1. Μετά από μια εισαγωγική προσέγγιση της έννοιας του κανόνα, ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα, που αφορά τη μετάβαση από την έννοια του κανόνα σ’ εκείνη του κανόνα δικαίου. Ο δικαιικός κανόνας έχει δεοντολογικό περιεχόμενο με το οποίο ρυθμίζει την εν κοινωνία συμβίωση των ανθρώπων. Με το ρυθμιστικό περιεχόμενο ενός κανόνα δικαίου ο νομοθέτης ή εντέλλεται ή απαγορεύει ή επιτρέπει μια συμπεριφορά. Επίσης εξουσιοδοτεί άλλο υποκείμενο να θέσει ή να καταργήσει κανόνες. Τέλος αναιρεί προγενέστερο κανόνα δικαίου.[1]
2. Κάθε δικαιικός κανόνας είναι ένας δεοντολογικός κανόνας στη βάση μιας υπόθεσης, δηλαδή ενός υποθετικού λόγου. Εάν π.χ. κάποιος υπαίτια προκαλέσει ζημία (υπόθεση), οφείλει αποζημίωση στον ζημιωθέντα (δεοντολογικό περιεχόμενο του κανόνα). Η δομή του κανόνα δικαίου δηλαδή συνιστά υποθετικό λόγο. Η υπόθεση του δεοντολογικού κανόνα δεν εμπεριέχεται όμως, κατ’ ανάγκην και ρητά στο κείμενο του κανόνα δικαίου, προκύπτει όμως μόνο από τη λογική της κανονιστικής ρύθμισης που διαθέτει πάντοτε προϋποθετική λογική. Έτσι στο άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος, η υπόθεση που δεν διατυπώνεται ρητά, συνίσταται στο ότι η πολιτεία κατ’ αρχήν μπορεί να δρα και σε πεδία που αγγίζουν την ανθρώπινη προσωπικότητα. Η συνδρομή αυτή της προϋπόθεσης έχει ως έννομη συνέπεια ότι (τότε) η πολιτεία, κατά τη δράση της αυτή, οφείλει να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου.
3. Ο κανόνας του θετικού ειδικότερα δικαίου, εκπορεύεται, αντλεί δηλαδή το περιεχόμενό του, από μια διαδικασία η οποία σε μια πολιτεία αναγνωρίζεται ως δικαιογενεσιουργική. Κατ’ αρχήν μόνο τέτοιοι κανόνες δεσμεύουν την κοινωνική συμβίωση και τη λειτουργία της πολιτείας. Η δεσμευτικότητα αυτή συνιστά το αίτιο της ισχύος του θετικού δικαίου. Η έννομη τάξη βασίζεται σε ισχύοντες νομικούς κανόνες, που εμπεριέχουν την αξίωση της πολιτείας, έναντι εκείνων προς τους οποίους απευθύνονται, να προσαρμόζονται προς το δεοντολογικό τους περιεχόμενο.
4. Τρία είναι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας θετικού δικαιικού κανόνα.[2]Πρώτον, περιεχόμενο ρυθμιστικό της εξωτερικής συμπεριφοράς του ατόμου και της οργάνωσης του κοινωνικού σε θέματα από τη φύση τους ρυθμίσιμα. Δεύτερον, η βούληση της πολιτειακής τάξης να τηρείται το περιεχόμενο του κανόνα. Τρίτον, το δεοντολογικό του περιεχόμενο να μην αφορά μόνο μια συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά όλες τις όμοιες περιπτώσεις μιας κατηγορίας κοινωνικής ύλης.[3]
5. Η έννοια της γενικότητας ενός κανόνα δεν είναι νοητή έξω από την εναντιωματική σχέση του κανόνα προς τον ατομικό κανόνα, ακριβώς όπως δεν μπορεί κανείς να συλλάβει τη θεωρία έξω από την εναντιωματική της σχέση προς την εμπειρία, την άρνηση έξω από την εναντιωματική σχέση της προς τη θέση. Η γενικότητα του δικαιικού κανόνα ανταποκρίνεται στην αποστολή του δικαίου να καταστήσει εφικτή τη συμβίωση του των ανθρώπων βάσει κοινών για όλους κανόνων. Οι κανόνες δικαίου είναι λοιπόν νοητοί μόνο εν κοινωνία. Η εν κοινωνία συμβίωση των ανθρώπων είναι νοητή μόνο υπό τη μορφή μιας τάξης προκύπτει από την υπαγωγή των μελών της σε κανόνες δικαίου, οι οποίοι υπαγορεύουν ή απαγορεύουν συμπεριφορές ή θέτουν το πλαίσιο εντός του οποίου αυτές αναπτύσσονται.
Το σύστημα των κανόνων δικαίου
1. Παραπάνω σημειώθηκε ότι το δίκαιο εμφανίζεται είτε ως μεμονωμένος κανόνας είτε ως σύστημα κανόνων. Άρα στη συνέχεια και ως απάντηση στο τρίτο ερώτημα που αρχικά θέσαμε, ζητούμενο είναι τόσο η έννοια του συστήματος κανόνων δικαίου όσο και το αν νοείται δικαιική λειτουργία με κανόνες που δεν αποτελούν σύστημα.
2. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύνολο κανόνων θετικού δικαίου, τότε το σύνολο αυτό είναι ή απλά ένα άθροισμα ισότιμων ή ένα σύστημα ιεραρχημένων κανόνων δικαίου. Το άθροισμα γίνεται σύστημα όταν τα κατ’ ιδίαν στοιχεία του αναδεικνύουν συνοχή και συνιστούν ιεραρχικά δομημένη τάξη. Η διαφορά μεταξύ αθροίσματος κανόνων και συστήματος κανόνων είναι κρίσιμη: στο πλαίσιο ενός αθροίσματος ιεραρχικά ισότιμων κανόνων η σύγκρουση μεταξύ τους είναι όχι μόνο νοητή αλλά και κατά την εφαρμογή τους αναπότρεπτη. Η ισοτιμία ενός αθροίσματος δικαιικών κανόνων θα είχε ως συνέπεια την τυχαία ή αυθαίρετη επιλογή ενός κανόνα που θα εφαρμοζόταν στο υπό κρίση ζήτημα. Ερμηνευτικά δηλαδή θα βρισκόμαστε (λογικά) σε αδιέξοδο. Αντιθέτως, στο πλαίσιο ενός συστήματος κανόνων δικαίου η εσωτερική τους ιεράρχηση επιτρέπει πάντοτε τη συναγωγή τη συναγωγή ενός τελικού δικαιικού συμπεράσματος, δηλαδή μιας απάντησης στο ερώτημα quid juris, άρα και στη δυνατότητα να ισχύσουν. Εάν μια έννομη τάξη δεν στηρίζεται στην ιεραρχία των κανόνων του δικαίου δηλαδή, οι δικαιικοί της κανόνες δεν συνιστούν σύστημα, αναιρείται τελικά η εφαρμοσιμότητά της. Άρα η δικαιική λειτουργία στο πλαίσιο της έννομης τάξης δεν είναι νοητή αν το σύνολο των κανόνων δικαίου δεν συνιστά σύστημα.
3. Σε ένα σύστημα κανόνων δικαίου δεν νοείται το δίκαιο να δίνει προς τον ίδιο δέκτη δύο αντιφατικές εντολές, δηλαδή και την εντολή πράξε και την εντολή μην πράξεις, ή, με άλλα λόγια, τόσο την πληροφορία δικαιούσαι όσο και την πληροφορία δεν δικαιούσαι. Γι’ αυτό και οι δικαιικοί κανόνες κάθε συστήματος δικαίου έχουν μεταξύ τους ορισμένες, είτε ιεραρχικές είτε λογικές, σχέσεις, που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπουν τη συναγωγή μιας μη αντιφατικής, και γι’ αυτό εφαρμόσιμης, επιταγής. Έτσι προβλέπεται μια ιεραρχία κανόνων αφού π.χ., το Σύνταγμα υπερισχύει του νόμου κι ο νόμος υπερισχύει του διατάγματος κ.ο.κ. (ιεραρχική σχέση). Επίσης σε σύστημα υπάγεται τόσο η χρονική σχέση των κανόνων μεταξύ τους (π.χ. ο νεότερος καταργεί τον παλαιότερο αντίθετο δικαιικό κανόνα) όσο και η λογική τους σχέση (π.χ. ο ειδικός κανόνας υπερισχύει του γενικού). Όταν βέβαια αυτοί οι κανόνες αφορούν το ίδιο ακριβώς θέμα, αντιφάσκουν, οπότε η αντίφαση επιλύεται βάσει των ανωτέρω κανόνων.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Th. Meyer-Maly, Rechtsphilosophie, Wien-N. York 2001, σ. 15.
[2] Βλ. αντί πολλών, Κ. Larenz – CI.-W. Canaris, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, γ έκδ, Berlin 1995, σ. 71 κε. Βλ. και από την πρόσφατη βιβλιογραφία P. Hollander, Abriss einer Rechtsphilosophie. Strukturelle Uberlegungen, Berlin 2003, σ. 23 επ.
[3] Βλ. το ερώτημα, αν η συμβατότητα του δεοντολογικού του περιεχομένου με θεμελιώδεις αξιακές αρχές όπου στηρίζεται η ανθρώπινη συμβίωση, αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο, εξετάζεται παρακ. κεφ. 11.
Πηγή: Τσάτσος, Θ. Δημήτρης (2010): Πολιτεία, Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σσ. 70-73.