Κατά κανόνα ο εμβολιασμός, ως ιατρική πράξη με πιθανές παρενέργειες, προϋποθέτει την ενημερωμένη συναίνεση του ατόμου. Μία σημαντική εξαίρεση στον κανόνα αυτό έθεσε η πρόσφατη απόφαση 2387/2020 του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα οι σχολικές «κυρώσεις» που επιβλήθηκαν σε παιδιά που δεν είχαν εμβολιαστεί. Καθώς την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να ξεκινήσει ο εμβολιασμός κατά του Covid-19, τίθεται το ερώτημα αν το κράτος ή και ιδιώτες, όπως ιδίως εργοδότες, μπορούν να υποχρεώσουν άμεσα ή έμμεσα συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού, ή και όλους μας, να εμβολιαστούμε.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας υπερισχύει της υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά για τη δημόσια υγεία. Κρίσιμο είναι να αποσαφηνιστεί από την ιατρική επιστήμη αν όσοι εμβολιαστούν δεν θα μεταδίδουν πλέον τη νόσο. Όμως, ανεξαρτήτως αν οι εμβολιασθέντες συνεχίζουν ως φορείς να μεταδίδουν τη νόσο, το αν θα εμβολιαστούν δεν αφορά μόνο τους ίδιους. Η συναίνεση στον εμβολιασμό δεν επιδρά μόνο στο υποκείμενο της απόφασης, επειδή η επίτευξη της συλλογικής ανοσίας είναι αναγκαία για να λειτουργήσει πάλι η οικονομία. Άρα ακόμη και αν όσοι εμβολιαστούν συνεχίσουν να μεταδίδουν τη νόσο, η προστασία που το εμβόλιο προσφέρει στους ίδιους έχει ιδιαίτερη σημασία για την εξομάλυνση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Μπορεί συνεπώς το κράτος να επιβάλει τον εμβολιασμό; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητο για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όπως για εκείνους που εργάζονται σε υπηρεσίες υγείας ή σε χώρους όπου έρχονται σε άμεση επαφή με ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι. Όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν είναι προφανές ότι θα θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή ευάλωτων ανθρώπων, άρα για αυτούς μπορεί να θεωρηθεί εύλογη κύρωση η απομάκρυνση από την εργασία.
Θα μπορούσε να επιβληθεί γενική υποχρέωση εμβολιασμού όλου του πληθυσμού; Σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί ότι υποχρεωτικότητα δεν σημαίνει εμβολιασμό με την άσκηση φυσικής βίας, ούτε με την επιβολή προστίμων για όσους αρνηθούν να εμβολιαστούν. Κάτι τέτοιο θα έθιγε τον πυρήνα του δικαιώματος του αυτοκαθορισμού. Υποχρεωτικότητα μπορεί όμως να σημαίνει απαγόρευση μετακινήσεων εκτός νομού, περιορισμό στη φοίτηση σε σχολεία και Πανεπιστήμια ή απαγόρευση πρόσβασης σε συγκεκριμένους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν και όσοι θέλουν να διαφυλάξουν ως ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο αν εμβολιάστηκαν, μπορούν να το επιλέξουν. Στο πλαίσιο όμως της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, η άρνηση εμβολιασμού είναι συνταγματικά ανεκτό να επιφέρει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες υπό συνθήκες πανδημίας.
Θα μπορούσε να υποχρεώσει ο εργοδότης, χωρίς προηγούμενη κρατική ρύθμιση, τους εργαζόμενους σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις να εμβολιαστούν, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμα; Θα μπορούσε ενδεχομένως να απολύσει τους εργαζόμενους που θα αρνηθούν να εμβολιαστούν, ή να παράσχουν πληροφορίες για το αν εμβολιάστηκαν; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Για να μην υπάρχουν δικαστικές αμφισβητήσεις, ορθότερο θα ήταν ο νομοθέτης να ορίσει σε ποιους κλάδους και επαγγέλματα είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός των εργαζομένων. Ακόμη όμως και χωρίς τέτοια ρητή ρύθμιση, εφόσον προβλέπεται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός για εργαζόμενους σε δημόσια νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας, αντίστοιχη απαίτηση μπορεί να εγείρει και ο εργοδότης έναντι των εργαζομένων σε αντίστοιχες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου
Πηγή: Αναδημοσίευση από το Πρώτο Θέμα 25/12/2020