Οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περάσει πλέον στην ιστορία και σίγουρα τα όσα συνέβησαν πριν και μετά από αυτές θα δώσουν πολύτιμο υλικό προς μελέτη σε συνταγματολόγους και πολιτικούς επιστήμονες για πολλές δεκαετίες.
Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους οι εκλογές αυτές παρουσιάζουν μια μοναδικότητα:
α) ο αριθμός των πολιτών που ψήφισαν ξεπέρασε κατά πολύ κάθε προηγούμενο σε μια χώρα που χαρακτηριζόταν από υψηλή αποχή.
β) το μεγάλο (σε σχέση με το παρελθόν) ποσοστό των ψηφοφόρων που ψήφισαν πριν την ημέρα των εκλογών (μέχρι και δύο μήνες πριν!) είτε με επιστολή ψήφο είτε σε συγκεκριμένα εκλογικά τμήματα.
γ) το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν σε καθεστώς πανδημίας με τον Πρόεδρο να διακόπτει για λίγες ημέρες την εκστρατεία του εισαγόμενος στο νοσοκομείο και τον αντίπαλό του να τη διεξάγει διαδικτυακά από το σπίτι του λόγω κορωνοϊού.
δ) το προχωρημένο της ηλικίας αμφότερων των υποψηφίων, κάτι που αντέστρεψε την τάση πολλών δεκαετιών στην Αμερική, και όχι μόνο, να είναι ο ένας τουλάχιστον από τους υποψηφίους στην τέταρτη ή την πέμπτη δεκαετία της ζωής του.
ε) την αποτυχία του Προέδρου να επανεκλεγεί, κάτι που πολύ σπάνια συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Όλα αυτά θα αρκούσαν από μόνα τους για να καταστήσουν τις εκλογές αυτές άξιες ιδιαίτερης μελέτης και ανάλυσης. Το πιο σημαντικό όμως χαρακτηριστικό είναι ότι για πρώτη φορά, μετά τουλάχιστον τον 19ο αιώνα, ο ένας από τους δύο υποψηφίους Προέδρους (και μάλιστα ο εν ενεργεία Πρόεδρος) καταγγέλλει το αποτέλεσμα των εκλογών ως προϊόν απάτης («fraud»). Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχει πείσει και το 70% των οπαδών του (33% συνολικά των ψηφοφόρων) ότι έγινε νοθεία στις εκλογές.
Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές (30.11.2020) ο απερχόμενος Πρόεδρος είχε αποπειραθεί να ανατρέψει τα αποτελέσματα στις Κεντρικές Εφορευτικές Επιτροπές αρκετών Πολιτειών που έχασε και όποτε δεν το κατάφερνε αυτό (δηλαδή πάντοτε) προσέφευγε στα πολιτειακά και ομοσπονδιακά δικαστήρια όπου ζητούσε να εκδοθούν ασφαλιστικά μέτρα κατά της επικύρωσης του αποτελέσματος από τις Εφορευτικές. Η πιο γνωστή προσφυγή είναι αυτή που έγινε στο ομοσπονδιακό Πρωτοδικείο της Πεννσυλβανίας και στη συνέχεια στο αντίστοιχο Εφετείο. Και τα δύο δικαστήρια απέρριψαν τους ισχυρισμούς του Τραμπ ως προδήλως αόριστους και εν πάση περιπτώσει αναπόδεικτους, ενώ απέρριψαν ως αντισυνταγματικό και το αίτημα να ακυρωθούν 6,8 εκατομμύρια ψήφοι των πολιτών της Πολιτείας επειδή δεν προσμετρήθηκαν τρεις (3) ψήφοι που θα έπρεπε, κατά την άποψη των προσφευγόντων, να μετρηθούν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Πρωτοδικείο είπε πως «Το Δικαστήριο καλείται να παραβιάσει το Σύνταγμα. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το κάνει». Το δε Εφετείο σχολίασε τη φράση της έφεσης ότι «υπάρχει η πληροφόρηση και η πεποίθηση» περί άνισης μεταχείρισης των ψήφων των δύο υποψηφίων λέγοντας: «Η φράση ότι ‘υπάρχει η πληροφόρηση και η πεποίθηση΄ είναι ένας δικηγορικός τρόπος να πει κανείς ότι δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο». Σημειωτέον, ότι και ο Πρωτοδίκης και οι τρεις Εφέτες έχουν ορισθεί από Ρεπουμπλικανούς Προέδρους και μάλιστα ο Εφέτης που έγραψε την απορριπτική της έφεσης απόφαση έχει διορισθεί από τον ίδιο τον Τραμπ.
Ο Τραμπ και οι δικηγόροι του, με επικεφαλής τον Ρούντολφ Τζουλιάνι, πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης, δεν πτοούνται. Δήλωσαν ότι θα προσφύγουν κατά της εφετειακής απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου ως γνωστόν ο Τραμπ έχει διορίσει τρία από τα εννέα μέλη και συνολικά τα πέντε μέλη ανήκουν στην υπερσυντηρητική δεξιά. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνει το Ανώτατο Δικαστήριο που συνήθως αναλαμβάνει υποθέσεις για τις οποίες υπάρχει διαφωνία μεταξύ ομοσπονδιακών δικαστηρίων ή μεταξύ ομοσπονδιακών και πολιτειακών δικαστηρίων ή έστω μειοψηφία σε μια εφετειακή απόφαση. Εάν, πάντως, την αναλάβει και ανατρέψει την απόφαση του εφετείου της Πεννσυλβανίας, είναι άγνωστο τι θα γίνει στη συνέχεια αφού δεν αρκεί να ανατραπεί το αποτέλεσμα μόνο σε αυτή την πολιτεία αλλά και σε άλλη μία τουλάχιστον μεγάλη πολιτεία, κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Το πιο πιθανό -αν και όχι βέβαιο- είναι ότι όλες αυτές οι νομικές προσπάθειες του Τραμπ θα αποτύχουν. Αλλά αυτό δεν πρέπει να παρηγορεί κανέναν οπαδό των δημοκρατικών διαδικασιών και των θεσμικών ισορροπιών. Οι πληγές που άνοιξαν στις ΗΠΑ δεν θα κλείσουν εύκολα και ενδεχομένως να βαθύνουν στα χρόνια που έρχονται εάν η Γερουσία τελικά περιέλθει στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων και παρατηρηθεί το φαινόμενο της «διαιρεμένης διακυβέρνησης» («divided government») που σε μια περίοδο πόλωσης μπορεί να παραλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα και τη χώρα.
Προσπάθησα πολύ να εντοπίσω τα μειονεκτήματα εκείνα στο αμερικανικό πολιτειακό σύστημα που επέτρεψαν να δημιουργηθούν αυτά τα προβλήματα. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στο σύστημα των εκλεκτόρων αλλά και στην εξουσία των πολιτειακών κοινοβουλίων να ορίζουν τους εκλέκτορες της Πολιτείας εάν δεν καταστεί δυνατόν να επικυρωθεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Και όμως, αυτές οι ρυθμίσεις υπάρχουν για πάνω από 100 χρόνια και δεν είχαν δημιουργήσει στην πράξη πρόβλημα.[1]
Τι έφταιξε αυτή τη φορά; Νομίζουμε ότι την αιτία δεν θα τη βρούμε στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου αλλά της πολιτικής επιστήμης. Οι ΗΠΑ από μια χώρα που παραδοσιακά οι ιδεολογικές διαφορές ήταν μικρότερες από ό,τι στις άλλες δυτικές χώρες, είχαν πολωθεί με έναν κλιμακούμενο ρυθμό ήδη από τη δεκαετία του 1990 και με αποκορύφωμα τη θητεία του Ομπάμα. Η πόλωση αυτή είναι διπλή: αφ’ ενός οι οικονομικές ανισότητες και αφ’ ετέρου οι τεράστιες διαφορές στην πολιτισμική ταυτότητα (ή αυτοχαρακτηρισμό) των πολιτών.
Σε αυτή τη δύσκολη έτσι και αλλιώς ιστορική περίοδο, προέκυψε και ο Τραμπ και προφανώς όχι από σύμπτωση. Βασίσθηκε σε αυτή την πόλωση, κατάφερε να αναδειχθεί υπέρμαχος της εργατικής τάξης των λευκών (και αργότερα και ενός σημαντικού μέρους των ισπανόφωνων που σταδιακά παύουν να νιώθουν μετανάστες), έδειξε πλήρη περιφρόνηση προς τους θεσμούς και έκανε αυτή την αυταρχική περιφρόνηση να δείχνει αντισυστημικότητα σε μια κοινή γνώμη που έχει απογοητευθεί από το πολιτικό σύστημα. Και έτσι, ήρθε φυσιολογικά η συμπεριφορά του μετά τις εκλογές με την οποία πείθει μεγάλο ποσοστό πολιτών ότι έγινε νοθεία σε βάρος του υπονομεύοντας την πίστη τους στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Εν τέλει, δεν υπάρχουν θεσμικά μαθήματα για μας τους υπόλοιπους από τις αμερικανικές εκλογές. Υπάρχει, όμως, ένα και σημαντικό πολιτικό μάθημα για όσους πολίτες επιθυμούν να ζουν σε μια πραγματική δημοκρατία: να μην αφήνουν με την αποχή τους από τις εκλογές ή με τη δυσαρέσκειά τους έναντι συμβατικών υποψηφίων να αναδεικνύονται αυταρχικοί λαϊκιστές. Λίγοι θεσμοί μπορούν να αντέξουν τέσσερα χρόνια αυταρχικής λαϊκιστικής διακυβέρνησης. Και κανένας δεν μπορεί να αντέξει οκτώ τέτοια χρόνια.
Υποσημειώσεις:
[1] Το πρόβλημα που είχε ανακύψει στις προεδρικές εκλογές του 2000 στη Φλόριντα προέκυψε από τη μικρή διαφορά των ψήφων στην Πολιτεία εκείνη. Ακόμη, όμως, και εάν υπήρχε ένα σύστημα άμεσης εκλογής χωρίς τη μεσολάβηση εκλεκτόρων, θα μπορούσε να δημιουργηθούν αντίστοιχα προβλήματα ανακαταμέτρησης σε εθνικό πλέον επίπεδο.
Θάνος Παπαϊωάννου
Αντιπρόεδρος ΑΣΕΠ, Πρώην Γενικός Γραμματέας Βουλής