Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ: «Ακόμα και σε μία πανδημία, το Σύνταγμα δεν μπορεί να τεθεί στην άκρη και να λησμονηθεί»
Με απόφασή του της 25ης Νοεμβρίου 2020 επί της υπόθεσης «Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μπρούκλιν, Νέα Υορκή κατά Andrew M. Cuomo, Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης», το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με ψήφους 5-4[1] έκανε δεκτές τις αιτήσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας δύο θρησκευτικών οργανώσεων, μίας Χριστιανικής και μίας Εβραϊκής, κατά ενός εκτελεστικού διατάγματος του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης. Με το διάταγμα αυτό είχαν επιβληθεί, για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, ανώτατα όρια πληρότητας στην παρακολούθηση θρησκευτικών λειτουργιών. Το όριο ήταν 10 άτομα για τις «κόκκινες» γεωγραφικές ζώνες και 25 για τις «πορτοκαλί».
Καταρχάς, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διαπιστώνει ότι οι προσβαλλόμενες ρυθμίσεις δεν είναι «ουδέτερες». Οι θρησκευτικές οργανώσεις υφίσταντο δυσμενή μεταχείριση τόσο στις κόκκινες ζώνες, όπου επιτρεπόταν στις επιχειρήσεις που είχαν χαρακτηριστεί ως «απαραίτητες» να υποδέχονται απεριόριστο αριθμό ατόμων στους χώρους τους, όσο και στις πορτοκαλί ζώνες, όπου ακόμα και μη «απαραίτητες» επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να αποφασίζουν αυτοβούλως τον μέγιστο αριθμό ατόμων που θα εξυπηρετούσαν.
Εν συνεχεία, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει αν δικαιολογείται η διακριτική μεταχείριση σε βάρος των θρησκευτικών οργανώσεων. Δίνοντας αρνητική απάντηση στο ερώτημα, επισημαίνει αφενός ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι θρησκευτικές οργανώσεις συνέβαλαν στη μετάδοση του COVID-19 κι αφετέρου ότι θα μπορούσαν να είχαν υιοθετηθεί πολλά άλλα ηπιότερα μέτρα από την Πολιτεία προκειμένου να «ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος» για όσους παρακολουθούν θρησκευτικές λειτουργίες. Παραδείγματος χάριν το όριο πληρότητας θα μπορούσε να εξαρτάται από το μέγεθος του εκάστοτε λατρευτικού χώρου.
Δύο σημαντικές παρατηρήσεις πρέπει να γίνουν όσον αφορά την απόφαση αυτή.
Πρώτον, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η εκτελεστική εξουσία δεν διαθέτει απόλυτη διακριτική ευχέρεια να ορίζει ποιες ανάγκες των πολιτών είναι «απαραίτητες» και ποιες όχι. Ειδικότερα, ο τυπικός διαχωρισμός δραστηριοτήτων σε «απαραίτητες» και «μη απαραίτητες» δεν είναι επαρκής από μόνος του να νομιμοποιήσει άνευ περαιτέρω προϋποθέσεων την οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ τους. Το συγκεκριμένο σημείο της απόφασης υπερθεματίζει ο δικαστής Gorsuch, ο οποίος γράφει στην ειδικότερη γνώμη του ότι η μοναδική εξήγηση για τη δυσμενή μεταχείριση των χώρων λατρείας φαίνεται να είναι η αξιολογική κρίση του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης ότι οι δραστηριότητες που διεξάγονται στους εν λόγω χώρους είναι λιγότερο «απαραίτητες» από τις δραστηριότητες που διεξάγονται σε κάβες, σε καταστήματα επισκευής ποδηλάτων και σε κέντρα βελονισμού.
Δεύτερον, το Ανώτατο Δικαστήριο άσκησε ενδελεχή έλεγχο αναλογικότητας στο εκτελεστικό διάταγμα του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης. Η πλειοψηφούσα γνώμη δεν αποδέχεται ότι ο αφηρημένος κίνδυνος μετάδοσης ενός ιού επαρκεί για να δικαιολογηθεί κάθε περιορισμός επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ένα σχετικό περιοριστικό μέτρο εξετάζεται ad hoc από τα δικαστήρια και πρέπει να κρίνεται όχι απλώς πρόσφορο, αλλά και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας. Ο δικαστής Breyer, στη μειοψηφούσα γνώμη του οποίου προσχώρησαν οι δικαστές Kagan και Sotomayor, απαντά ότι τα δικαστήρια πρέπει να παρέχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στους εκλεγμένους αξιωματούχους όταν οι τελευταίοι «δρουν σε τομείς που μαστίζονται από ιατρικές και επιστημονικές αβεβαιότητες». Η ειδική μειοψηφούσα γνώμη της δικαστή Sotomayor, στην οποία προσχώρησε η δικαστής Kagan, προσθέτει ότι ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού είναι ιδιαιτέρως υψηλός εντός των χώρων λατρείας, όπου οι πιστοί ψάλλουν και ομιλούν, κι ότι οι δικαστές «παίζουν ένα θανατηφόρο παιχνίδι» αμφισβητώντας την επιστημονική κρίση των ειδικών.
Η πλειοψηφία αναγνωρίζει ότι οι
δικαστές οφείλουν να σέβονται την κρίση των ειδικών. Έχουν όμως παράλληλα χρέος
να προστατεύουν τα συνταγματικά δικαιώματα από υπέρμετρους περιορισμούς. Με πανηγυρικό
τρόπο, η πλειοψηφία διακηρύσσει: «ακόμα και σε μία πανδημία, το Σύνταγμα δεν
μπορεί να τεθεί στην άκρη και να λησμονηθεί».
Υποσημειώσεις:
[1] Η πλειοψηφία διαμορφώθηκε από τους δικαστές Alito, Barrett, Gorsuch, Kavanaugh και Thomas. Ο Πρόεδρος Roberts μειοψήφησε για τυπικούς λόγους (έλλειψη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος) και οι δικαστές Breyer, Kagan και Sotomayor μειοψήφησαν για ουσιαστικούς λόγους (αναγνώρισαν ευρεία διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας όταν εκδίδει κανονιστική πράξη σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης).
Δημήτριος Σαρμάς
Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Διδάσκων Ακαδημαϊκός Υπότροφος του ΕΚΠΑ