1. Τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η εξουσία σήμερα γίνονται περιπλοκότερα. Αυτό επιφέρει (και συνεχώς αυξάνει) την εξάρτηση της πολιτικής απόφασης και επιλογής από την ειδική γνώση, που διασφαλίζει – όσο τη διασφαλίζει – η επιστήμη. Ποια είναι η νομιμοποιητική σημασία του όποιου επιστημονικά ορθού στη δημοκρατική διαδικασία; Υπάρχουν «λανθασμένες» επιστημονικά πλειοψηφικές αποφάσεις του δήμου που να τις καθιστούν πολιτικά αμφίβολες, στο μέτρο που υφίσταται ένα επιστημονικά ορθό; Τελικά δηλαδή ερωτάται: Ποιος λόγος είναι ο πρωταρχικός στη δημοκρατία, ο πολιτικός λόγος (ή πολιτική επιλογή της πλειοψηφίας) ή ο επιστημονικός λόγος; Το θέμα βέβαια προκύπτει μόνο όταν αυτοί αντιφάσκουν.
2. Σε αντίθεση με τα παραδείγματα της κατ’ επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας, δηλαδή της ανειλικρινούς αναγωγής της εξουσίας στο δήμο, οι διάφορες μορφές της δημοκρατίας δεν αναφέρονται σε άλλου είδους νομιμοποίηση της εξουσίας. Η αρχή πως η ενιαία πολιτική βούληση προκύπτει και νομιμοποιείται από τη θέληση των περισσότερων και την παραδοχή της θέλησης αυτής από όλους, εκφράζει μια βασική αλήθεια: ότι οι άνθρωποι δεν είναι πάντα σε θέση να βρίσκουν ένα είδος «σωστού», που εξ αυτού και μόνο του λόγου να αναγορεύεται σε έγκυρη διάγνωση από τους περισσότερους. Και πάντως κανείς δεν μπορεί να προβάλει τη δική του εκδοχή για το πολιτειακό ορθό δέον ως τη μόνη που ευσταθεί.
3. Το δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας, ως της μόνης βούλησης που μπορεί να διεκδικεί τη νομιμοποιούσα ορθότητα, προσκρούει σε αναμφισβήτητα δεδομένα της λειτουργίας της σύγχρονης δημοκρατίας. Ζούμε στην εποχή όπου η ειδική γνώση διεκδικεί αρκετές φορές το ρόλο πολιτικής υπερδύναμης. Για αυτό, πιο έντονα από άλλες εποχές, οι φορείς της επιστημονικής διαδικασίας αποκτούν σήμερα μια νέα διάσταση, γίνονται δηλαδή παράγοντες, κατεξοχήν πολιτικοί, και προβάλλουν το αίτημα της αποδοχής της πολιτικής εγκυρότητας και διάγνωσης τους. Οι φορείς των επιστημονικών γνώσεων παρουσιάζουν τη σκέψη τους, τη γνώμη τους, τη διάγνωσή τους, με το ένδυμα και την αξίωση μιας απόλυτης εγκυρότητας, μιας εγκυρότητας όχι μόνο επιστημονικής αλλά τελικά και πολιτικής. Αυτή ακριβώς η αξίωση του απόλυτου κύρους, και τελικά της επιβολής, χαρακτηρίζει τη μετάβαση σε μια αντίληψη επιστημονικής γνώσης, που επιδιώκει να νομιμοποιεί την πολιτική απόφαση.[1]Έτσι βρισκόμαστε στο πιο δραματικό ερώτημα της σύγχρονης πολιτειολογίας, της σχέσης του εκάστοτε πολιτικού (πλειοψηφικού) λόγου με τον επιστημονικό λόγο. Έχει ο επιστημονικός λόγος νομιμοποιητική λειτουργία στη δημοκρατία τέτοια, που να θέτει σε δοκιμασία ή και να εκτοπίζει τον πρώτο;
Οι φορείς του επιστημονικού λόγου
1. Στη βάση των όσων παραπάνω σημειώθηκαν, για την έννοια της επιστήμης και για να προσεγγίσουμε την όποια νομιμοποιητική λειτουργία του επιστημονικού λόγου, πρέπει να τον απομυθοποιήσουμε, θέτοντας το ερώτημα ποιοι είναι οι φορείς, ποιοι είναι αυτοί που εκφέρουν έγκυρο επιστημονικό λόγο, τελικά δηλαδή να αποσαφηνίσουμε για ποιου τον επιστημονικό λόγο μιλάμε.[2]
2. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που εκφέρουν επιστημονικό λόγο, οι επιστήμονες, είναι ενταγμένοι μέσα σε μια κοινωνία, με τις εσωτερικές της συγκρούσεις, με τις ιδεολογικές της αντιπαραθέσεις, με τον φιλοσοφικό της πλουραλισμό, δηλαδή μέσα σε μια κοινωνία που είναι «πολυκοινωνία». Αυτός που εκφέρει τον επιστημονικό λόγο είναι ο ίδιος μέρος της ενδοκοινωνικής σύγκρουσης. Τελικά: η αξιολόγηση του επιστημονικού λόγου δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς τη γνώση των βασικών κοινωνικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου που τον εκφέρει.
3. Η αναγωγή του εκφερόμενου δημόσιου επιστημονικού λόγου στην ιδεολογική προέλευση ή στην κοινωνική ένταξη αυτού που τον εκφέρει, δεν μειώνει την αξία του επιστημονικού λόγου, αλλά τον καθιστά αναγνωρίσιμο, διαγωνίσιμο και εντάξιμο στην ιδεολογία της ρίζας του.
4. Μια κρίσιμη προϋπόθεση του εκφερόμενου επιστημονικού λόγου είναι η ελεύθερη εκφορά του, υποκείμενη μόνο στους αυτοπεριορισμούς που προκύπτουν από την επιστημονική ευθύνη που αισθάνεται ο ίδιος ο επιστήμονας, δηλαδή από την επιστημονική συνείδηση αυτού που τον εκφέρει. Αν αυτό δεν συντρέχει, ο εκφερόμενος λόγος δεν είναι επιστημονικός. Η εγκυρότητα του επιστημονικού λόγου εδράζεται στην αποδοχή του, ως τέτοιου, από την επιστημονική κοινότητα και τελικά από την κοινωνία. Το γεγονός ότι αυτός που εκφέρει επιστημονικό λόγο είναι, όπως μόλις σημείωσα, ο ίδιος μέρος της ενδοκοινωνικής σύγκρουσης, δεν του στερεί τη δυνατότητα εκφοράς ελεύθερου λόγου. Η ελευθερία του επιστημονικού λόγου κινδυνεύει μόνο όταν η συντεταγμένη κοινωνική ένταξη του επιστήμονα αποκρύπτεται, οπότε κάθε προσπάθεια καθυπόταξής του σε συγκεκριμένα συμφέροντα δεν θα περιορίζεται από την προστατευτική λειτουργία της διαφάνειας.
5. Με τις λίγες αυτές σκέψεις που προηγήθηκαν, προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε τον επιστημονικό λόγο από το πεδίο του μύθου στο πεδίο της ιστορίας, από τους μεταφυσικούς εκφυλισμούς του στην αιτιοκρατικά ελεγχόμενη γνωστική λειτουργία του ανθρώπου. Από την ώρα που ο ειδικός επιστήμονας υποστηρίζει πως μια εκδοχή είναι η μόνη ορθή στη δημόσια ζωή, τότε ενδέχεται να δημιουργηθεί αντίθεση μεταξύ του γνωσιοκρατικά σωστού, δηλαδή του επιστημονικού λόγου, και εκείνου που η δημοκρατική πλειοψηφία, δηλαδή η μόνη νομιμοποιημένη εξουσία, προκρίνει ως πρακτέο, δηλαδή του πολιτικού λόγου. Με άλλα λόγια, την τελεσιδικία της δημοκρατικής απόφασης, δηλαδή της περί του πρακτέου κρίσης της νομιμοποιημένης πλειοψηφίας ανταγωνίζεται η τελεσιδικία της κρίσης, του άριστα γνωρίζοντος, του ειδήμονος. Η γνωσιοκρατία λοιπόν, στην πολιτειακή της ουσία, δεν είναι τίποτα άλλο από μια απροσδόκητη αναγέννηση μιας νέας αριστοκρατίας. Και επειδή στην περίπτωση αυτή το ορθό το επικαλείται εκείνος που δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, με υποφώσκον ζητούμενο να ανεύρει συναίνεση για την εξουσία του, μπορούμε να πούμε πως γνωσιοκρατία είναι η από μέρους του ανομιμοποίητου, αυθαίρετη και ανέλεγκτη επίκληση μιας γνωστικής ποιότητας που ο ίδιος αναγνωρίζει στον εαυτό του.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Α.-Ι. Δ. Μεταξάς, Η πολιτική ευθύνη του διανοούμενου λόγου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2007.
[2] Βλ. Α.-Ι. Δ. Μεταξάς, ό.π.
Πηγή: Τσάτσος, Θ. Δημήτρης (2010): Πολιτεία, Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 374-377.