Στο πρώτο μέρος του το άρθρο 29 § 1 Συντ. κατοχυρώνει ένα υποκειμενικό πολιτικό δικαίωμα: την ελευθερία ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα. Στο δεύτερο μέρος του θεσπίζει μια θεσμική εγγύηση που αφορά τα προσδιοριστικά στοιχεία της μορφής-κόμμα κατά το ισχύον Σύνταγμα: τον δημοκρατικό χαρακτήρα της οργάνωσης και της δράσης του.
Η διάσπαση του άρθρου 29 § 1 Συντ. σε ένα κανονιστικό πρώτο μέρος και ένα μη κανονιστικό δεύτερο μέρος είχε μια ιστορικο-πολιτική εξήγηση, ίσως και δικαιολογία, στην πρώτη φάση του κύκλου της μεταπολίτευσης, όταν ήταν ακόμη νωπό ως συνταγματικό αντι-παράδειγμα το «κράτος των εθνικοφρόνων» που θεμελιώθηκε πάνω στον αναγκαστικό νόμο 509. Μετά την άνοδο στην πολιτική σκηνή της Χρυσής Αυγής, ενός κόμματος βίαιου και ανοιχτά φιλοναζιστικού, έγινε πλέον φανερό ότι η πολιτική ratio της ερμηνείας αυτής είχε πλέον εξαντληθεί.
Ο τότε Εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος στην πρότασή του για παραπομπή σε δίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής με την κατηγορία της συγκρότησης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης κατά το άρθρο 187 § 1 Π.Κ., ήταν ο πρώτος που συνέδεσε την αρχή της συνταγματοποίησης των πολιτικών κομμάτων στο πρώτο μέρος του άρθρου 29 § 1 Συντ. με την αρχή της συνταγματικότητάς τους στο δεύτερο μέρος του: «Το ίδιο το Σύνταγμα …θέτει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπόσταση και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος το να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Πράγμα που σημαίνει ότι ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής δεν είναι κόμμα κατά την έννοια του άρθρου 29 § 1 Συντ. και θα έπρεπε ήδη από καιρό να έχει τεθεί «εκτός νόμου», αν υπήρχε ένας νόμος που θα προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή.
Δεν προτείνω εδώ την εισαγωγή του θεσμού της αναγκαστικής δικαστικής διάλυσης των πολιτικών κομμάτων –το κλασικό Parteiverbot-, αυτό μπορεί να γίνει αργότερα ή και να μην γίνει καθόλου. Το γεγονός πάντως ότι δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 29 § 1 Συντ. δεν είναι καθοριστικό. Ισχύ συνταγματικού κειμένου έχει μόνον αυτό που είπε ο συντακτικός νομοθέτης, όχι αυτό που δεν είπε. Το άρθρο 6 του ισπανικού Συντάγματος, πανομοιότυπο με το άρθρο 29 § 1 Συντ., αποδείχθηκε υπεραρκετό για την εισαγωγή του Parteiverbot στην ισπανική έννομη τάξη (Ley Orgánica 6/2002).
Ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, ήρθε η ώρα να προβλεφθεί στην ελληνική εκλογική νομοθεσία η δυνατότητα εκλογικής απαγόρευσης των αντιδημοκρατικών κομμάτων, με βάση μια στενή έστω έννοια του «αντιδημοκρατικού κόμματος»: χρήση βίας ή συνηγορία υπέρ της βίας ως μεθόδου πολιτικής δράσης, επιδίωξη μεταβολής των νομοθετικών και συνταγματικών θεμελίων της δημοκρατικής μορφής του κράτους, καταδίκη των υποψηφίων του για συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση ή για εγκλήματα κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η εκλογική απαγόρευση είναι διοικητική πράξη, θα πρέπει όμως να ανατεθεί στο αρμόδιο για την ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών όργανο, δηλαδή στο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου. Από τη στιγμή δε που το ΕΔΔΑ έχει αποδεχθεί τον πιο δραστικό δυνατό περιορισμό, δηλαδή την αναγκαστική δικαστική διάλυση των αντιδημοκρατικών κομμάτων (βλ. τις αποφάσεις του για το Refah Partisi και το Herri Batasuna), δεν θα έθετε ζήτημα για τον αποκλεισμό τέτοιου είδους κομμάτων από τις εκλογές, τουλάχιστον για τους λόγους που θα δικαιολογούσαν την απόλυτη απαγόρευσή τους, πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση θα βασιζόταν σε ρητή και σαφή νομοθετική διάταξη και δεν θα ήταν αυθαίρετη.
Βεβαίως θα πρέπει, ανεξάρτητα από τις επιλογές του ποινικού νομοθέτη στο νέο άρθρο 59 του Ποινικού Κώδικα, να υπάρξει και επανεισαγωγή του θεσμού της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για ορισμένα εγκλήματα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51 § 3 Συντ., αλλά εκτός ποινικού πλαισίου, δηλαδή ως διοικητική κύρωση στο επίπεδο της εκλογικής νομοθεσίας και όχι ως παρεπόμενη ποινή. Η υπόδειξη αυτή του Ευ. Βενιζέλου είναι ορθή και από την άποψη του άρθρου 3-Π1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όπως αποφάνθηκε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Scoppola (αριθμ. 3), δεν απαιτεί για τη στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων μια απόφαση case-by case από τον ποινικό δικαστή, εφόσον ο νόμος που τη θεσπίζει διασφαλίζει την αναλογικότητα του μέτρου. Στην περίπτωση όμως αυτήν, η ποινική καταδίκη, που αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου, θα πρέπει να καταστεί αμετάκλητη.
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” στις 31.10.2020