Δεν είναι η πρώτη φορά που, εν μέσω και λόγω πανδημίας, η Εκκλησία όχι μόνο διαφωνεί με αποφάσεις της κυβέρνησης που την αφορούν αλλά και έδωσε, λόγω και πράξει, δείγματα απειθαρχίας. Το ότι τελικά, υπό την πίεση των δικαστηρίων και μεγάλου μέρους του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, έκανε μισό βήμα πίσω (όχι στον αγιασμό των υδάτων, αλλά ναι στους πιστούς), δεν αλλάζει την ουσία.
Από θεσμική άποψη, τα πράγματα, και για τον εορτασμό των Θεοφανίων και γενικότερα, έχουν ως εξής:
α) η “επικρατούσα” θέση που προσδίδει το Σύνταγμα (άρθρο 3 παρ. 1) στην ορθόδοξη θρησκεία δεν θεμελιώνει δικαίωμα εναντίωσης της Εκκλησίας, ή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ή μεμονωμένων ιεραρχών, σε αποφάσεις γενικής εφαρμογής, ούτε θεσπίζει δυνατότητα λειτουργίας στο πλαίσιο ειδικών, μόνο για την Εκκλησία, κανόνων.
β) το “αυτοδιοίκητο” – η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος είναι «αυτοκέφαλη», κατά τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος – συνδέεται αποκλειστικά με τα του (θρησκευτικού) οίκου της, αναφέρεται στον τρόπο εσωτερικής διοίκησής της και δεν εκτείνεται ούτε μπορεί να αντικαταστήσει μέτρα δημοσίου συμφέροντος, ιδίως, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, όταν λαμβάνονται για λόγους προστασίας της υγείας.
γ) ακριβώς επειδή δεν έχει ειδικά έναντι της κυβέρνησης προνόμια, η Εκκλησία δεν μπορεί να επικαλεστεί, περισσότερο από άλλους φορείς και οργανώσεις, ένα “δικαίωμα μη αιφνιδιασμού” έναντι αλλαγών (πόσοι πιστοί θα επιτρέπεται να παρακολουθήσουν συγκεκριμένη λειτουργία), που δικαιούται να επιφέρει η κυβέρνηση βάσει αντίστοιχων αλλαγών συνθηκών ή δεδομένων στο υγειονομικό μέτωπο. Ως προς αυτό δεν διαφέρει, για παράδειγμα, με τους καταστηματάρχες ή τα σχολεία, για τους οποίους λήφθηκαν περιοριστικά μέτρα που στη συνέχεια άλλαξαν.
δ) η Εκκλησία δεν διαθέτει κάποιο ειδικό “δικαίωμα ανυπακοής”, που να στηρίζεται στη θεσμική θέση, την κοινωνική σημασία της και τη σχέση της με τους πιστούς (βλ. και προηγούμενο σχετικό μου κείμενο με τίτλο Τα όρια της ανυπακοής). Οφείλει να υπακούει σε νόμιμες αποφάσεις που την περιλαμβάνουν και να τις αμφισβητεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων. Μέχρι να εκδοθούν αποφάσεις και από τη στιγμή που θα εκδοθούν αποφάσεις, όπως οι πρόσφατες του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Εκκλησία έχει νομική μεν υποχρέωση να τις σεβαστεί, ηθική δε να διαπαιδαγωγήσει κατάλληλα το ποίμνιο της.
Δεν τίθεται, λοιπόν, για την Εκκλησία θέμα “να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων”, όπως είπε με συμφιλιωτική διάθεση, αλλά όχι κατά νομική ακριβολογία, ο Πρωθυπουργός. Στο ύψος του θεσμικού της και μόνο ρόλου οφείλει να σταθεί. Και η Πολιτεία να εξασφαλίσει ότι δεν θα συντελεστούν υπέρ της διακρίσεις που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα. Ό,τι ίσχυσε, υπό πιο δύσκολες συνθήκες, για τις ταυτότητες, ισχύει και για την πανδημία – πόσο μάλλον που η πανδημία φρόντισε να υπενθυμίσει σε όλους, και στην Εκκλησία, ότι δεν κάνει διακρίσεις.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος