Στη δίκη της Χρυσής Αυγής, τα δυο πιο κρίσιμα, από νομική άποψη αλλά και σε σχέση με την τελική έκβαση, ζητήματα που εγέρθηκαν όχι μόνο μπορούσαν από τη φύση τους να δώσουν λαβή για διαφορετικές ερμηνείες, αλλά και οδήγησαν σε εκ διαμέτρου αντίθετες κρίσεις από την Εισαγγελέα και τους δικαστές της έδρας. Πρόκειται, φυσικά, για το χαρακτηρισμό της Χρυσής Αυγής ως «εγκληματικής οργάνωσης» υπό την έννοια του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και για την αναγνώριση ή όχι δικαιώματος αναστολής στην έκτιση της ποινής εκ μέρους των κατηγορουμένων.
Ως προς το πρώτο, η ερμηνεία αφορούσε το κατά πόσον αποδεδειγμένα εγκληματικές ενέργειες (δολοφονία Φύσσα, βίαιες επιθέσεις κατά Αιγύπτιων ψαράδων και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ) αποτελούσαν «μεμονωμένες και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό» πράξεις, όπως έκρινε η Εισαγγελέας, ή βάσει σχεδίου και εντολών συντονισμένες ενέργειες μια ολόκληρης οργάνωσης, όπως αποφάνθηκαν ομόφωνα οι δικαστές της έδρας. Το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα κάνει λόγο για «δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) που επιδιώκει τη διάπραξη κακουργημάτων». Το αν ο τρόπος λειτουργίας της Χρυσής Αυγής, με τη διττή πολιτική και παραστρατιωτική της οργάνωση, τη «σκληρή» ιεραρχική δομή, την ύπαρξη ταγμάτων Εφόδου, την επιλογή των στόχων με βάση ιδεολογικά χαρακτηριστικά (μετανάστες, συνδικαλιστές, αναρχικοί, αριστεριστές), υπαγόταν ή όχι στην έτσι οριζόμενη «εγκληματική οργάνωση», ανήκε στο δικαστήριο όχι να το «βρει» αλλά να το αξιολογήσει βάσει των στοιχείων που αποκαλύφθηκαν. Και το αξιολόγησε με σεβασμό στον εαυτό του και στα γεγονότα.
Στο ζήτημα της αναστολής, κρίσιμη για τη χορήγηση της ή μη ήταν ιδίως η έννοια της «επικινδυνότητας για διάπραξη άλλων εγκλημάτων» που θέτει το άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η ίδια η διάταξη δίνει το ερμηνευτικό κλειδί, αφού κάνει λόγο για κρίση βασισμένη «στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης». Εφόσον είχε ήδη γίνει δεκτό ότι τέτοια χαρακτηριστικά ήταν η οργανωμένη και σε ιδεολογική βάση άσκηση βίας, οι δε κατηγορούμενοι δεν έδειξαν την παραμικρή διάθεση να αποστούν, ακόμα και μετά την καταδίκη τους, από αυτά, η μη χορήγηση της αναστολής αποτελούσε λογική συνέπεια. Ενώ δεν αποτελούσε λογική και ορθή νομικά κρίση η γνώμη της Εισαγγελέως περί πλήρωσης όλων των προϋποθέσεων χορήγησης της αναστολής και μάλιστα, κατά σαφή δικονομική παράβαση, συλλήβδην σε όλους τους κατηγορουμένους πλην του δολοφόνου του Παύλου Φύσσα.
Χάρη στην έμπρακτη ανάδειξη της σημασίας της ερμηνείας, η ιστορικής σημασίας ποινική αυτή δίκη μπορεί να θεωρηθεί και μάθημα συνταγματικού δικαίου.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος