκλέπτονται, ούτε ο σκοπός της δικαιολογείται με αναφορά στο περιεχόμενο αυτό. Αντίθετα, το στοιχείο το οποίο διακρίνει τις συνομιλίες αυτές είναι το παράνομο της υποκλοπής τους.
Ταυτόχρονα όμως η ίδια η απαγόρευση της αποκάλυψης του περιεχομένου των υποκλοπών αποτελεί περιορισμό του λόγου. Μάλιστα, η δημοσίευση ή η μετάδοση του περιεχομένου μιας συνομιλίας αποτελεί καθαρό λόγο, λόγο που προστατεύεται από την Πρώτη Τροποποίηση. Η μεταφορά της κασέτας που περιέχει την υποκλοπή είναι συμπεριφορά και όχι λόγος, αλλά με δεδομένο ότι σκοπός αυτής της συμπεριφοράς είναι να φτάσει στον παραλήπτη ένα κείμενο ή μια ηχογραφημένη συνομιλία είναι αντίστοιχη με τη μεταφορά μιας προκήρυξης και άρα εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της Πρώτης Τροποποίησης.
Γενικά, είναι αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι η τιμωρία της δημοσίευσης πληροφοριών, που είναι αληθείς, πολύ σπάνια πληροί τις προϋποθέσεις συνταγματικότητας. Επανειλημμένα έχει κριθεί ότι αν μια εφημερίδα αποκτήσει με νόμιμο τρόπο αληθείς πληροφορίες για ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, το κράτος δεν μπορεί να τιμωρήσει τη δημοσίευση αυτή χωρίς να παραβιάζει το Σύνταγμα, εκτός και αν υπάρχει υπέρτατη συνταγματική ανάγκη.
Το ερώτημα εδώ μπορεί να συμπυκνωθεί στο αν το κράτος μπορεί να τιμωρήσει τη δημοσιοποίηση μιας πληροφορίας, αν ένας από τους «κρίκους της αλυσίδας» που οδηγεί στη δημοσιότητα είναι παράνομος.[5]
Στις υποθέσεις που αφορούν αν υπάρχει περίπτωση η Πρώτη Τροποποίηση να επιτρέψει την τιμωρία δημοσιοποίησης μιας αληθούς πληροφορίας, δεν μπορεί να υπάρξει κανόνας. Αντίθετα, σύμφωνα με τη Florida Star, «η νομολογία έχει αποφύγει να αγγίξει το ερώτημα αυτό, με τη σκέψη ότι στο μέλλον μπορεί να προκύψουν καταστάσεις των οποίων την αντιμετώπιση η σύνεση επιβάλλει να μην έχουμε προεξοφλήσει. Ο ευαίσθητος χαρακτήρας και η ιδιαίτερη σημασία των συμφερόντων που αντιπαρατίθενται στις συγκρούσεις ανάμεσα στην Πρώτη Τροποποίηση και την ιδιωτικότητα υπαγορεύουν τη χρήση στενών αρχών που καλύπτουν μόνο το πλαίσιο μιας συγκεκριμένης υπόθεσης».
Τα συμφέροντα που επιδιώκει το συγκεκριμένο νομοθέτημα είναι δύο:
Το πρώτο είναι η εξάλειψη του κινήτρου των υποκλοπών ιδιωτικών συνδιαλέξεων. Το δεύτερο είναι η ελαχιστοποίηση της βλάβης την οποία υφίστανται εκείνοι των οποίων οι ιδιωτικές συνομιλίες υποκλέπτονται παράνομα. Το ζήτημα είναι αν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών δικαιολογεί την τιμωρία κάθε μετάδοσης προϊόντος παράνομης υποκλοπής ή αν αρκεί η απαγόρευση της χρήσης του υλικού, το οποίο αποκτήθηκε παράνομα μόνο από τον ίδιο τον παρανομούντα.
Αυτό αναλύεται σε δύο επιμέρους ερωτήματα: Το πρώτο είναι αν μπορεί να δικαιολογηθεί η τιμωρία κάποιου, ο οποίος δεν παρανομεί, για να αποτραπεί η παρανομία ενός τρίτου. Το δεύτερο αφορά το κατά πόσο οι παράνομες υποκλοπές αποτελούν οι ίδιες περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η υποψία και ο φόβος ότι είναι δυνατό να υποκλαπούν ιδιωτικές συζητήσεις μπορεί λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τη διενέργεια τέτοιων συζητήσεων και να περιορίσει την έκφραση κριτικής. Σε μια δημοκρατική κοινωνία η ιδιωτικότητα των επικοινωνιών αποτελεί συστατικό στοιχείο της διαμόρφωσης και της έκφρασης της γνώμης.
Στη υπόθεση λοιπόν αυτή βρίσκονται στη ζυγαριά συνταγματικά συμφέροντα με εξίσου μεγάλη βαρύτητα. Για να γίνει αυτό το ζύγισμα, πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι κάποιες παραβιάσεις της ιδιωτικότητας είναι σοβαρότερες από κάποιες άλλες και ότι η δημοσιοποίηση του περιεχομένου μιας υποκλοπής μπορεί να παραβιάζει την ιδιωτικότητα περισσότερο από την ίδια την υποκλοπή. Από την άλλη, η μετάδοση της αλήθειας βρίσκεται στον πυρήνα της συνταγματικής προστασίας του λόγου.
«Στην υπόθεση αυτή η ιδιωτικότητα υποχωρεί όταν σταθμίζεται με τη δημοσίευση θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος».
Ο Δικαστής Breyer, τον οποίο ακολουθεί και η Δικαστής O’Connor, συμφωνώντας με την απόφαση του Δικαστηρίου, επισημαίνει ότι συμφωνεί με τη «στενή» απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία περιορίζει την εφαρμογή της στις συγκεκριμένες συνθήκες όπου 1) αυτοί που μετέδωσαν την πληροφορία δεν είχαν οι ίδιοι παρανομήσει μέχρι την ίδια τη στιγμή της μετάδοσης και 2) το θέμα ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος και μάλιστα αφορούσε επαπειλούμενη παράνομη πράξη, χωρίς να επιφέρει κάποια διεύρυνση του πεδίου συνταγματικής προστασίας των ΜΜΕ. Ο λόγος που ο Δικαστής συντάσσει ξεχωριστή συντρέχουσα γνώμη, ενώ συμφωνεί με τη γνώμη της πλειοψηφίας, είναι ακριβώς για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η απόφαση αυτή δεν επιφέρει κάποια διεύρυνση του πεδίου της συνταγματικής προστασίας των ΜΜΕ.
Αφετηρία του Δικαστή Breyer, όπως και του Stevens, αποτελεί η διατύπωση του συνταγματικού ζητήματος που τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου, καθώς και ο εντοπισμός των αντικρουόμενων συνταγματικών συμφερόντων. Το ερώτημα, σύμφωνα με τον Breyer, αφορά ανταγωνιστικά συνταγματικά προστατευόμενα συμφέροντα. Οι κρινόμενοι νόμοι επιβάλλουν άμεσους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, εμποδίζοντας έτσι τη μετάδοση πληροφοριών. Ταυτόχρονα όμως συμβάλλουν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής. Η ιδιωτική ζωή στην υπόθεση αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο «το δικαίωμα να σε αφήνουν ήσυχο» αλλά και την προστασία του ιδιωτικού λόγου. Προκύπτει, λοιπόν, μια εξίσωση με συνταγματικά συμφέροντα σε κάθε σκέλος. Η επίλυση της εξίσωσης αυτής μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω εξισορρόπησης των ανταγωνιστικών συμφερόντων.
Τοερώτημα μετατοπίζεται στην αξιολόγηση της στάθμισης συμφερόντων που έχει κάνει ο νομοθέτης. Με άλλα λόγια, αναζητείται αν οι κρινόμενοι νόμοι βρίσκουν μια εύλογη ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της ελευθερίας του λόγου και τον περιορισμό του λόγου. Πρέπει να αναζητηθεί αν οι νόμοι αυτοί επιβάλλουν περιορισμούς στον λόγο, οι οποίοι είναι δυσανάλογοι σε σχέση με την επιδιωκόμενη ωφέλεια που θα έχουν για την ιδιωτικότητα και τον λόγο, αφού ληφθούν υπόψη το είδος και η σημασία της ωφέλειας αυτής καθώς και η αναγκαιότητα των περιορισμών για την επίτευξή της.Ο εξονυχιστικός έλεγχος με το ισχυρό τεκμήριο αντισυνταγματικότητας που θέτει δεν ταιριάζει σε αυτήν την περίπτωση, στα οποία συγκρούονται σημαντικά συνταγματικά συμφέροντα. Σύμφωνα με αυτούς τους δικαστές, η αξιολόγηση της στάθμισης του νομοθέτη πρέπει να γίνει με μια νέα στάθμιση του δικαστή, με την ευελιξία και την ελευθερία που δίνει η τεχνική αυτή και όχι με την ακαμψία και τη δεσμευτικότητα του εξονυχιστικού ελέγχου. Η επιλογή αυτή απορρέει από το «ισόβαθμο» των συγκρουόμενων συμφερόντων.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι σχετικοί νόμοι, όπως εφαρμόστηκαν στις δεδομένες συνθήκες, δεν εναρμόνισαν με εύλογο τρόπο τα συγκρουόμενα συνταγματικά συμφέροντα, αλλά περιόρισαν δυσανάλογα την ελευθερία των MME.
Άλλωστε, τα θύματα της υποκλοπής ήταν δημόσια πρόσωπα, που ενεπλάκησαν στη δίνη της δημοσιότητας λόγω της εθελούσιας εμπλοκής τους σε μια κοινωνική αντιπαράθεση. Έθεσαν, άρα, τον εαυτό τους σε μεγαλύτερο δημόσιο έλεγχο και παραιτήθηκαν από ένα κομμάτι της προστασίας της ιδιωτικότητάς τους.
Το Δικαστήριο εδώ, επιτρέποντας τη δημοσιοποίηση της υποκλαπείσας συνομιλίας, δεν δημιουργεί μια εξαίρεση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η οποία να ακυρώνει τον γενικό κανόνα προστασίας της ιδιωτικότητας που θέτει ο νόμος. Απλώς προστατεύει τη συγκεκριμένη δημοσιοποίηση, κρίνοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το νόμιμο συμφέρον για προστασία της ιδιωτικότητας των συνομιλητών ήταν ιδιαζόντως μικρό, ενώ το αντιτιθέμενο δημόσιο συμφέρον ιδιαίτερα μεγάλο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, η εφαρμογή του νόμου θα περιόριζε δυσανάλογα την ελευθερία του λόγου.
Ο Δικαστής Breyer ολοκληρώνει τη διατύπωση της άποψής του επιμένοντας στον ξεχωριστό χαρακτήρα της συγκεκριμένης υπόθεσης, συνδέοντάς την με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. «Τονίζω την ιδιαιτερότητα των συνθηκών, γιατί, κατά τη γνώμη μου, το Σύνταγμα επιτρέπει στον νόμο να ανταποκρίνεται με ευελιξία στη διακινδύνευση, την οποία μπορεί μελλοντικά να θέσει η τεχνολογική πρόοδος στην ιδιωτική ζωή του πολίτη». Για τους λόγους αυτούς, καταλήγει ο Δικαστής, «πρέπει να αποφύγουμε να υιοθετήσουμε υπερβολικά γενικούς και αυστηρούς κανόνες που θα περιορίσουν τη νομοθετική ευελιξία. Συμφωνώ λοιπόν με την απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συγκεκριμένη εφαρμογή των νόμων στην υπόθεση αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα, αλλά η απόφαση αυτή δεν μπορεί να καλύψει και άλλες συνθήκες πέρα από τις συγκεκριμένες».
Ο Δικαστής Rehnquist μαζί με τους Δικαστές Scalia και Thomasμειοψήφησαν. Η άποψη της μειοψηφίας ξεκινά με την επισήμανση ότι η τεχνολογία στις μέρες μας επιτρέπει να γίνονται εκατομμύρια σημαντικές συνδιαλέξεις εμπιστευτικού περιεχομένου μέσω ενός τεράστιου συστήματος ηλεκτρονικών δικτύων. Αυτή η πρόοδος θέτει παράλληλα σημαντικά ζητήματα προστασίας της ιδιωτικότητας. Οι Δικαστές, ακόμη και με την επιλογή του τρόπου έκφρασής τους, δείχνουν να ταυτίζονται με το απειλούμενο από την τεχνολογία πολίτη. «Έχουμε βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να μη γνωρίζουμε ποιος έχει πρόσβαση στα προσωπικά και επαγγελματικά μας e-mails, στα ιατρικά και οικονομικά μας δεδομένα και στις συνομιλίες που κάνουμε με ασύρματα και κινητά τηλέφωνα.
Η κρινόμενη νομοθεσία είχε σκοπό να εμποδίσει τις κατάφορες παραβιάσεις της ιδιωτικότητας, απαγορεύοντας τη με πρόθεση υποκλοπή και μετάδοση επικοινωνιών που γίνονται με ηλεκτρονικά μέσα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι νόμοι αυτοί παραβιάζουν την Πρώτη Τροποποίηση όταν οι υποκλοπές αφορούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος». Η κριτική της πλειοψηφούσας γνώμης ξεκινά με την επισήμανση ότι το θέμα «δημοσίου ενδιαφέροντος» αποτελεί μια άμορφη έννοια που το Δικαστήριο δεν αποπειράται να ορίσει.
Οι Δικαστές συνεχίζουν διατυπώνοντας την καρδιά της αντίρρησής τους, η οποία συνδέει την ελευθερία του λόγου με την καθημερινή ιδιωτική επικοινωνία ανάμεσα στους πολίτες. Η απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνα με αυτήν τη λογική παραβιάζει αντί να προστατεύει τους σκοπούς της Πρώτης Τροποποίησης, «παγώνοντας» την ελευθερία του λόγου εκατομμυρίων Αμερικανών, οι οποίοι καθημερινά επικοινωνούν χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά μέσα: «Η ιδιωτικότητα των συνομιλιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιθυμία οι ιδιωτικές συνδιαλέξεις να είναι ειλικρινείς και ελεύθερες από κάθε φόβο υποκλοπής και δημοσιοποίησης. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, η ιδιωτικότητα της επικοινωνίας είναι θεμελιώδης, ώστε να μπορούν οι πολίτες να σκέφτονται και να δρουν δημιουργικά και εποικοδομητικά. Ο φόβος ότι μια ιδιωτική συνομιλία είναι δυνατό να υποκλαπεί από έναν τρίτο μπορεί να περιορίσει σημαντικά τη θέληση της έκφρασης κριτικών και δημιουργικών ιδεών».
Ακολουθεί η κριτική της επιλογής της τεχνικής από την πλειοψηφία, η οποία, αν και θεώρησε την κρινόμενη νομοθεσία ουδέτερη ως προς το περιεχόμενο του λόγου, δεν τον έθεσε στο ιδιαίτερα ελαστικό έλεγχο που προσιδιάζει σε τέτοιου είδους περιορισμούς. H μειοψηφία συμφωνεί με την πλειοψηφία ως προς το ότι η κρινόμενη νομοθεσία είναι ουδέτερη ως προς το περιεχόμενο του λόγου και έχει ως στόχο να προστατεύσει θεμελιώδη συνταγματικά συμφέροντα, την προστασία της ιδιωτικής ζωής του ατόμου και την προστασία του ιδιωτικού λόγου. Όλοι οι δικαστές συμφωνούν ότι ο κρινόμενος νόμος δεν έκανε διάκριση που να σχετίζεται με το περιεχόμενο του λόγου, τις ιδέες και τις απόψεις που έκφραζε. Αυτό για τη μειοψηφία σημαίνει ότι έλειπαν οι λόγοι που θα δικαιολογούσαν τον εξονυχιστικό έλεγχό του. Άρα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο νόμος έπρεπε να περάσει μεσαίου επιπέδου εξονυχιστικό έλεγχο, και αποτελεί παραποίηση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να περάσει ο νόμος αυτός από αυστηρό εξονυχιστικό έλεγχο.
Ο νόμος, αναφέρει η μειοψηφία, περνά με άνεση τον μεσαίου επιπέδου έλεγχο, καθώς είναι δύσκολο να βρει κανείς έναν περιορισμό περισσότερο «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα του σκοπού από την απαγόρευση της δημοσιοποίησης προϊόντων παράνομης υποκλοπής.
Οι Rehnquist, Scalia και Thomas θεωρούν ότι στην υπόθεση αυτή η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, κρίνοντας τους νόμους αντισυνταγματικούς, κάνει μια υποκατάσταση της κρίσης του νομοθέτη με τη δική του. Τονίζουν ότι, παρόλο που το Δικαστήριο μπορεί κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου να αξιολογεί ανεξάρτητα το εμπειρικό υλικό που οδήγησε στην ψήφιση του νόμου, δεν μπορεί να σταθμίζει εκ νέου και να υποκαθιστά τη γνώμη του νομοθέτη.
Η μειοψηφούσα γνώμη ολοκληρώνεται απορρίπτοντας τόσο την επιλογή της
στάθμισης από το Δικαστήριο όσο και την αξιολόγηση των αντικρουόμενων
δικαιωμάτων που έκανε αυτό. «Είναι σαφές ότι ο πυρήνας της ιδιωτικότητας
περιλαμβάνει το δικαίωμα να μιλά κανείς χωρίς να παρακολουθείται παράνομα και
χωρίς να μεταδίδονται δημόσια οι παράνομα υποκλαπείσες συνομιλίες του. Το
Δικαστήριο υποτάσσει το δικαίωμα αυτό, όχι για να προασπίσει αυτούς που θέλουν
οι ίδιοι να εκφέρουν λόγο, αλλά ενάντια σε εκείνους που θέλουν να
δημοσιοποιήσουν τον παράνομα ηχογραφημένο λόγο των άλλων. Με τον τρόπο αυτό
μηδενίζουν την προσπάθεια του νομοθέτη να σταθμίσει ανάμεσα στην ιδιωτικότητα
και σε ένα συμφέρον που βρίσκεται στο περιθώριο του προστατευτικού πεδίου της
ελευθερίας του λόγου».
Υποσημειώσεις:
[1] 532 U.S. (2001).
[2] Ο δικαστής Breyer σε μία πρόσφατη διάλεξή του με αντικείμενο το δημοκρατικό Σύνταγμα αναφέρθηκε στα πολλαπλά ερωτήματα που θέτει η ανάπτυξη της τεχνολογίας και τα οποία πρέπει να προσεγγιστούν μέσα από έναν ανοιχτό διεπιστημονικό διάλογο. Περιγράφει την Bartnicki ως υπόθεση που αφήνει το θέμα ανοιχτό. Θεωρεί ότι η «στενότητα» της απόφασης αυτής, ο καθαρά συγκεκριμένος της χαρακτήρας, υπηρετεί έναν συνταγματικό στόχο. Ο στόχος αυτός είναι να αφήσει ανοιχτή τη συζήτηση για την ιδιωτικότητα. ‘Ένας πιο ευρύς συνταγματικός κανόνας θα περιόριζε τις επιλογές του νομοθέτη με έναν μη προβλέψιμο τρόπο. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο εφόσον το διακύβευμα είναι η νομοθετική ρύθμιση μιας θεμελιώδους ατομικής ελευθερίας. www.supremecourtusgov/publicinfo/speeches/sp-10-22-01.html
[3] Η δικαστής Sandra Day O’Connor έθεσε από την αρχή της ακροαματικής διαδικασίας στο Jeremiah Collins, δικηγόρο των εναγόντων το ερώτημα γιατί το δικαστήριο έπρεπε να εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκαν οι πληροφορίες και όχι στο περιεχόμενό τους. www.rcfp.org/news/2000/1205/1205bararg.html
[4] «Το ζήτημα που θέτει η υπόθεση αυτή είναι το αν και σε ποιο βαθμό προστατεύει η Πρώτη Τροποποίηση την αποκάλυψη του περιεχομένου μιας συνομιλίας που αποτελεί προϊόν παράνομης υποκλοπής. Το ερώτημα αυτό είναι νέο και συγκεκριμένο».
[5] Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο δικαστής Breyer ανέλυσε την αναλογία ανάμεσα στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αυτής και στην περίπτωση που γίνεται μια διάρρηξη και ο διαρρήκτης κλέβει ένα ημερολόγιο. Ο δικαστής ρώτησε τον δικηγόρο του Williams Lee Levine αν στην περίπτωση που μια εφημερίδα δημοσιεύσει το περιεχόμενο αυτού του ημερολογίου, αν μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση από την εφημερίδα. Ο Levine απάντησε αρνητικά, και ο δικαστής Breyer ανταπάντησε ότι τότε δεν βλέπει πώς θα μας απομείνει καθόλου ιδιωτικότητα.
Αλκμήνη Φωτιάδου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος