Το άρθρο εκλεκτού συναδέλφου και αγαπητού φίλου, ήδη από τα φοιτητικά χρόνια, κ. Παπατόλια, με θέμα «Το νομοσχέδιο για τις προσλήψεις και η στρεβλή αντίληψη περί “αξιοκρατίας”», που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό τόπο www.constitutionalism.gr και αφορά στο υπό διαβούλευση προσχέδιο νόμου για τη διαδικασία προσλήψεων μέσω Α.Σ.Ε.Π., μου δίνει αφορμή να συμβάλω στον δημόσιο διάλογο. Τα διλήμματα που τίθενται είναι τόσο σοβαρά, ώστε είναι ανάγκη να εμπλουτίζεται ο διάλογος αυτός από πολλές οπτικές γωνίες.
Εισαγωγικά, ας δούμε τη σημερινή πρακτική του συστήματος προσλήψεων. Τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, το 95-99% των θέσεων τακτικού προσωπικού στο Δημόσιο καλύπτονται με τη διαδικασία των μορίων και μόνο το υπόλοιπο 1-5% με γραπτό διαγωνισμό ή συνεντεύξεις. Αναμφίβολα, το σύστημα των μορίων είναι ένα τεράστιο άλμα σε σχέση με την περίοδο προ του 1994, όταν οι υποψήφιοι συνήθως πληροφορούνταν την πρόσληψή τους από τον βουλευτή της περιφέρειάς τους. Και αυτό είναι μεγάλη κατάκτηση.
Υπάρχουν όμως ορισμένοι κρίσιμοι αστερίσκοι σε αυτή τη διαπίστωση.
Πρώτον, η διαδικασία έχει νομικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο έλεγχος των δικαιολογητικών, η έκδοση των προσωρινών πινάκων με βάση τη μοριοδότηση, η υποβολή των ενστάσεων, η εκδίκασή τους από το ΑΣΕΠ και εν τέλει η έκδοση των οριστικών πινάκων είναι μια διαδικασία που διαρκεί από 1 έως 2 χρόνια, χωρίς να συνυπολογίζονται οι τυχόν δικαστικές προσφυγές. Έννοιες, όπως «συνάφεια» των μεταπτυχιακών τίτλων, ή της επαγγελματικής εμπειρίας είναι τόσο υποκειμενικές, ώστε γίνονται αντικείμενο έντονων αμφισβητήσεων από τους πολίτες, τα μέλη του Α.Σ.Ε.Π. και βέβαια τα δικαστήρια. Ακόμη χειρότερα, η απόδειξη αυτών των κριτηρίων απαιτεί μακροσκελείς αιτιολογίες (με μειοψηφίες) σε κάθε απόφαση, μετά από μήνες βασανιστικής εξέτασης.
Τέλος, το πρόβλημα επιτείνεται από τη συνήθεια των τελευταίων ετών να θεσπίζεται αυξημένη μοριοδότηση σε πολύ συγκεκριμένη εμπειρία, προκειμένου να μονιμοποιούνται υπάλληλοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ακόμη και σε θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης. Η τακτική αυτή, αμφίβολης συνταγματικότητας, προκαλεί πρόσθετες καθυστερήσεις χωρίς, εν τέλει, να επιτυγχάνει πλήρως τον στόχο της μονιμοποίησης.
Για να δούμε αναλυτικά ποια είναι τα επίμαχα μοριοδοτούμενα κριτήρια:
Α) Βαθμός Πτυχίου: Θα πρέπει κανείς να απέχει πολύ από την πανεπιστημιακή πραγματικότητα για να νομίζει ότι ένας βαθμός, π.χ. οκτώ (8) στο πτυχίο, έχει την ίδια αξία, ανεξαρτήτως του τμήματος που το χορήγησε. Υπάρχουν τεράστιες διαφορές στη βαθμολόγηση μεταξύ των ίδιων τμημάτων με διαφορετική έδρα και, ακόμη περισσότερο, μεταξύ τμημάτων διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, αλλά εξίσου επιλέξιμων για μια θέση εργασίας στο Δημόσιο.
Β) Μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών και διδακτορικό δίπλωμα: Είμαι ο τελευταίος που θα απαξίωνε τη σημασία της κατοχής τέτοιων τίτλων. Πρέπει όμως να σημειώσω ότι η σημασία αυτή για μια ανταγωνιστική διαδικασία έχει σχετικοποιηθεί, αφού το 55% των υποψηφίων έχει μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών. Και δεν είναι όλα τα σχετικά προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών (ημεδαπής και «ευρωπαϊκής» προέλευσης) αντάξια του τίτλου τους. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ το γνωρίζουν.
Γ) Επαγγελματική εμπειρία: δεν υπάρχει σήμερα ένας ακριβής και νομικά ασφαλής τρόπος απόδειξης του είδους της επαγγελματικής εμπειρίας που έχει ένας υποψήφιος. Οι βεβαιώσεις του Ε.Φ.Κ.Α. περιγράφουν με πολύ γενικό τρόπο το αντικείμενο απασχόλησης ενός ασφαλισμένου και είναι προφανές ότι δεν επαρκούν. Ούτε βέβαια μπορεί κανείς να απαιτήσει βεβαιώσεις του εργοδότη για πολλούς λόγους: ο υποψήφιος μπορεί ήδη να εργάζεται και να μη θέλει να αποκαλύψει την υποψηφιότητά του σε αυτόν, μπορεί η επιχείρηση να έχει κλείσει ή ο εργαζόμενος να έχει απολυθεί και να μη θέλει να έχει επαφή. Ακόμη χειρότερα, μπορεί ο (πρώην) εργοδότης να βεβαιώσει καθήκοντα εργασίας διαφορετικά από τα πραγματικά, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τον υποψήφιο.
Έτσι, σήμερα, το είδος της επαγγελματικής εμπειρίας «αποδεικνύεται» με υπεύθυνες δηλώσεις των υποψηφίων, με ό,τι αυτό σημαίνει. Φυσικά, υπάρχει η εμπειρία στο Δημόσιο, όπου πράγματι οι σχετικές βεβαιώσεις για υπαλλήλους ορισμένου χρόνου, που είναι υποψήφιοι για θέσεις τακτικού προσωπικού, μπορεί κανείς να τεκμαίρει ότι είναι ακριβείς (έστω και εάν πολλές φορές τα καθήκοντα στην πράξη δεν έχουν καμία σχέση με τα επίσημα καθήκοντα). Είναι όμως αντικειμενικό και αξιοκρατικό ένα σύστημα, όπου ο υποψήφιος που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα δεν έχει τρόπο να αποδείξει τη συνάφεια της εμπειρίας του (ούτε και το Α.Σ.Ε.Π. να την επαληθεύσει), ενώ ο υποψήφιος με εμπειρία από τον δημόσιο τομέα θα μπορεί (αν και όχι σε απόλυτο βαθμό, όπως είπαμε);
Ο ισχύων νόμος 2190/1994 δεν αγνοεί τα παραπάνω προβλήματα αφού ορισμένα από αυτά είναι παλαιά. Γι αυτό, παράλληλα με το σύστημα των μορίων προέβλεψε το σύστημα του γραπτού διαγωνισμού, όπου έδωσε πολύ μικρές προσαυξήσεις στα αντικειμενικά αυτά μόρια. Μάλιστα, στη φιλοσοφία του συστήματος προσλήψεων μέσω Α.Σ.Ε.Π., ο κανόνας είναι ο γραπτός διαγωνισμός και η εξαίρεση η διαδικασία με τις μοριοδοτήσεις. Για λόγους, όμως, που δεν είναι του παρόντος, αυτό δεν τηρήθηκε και έτσι φτάσαμε τα μόρια να είναι σχεδόν ο αποκλειστικός τρόπος εισόδου στο Δημόσιο.
Γιατί όμως ο γραπτός διαγωνισμός πρέπει να είναι κανόνας και η μοριοδότηση η εξαίρεση;
Κατ’ αρχήν, γιατί είναι μια πιο εξατομικευμένη εξέταση των πραγματικών προσόντων του υποψηφίου έναντι της απρόσωπης και ισοπεδωτικής προσέγγισης των μορίων. Μπορώ να σκεφτώ αρκετούς δημοσίους υπαλλήλους με πολλά τυπικά προσόντα (βαθμό πτυχίου, μάστερ, προϋπηρεσία), που όμως υστερούν σε απόδοση σε σχέση με συναδέλφους τους που είτε πήγαν σε σχολή με αυστηρή βαθμολόγηση πτυχίων, είτε δεν είχαν τα οικονομικά μέσα να κάνουν μεταπτυχιακά, είτε δεν είχαν προϋπηρεσία συναφή ή αποδεικνυόμενη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η μοριοδότηση είναι η χαρά της επιστημονικής, δικηγορικής και εν τέλει δικαστικής αμφισβήτησης και αναφέραμε γιατί. Οι αποφάσεις των Τμημάτων του Α.Σ.Ε.Π. για λίγες ενστάσεις φθάνουν τις δεκάδες σελίδες η καθεμία, ενώ ενίοτε ξεπερνούν και τις 100 σελίδες. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν είναι το σύστημα προσλήψεων που θα θέλαμε, ούτε από πλευράς ουσίας ούτε από πλευράς χρόνου. Αντίθετα, η βαθμολόγηση σε έναν διαγωνισμό δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και μειώνει τα περιθώρια νομικοποίησης της διαδικασίας.
Ο τρίτος και ίσως σημαντικότερος λόγος είναι η ίδια η πείρα των διαγωνισμών του Α.Σ.Ε.Π. Στα τελευταία τέσσερα χρόνια, έχουμε κάνει γραπτούς διαγωνισμός για τους ελεγκτές εναερίου κυκλοφορίας και εφοριακούς/τελωνειακούς και τα αποτελέσματα, όπως οι ίδιοι οι φορείς μας λένε, ήταν εξαιρετικά. Ήταν το Α.Σ.Ε.Π. στα καλύτερά του.
Σε σχέση με τους παραδοσιακούς διαγωνισμούς, επέρχονται δύο μεταβολές: η δοκιμασία δεξιοτήτων και η δοκιμασία διαπίστωσης εργασιακής αποτελεσματικότητας. Η πρώτη έχει γίνει μόνο μία φορά στο παρελθόν, το 2008, με πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί λόγω της αναστολής των προσλήψεων το 2010. Από τότε δεν ξανάγινε (ακόμη και μετά την επανέναρξη των προσλήψεων) γιατί απλούστατα δεν ήταν υποχρεωτικό να γίνει. Τώρα, καθίσταται υποχρεωτική. αναπόσπαστο τμήμα κάθε γραπτού διαγωνισμού. Η δεύτερη όντως είναι καινοτομία και είναι προφανές ότι το ΑΣΕΠ θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε η καινοτομία αυτή να υλοποιηθεί με τη δέουσα επιστημονική επιμέλεια και με την αξιοποίηση των πιο έγκριτων επιστημόνων που έχουμε ως χώρα στον τομέα αυτό.
Δεν με ενδιαφέρει εάν στον πολιτικό διάλογο αυτές οι μεταβολές θα χαρακτηρισθούν ρηξικέλευθες ή όχι. Εξ άλλου, είμαι της άποψης ότι οι μικρές αλλά υλοποιήσιμες βελτιώσεις επιφέρουν σε βάθος χρόνου τις σημαντικότερες αλλαγές. Εκείνο που με ενδιαφέρει, λοιπόν, είναι να γίνουν αυτές.
Ως προς τα επιμέρους θέματα σημειώνω τα εξής:
α. Ο βαθμός πτυχίου ορθά καταργείται και εξήγησα ανωτέρω ότι έχει αξία μόνο μεταξύ υποψηφίων του ίδιου πανεπιστημιακού τμήματος. Οι διαδικασίες όμως αυτές αφορούν ανταγωνιστές υποψηφίους αποφοίτους τμημάτων με εντελώς διαφορετική έκταση αυστηρότητας/επιείκειας στη βαθμολόγηση.
β. Τα μεταπτυχιακά και το διδακτορικό δεν χάνουν τη σημασία τους, αφού η βαθμολογία στις εξετάσεις προσαυξάνεται κατά το ίδιο μέτρο που προσαυξάνεται και η βαθμολογία μέχρι τώρα στους γραπτούς διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π. Ως προς το ότι δεν λαμβάνεται υπόψιν η συνάφεια του διδακτορικού, πρέπει να συνεκτιμηθούν δύο παράγοντες. Πρώτον, ο υποψήφιος που κατέχει διδακτορικό θα πρέπει προηγουμένως να έχει αποδεκτό για την κλαδο/ειδικότητα πτυχίο και αποδεκτό (δηλαδή συναφές) κατά την προκήρυξη μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Πόσοι άραγε κάτοχοι διδακτορικού έχουν πτυχίο σε μια επιστήμη, μεταπτυχιακό στην ίδια επιστήμη και ξαφνικά αποκτούν διδακτορικό άσχετο με όλα αυτά; Και αξίζει γι αυτούς τους ελάχιστους να μπούμε στην τόσο υποκειμενική και χρονοβόρα διαδικασία διαπίστωσης της συνάφειας; Δεύτερον, η επαγγελματική χρησιμότητα ενός διδακτορικού δεν είναι οι γνώσεις που αποκτά ο υποψήφιος. Το διδακτορικό είναι τόσο εξειδικευμένο, ώστε σπάνια θα χρειασθούν οι γνώσεις στο συγκεκριμένο πεδίο σε μια θέση εργασίας. Αυτό που έχει σημασία είναι η ικανότητα που αποκτάς στο να συλλέγεις, ταξινομείς, αξιολογείς και αξιοποιείς πλούσιο πληροφοριακό υλικό καταλήγοντας σε πειστικά συμπεράσματα. Αυτή η ικανότητα δεν έχει να κάνει με το θέμα της διατριβής αλλά με την ερευνητική και αναλυτική ικανότητα του υποψηφίου. Και όλα αυτά είναι χρήσιμα για έναν δημόσιο υπάλληλο ανεξαρτήτως του θέματος της διατριβής.
γ. Ως προς την επαγγελματική εμπειρία, είναι γεγονός ότι λείπουν τα μόρια, τα οποία εξήγησα ανωτέρω πόσο προβληματικά είναι. Δεν απουσιάζει όμως από τη διαδικασία του διαγωνισμού. Όταν ένας φορέας ζητεί συγκεκριμένη επαγγελματική εμπειρία, προβλέπεται η διενέργεια ειδικής εξέτασης για τη διαπίστωση (στην πράξη και όχι θεωρητικά) αυτής της εμπειρίας. Εάν κάποιος είχε μια επαγγελματική εμπειρία θα φανεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όχι από μία αόριστη βεβαίωση του Ε.Φ.Κ.Α ή από μια βεβαίωση δημόσιας υπηρεσίας αλλά από επιτροπές που έχουν τα γνωστά εχέγγυα των επιτροπών του Α.Σ.Ε.Π.
δ. Είναι γεγονός ότι δεν προσφέρονται όλες οι κλαδο/ειδικότητες για γραπτό διαγωνισμό. Γι’ αυτό, όμως, προβλέπεται η δυνατότητα εξαίρεσης συγκεκριμένων κάθε φορά διαδικασιών με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και υπαγωγής τους στη διαδικασία της μοριοδότησης. Εάν κάτι με ανησυχεί είναι το ενδεχόμενο να αξιοποιηθεί αυτή η εύλογη δυνατότητα εξαίρεσης, για να γίνει και πάλι η εξαίρεση, κανόνας.
ε. Ο προβληματισμός για την εμπλοκή εμπειρογνωμόνων του ιδιωτικού τομέα είναι κατανοητός, αλλά παραβλέπει ότι σήμερα προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Α.Σ.Ε.Π. (άρθρο 18 παρ. 7 του ν. 2190/1994 και άρθρο 20 της Κανονιστικής Πράξης του Α.Σ.Ε.Π.) και πάντως αφορά μόνο μια κατ’ εξαίρεση διαδικασία, τις πρόσθετες ειδικές διαδικασίες. Για να μην υπάρχει, όμως, οποιοδήποτε περιθώριο περιττής προσφυγής σε αυτή τη δυνατότητα, θα ήταν σκόπιμο ο νομοθέτης να προσθέσει ότι η προσφυγή στον ιδιωτικό τομέα θα γίνεται μόνο εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι δημόσιοι υπάλληλοι με αυτή την εξειδίκευση, κάτι που προβλέπει και η Κανονιστική Πράξη.
Οι παρατηρήσεις μου αυτές δεν σημαίνουν ότι δεν έχω τις αγωνίες μου σχετικά με τις δυσκολίες ενός εγχειρήματος όπως ο πανελλήνιος γραπτός διαγωνισμός. Το δυναμικό του Α.Σ.Ε.Π. που ήδη μετά την επανέναρξη των προσλήψεων το 2016 εργάζεται με υπερεντατικούς ρυθμούς θα κληθεί να φέρει σε πέρας ένα ακόμη πιο απαιτητικό έργο. Και θα το πράξει. Για να υπάρξουν όμως αποτελέσματα, υπάρχει μια σειρά προϋποθέσεων που πρέπει όλες να συντρέξουν για να επιτύχει το εγχείρημα: από την πλευρά της Πολιτείας, να μειωθούν αποφασιστικά οι κλαδο/ειδικότητες, να απαλειφθούν προσχηματικές επαγγελματικές εμπειρίες, να εκσυγχρονισθεί το προσοντολόγιο, να δημιουργηθούν διαλειτουργικότητες και να εμπλουτισθούν οι βάσεις δεδομένων των φορέων με τους οποίους θα υπάρχει η διαλειτουργικότητα. Και από την πλευρά του Α.Σ.Ε.Π., να απλουστευθούν οι διαδικασίες, να ενισχυθούν οι δομές και βέβαια να γίνουν ψηφιακά άλματα. Εάν κάτι από όλα αυτά δεν πάει καλά, η επιτυχία του εγχειρήματος θα τεθεί εν αμφιβόλω.
Οι προκλήσεις είναι μεγάλες. Εάν όμως υπάρξει ευρεία συναίνεση στο ότι κατ’ αρχήν πρέπει να επιδιώξουμε ένα σύστημα εμπλουτισμένου γραπτού διαγωνισμού (και μέχρι τώρα δεν βλέπω να υπάρχουν αφετηριακές διαφωνίες), αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε όλοι για να πετύχουμε τον κοινό στόχο.
Θάνος Παπαϊωάννου
Διδάκτωρ Εργατικού Δικαίου, Αντιπρόεδρος Α.Σ.Ε.Π.[1]
[1] Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι καθαρά προσωπικές και δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκην τον φορέα, στον οποίο υπηρετεί ο συγγραφέας.