Εισαγωγή
Ομολογουμένως, είναι ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο να υφίσταται μία ιδιάζουσα διχογνωμία στον τρόπο με τον οποίο παρατίθεται η σύμπλευση ή και η διαφοροποίηση μεταξύ εθνικής συνταγματικής τάξης και διεθνούς κοινωνίας. Στη βάση του ότι αμφότερα τα έννομα συστήματα αποτελούνται από ένα σύνολο κανόνων και αρχών που επιδιώκουν μία νομική ενότητα, το αποτέλεσμα είναι η θεμελίωση μιας καθεστηκυίας τάξεως περιλαμβάνουσα ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύστημα δικαίου.
Σαφώς, για κάθε μία εξ αυτών, υφίσταται συγκεκριμένη και καθέτως οριοθετημένη αυτονομία, η οποία, όμως, ερμηνεύεται, διασταλτικά, με την παράμετρο της παραπληρωματικότητας μεταξύ των. Στο πλαίσιο της σύγκρουσης των θεμελιωδών ρευμάτων, μεταξύ δυισμού και μονισμού, το δεδομένο που εξάγεται είναι εκείνο που συνδέεται με την παράμετρο του «πρωταρχικού κανόνα» (pacta sunt servanda), όπου, στην εθνική έννομη τάξη, κατά σειρά, εφαρμόζονται οι διεθνείς κανόνες, οι συνταγματικές διατάξεις και οι εθνικοί νόμοι, οι πράξεις της Διοίκησης, οι αποφάσεις των Δικαστηρίων και, εν κατακλείδι, οι δικαιοπραξίες, με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου να εφαρμόζονται, άνευ οποιασδήποτε ετέρου μετατροπής, στην εσωτερική έννομη τάξη κατέχοντας θέση άμεσης και ευθείας ισχύος εντός του ενδοπολιτειακού χώρου.
Έτσι, η εκάστοτε εθνική συνταγματική τάξη, έχοντας ως αντικείμενό της τη συνολική λειτουργία της Πολιτείας, του κράτους και των θεσμών της, παρέχει όλα εκείνα τα εχέγγυα ενσωμάτωσης και ενδυνάμωσης του Διεθνούς Δικαίου, παρά την πρωτογενή ετερογένεια και τη διαφορά προέλευσής τους.
Η σύμπλευση του Διεθνούς Δικαίου με το εθνικό Δίκαιο
Πρωταρχικά, παρότι δεν υφίσταται ενδελεχές πλαίσιο για την λειτουργικότητα των σχέσεων μεταξύ του Διεθνούς και του εθνικού Δικαίου, μία μόνη σαφής διάταξη περί αυτής είναι εκείνη της διατάξεως του άρ. 27 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969), κατά την οποία «Το συμβαλλόμενον εν τη συνθήκη μέρος δεν δύναται να επικαλεσθή τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου ως δικαιολογίαν δια τη μη υπ’ αυτού τήρησιν της συνθήκης». Η νομική αυτή, όμως, βάση για την ερμηνεία της ιδιώνυμης αυτής σχέσεως δεν δύναται να εξαντληθεί μόνον στο πλαίσιο της προαναφερόμενης διάταξης, αλλά, παρεπόμενα, ερμηνεύεται, διασταλτικά, στη βάση της νομολογίας των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, η ανάλυση της οποίας αποτυπώνει ότι το Διεθνές Δίκαιο κατισχύει του εθνικού Δικαίου και, επομένως, και των εθνικών συνταγματικών κειμένων.
Πλέον, το Διεθνές Δίκαιο, υπέχει θέση νόμου του εκάστοτε κράτους, και αποτελεί θεμελιώδη και λειτουργική πηγή του Συνταγματικού Δικαίου. Δεδομένου ότι κάθε κράτος αντιμετωπίζει το Σύνταγμά του, ως τον υπέρτατο νόμο της Πολιτείας, η θέση του συνταγματικού κειμένου συμπλέει με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις που δεσμεύουν, ανάλογα, το συνταγματικό κράτος στο πλαίσιο της συνύπαρξης των εθνικών συνταγματικών ορίων με τη διεθνή δικαιοταξία και τις οικουμενικές νόρμες. Αυτό, βέβαια, που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το θεσμικό έλλειμμα που υφίσταται σε υπερεθνικό επίπεδο είναι νομοτελειακό και εισχωρεί στη θεσμική συγκρότηση των εθνικών κρατών, θέτοντας τροχοπέδη στο ιστορικό κεκτημένο του ίδιου του συνταγματισμού.
Με βάση τα παραπάνω, η ίδια η διεθνής κοινωνία υπερβαίνει, εν πολλοίς, τα όρια της στενής δημοσιολογικής ανάλυσης του ιδίου του κράτους, στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης μιας μη κρατικοκεντρικής οργάνωσης. Ο ρόλος των κρατών στο πλαίσιο της οργάνωσης της διεθνούς κοινωνίας συνάδει άρρηκτα με το στοιχείο της διεθνικότητας, το οποίο αποτελούσε, ανέκαθεν, και δομικό στοιχείο της σύγκρουσης των εκάστοτε εθνικών δικαιϊκών πεδίων με το διεθνές γίγνεσθαι. Έτσι, η ίδια η διεθνής οργάνωση έρχεται να αποτελέσει και το ρυθμιστή της κανονιστικής οργάνωσης του κράτους, με τη διεθνή κοινωνία να αποτελεί καίριο λόγο θέσπισης θεσμικών αλλαγών με εμβάθυνση στις σχέσεις αλληλεξάρτησης των ίδιων των κρατών με το διεθνές πλαίσιο συνεργασίας.
Διεθνής και εθνική δικαιοταξία: Μεταξύ εθνοκεντρισμού και διεθνικότητας
Η υιοθέτηση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (1945), ως πολυμερούς διεθνούς συνθήκης και η παράλληλη κατοχύρωση του Διεθνούς Δικαστηρίου ως μόνιμου θεσμού επίλυσης των διεθνών διαφορών, αποτύπωσαν τη υπερ-ισχύ της διεθνούς κοινωνίας έναντι της εθνικής. Η εγκαθίδρυση της διεθνούς κοινωνίας, απαιτεί την ταυτόχρονη θέση σε ισχύ ενός ιεραρχημένου συστήματος αξιών που συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργικότητα των κρατών και ένα θεμελιώδες κριτήριο στην υπερεθνική διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Αρχικά, το διεθνές σύστημα βρίσκει το θεσμικό εκφραστή του στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος παρέχει ένα δομικό και ουσιαστικό καταστατικό ρόλο στη διάρθρωση της διεθνούς κοινωνίας, μέσα τόσο από ius cogens νόρμες όσο και από erga omnes υποχρεώσεις.
Δεν αμφισβητείται, λοιπόν, το ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών ενέχει θεμελιώδη χαρακτήρα ως προς τη λειτουργία της διεθνούς εννόμου τάξεως, πέραν από την παρωχημένη διακυβερνητική λειτουργία η οποία ανάγει στο κράτος τη δικαιοθετική διαχείριση των διεθνών σχέσεων. Έτσι, το εκάστοτε Σύνταγμα κάθε κυρίαρχου κράτους και η απόπειρα συνταγματοποίησης κανόνων και αρχών σε διεθνές επίπεδο, αντιπαραβάλλονται στο πλαίσιο της ισχύος του Χάρτη, με αποτέλεσμα το κάθε κράτος δικαίου να συνδέεται με άμεσο τρόπο με το «Διεθνές Κράτος Δικαίου».
Περαιτέρω, το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ως γνήσιος ρυθμιστής των διεθνών εννόμων σχέσεων και ιθύνων νους για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας κατά τους σκοπούς και τις αρχές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ενέχει νομιμότητα ultra vires έναντι των διεθνών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των κρατών σε διεθνές επίπεδο ή παρέχοντας γνωμοδοτική αρμοδιότητα για κρίσιμα διεθνή ζητήματα.
Βέβαια, καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση και την προαγωγή της διεθνούς δικαιοταξίας, είναι ο σημαίνων ρόλος των διεθνών μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης. Μέσα από μία σειρά αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου και των Διεθνών Ποινικών Δικαστηρίων, αποτυπώθηκε ένα πλαίσιο εγκαθίδρυσης της διεθνούς κοινωνίας και της ιεράρχησης όλων εκείνων των διεθνοποιημένων δημοκρατικών αξιών που χρήζουν προστασίας από τα κράτη μέλη της.
Μία αποτίμηση
Σαφώς, αυτό το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι η αποτελεσματική ανάπτυξη της διεθνούς κοινωνίας προϋποθέτει την ορθολογική συμμετοχή και δράση των κρατικών δρώντων. Η συνταγματοποίηση της διεθνούς κοινωνίας αποτελεί ζήτημα το οποίο είναι ακόμη υπό κρίση, συνδέεται όμως με τη συνύπαρξη των εκάστοτε εθνικών δικαίων με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Έτσι, η ανάπτυξη της διεθνούς κοινωνίας, ως προς τη συγκεντροποίηση των διεθνών συστημάτων αξιών, απαιτεί την αποτελεσματική συμμετοχή των εθνικών και των υπερεθνικών δρώντων σε ένα κοινό σύστημα συμμετοχικής διακυβέρνησης, στο πλαίσιο της ενότητας της παγκοσμίου εννόμου τάξεως και του δικαστικού ελέγχου των παραβιάσεών τους και εντός της βάσης μιας ενιαίας και μοναδικής ιεράρχησης της διεθνούς κοινωνίας.
Ιωάννης Π. Τζιβάρας
Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου,
Διδάσκων Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου,
Επισκέπτης Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου και Ρωσικής Προεδρικής Ακαδημίας Εθνικής Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης