Ο κορωνοϊός έθεσε με ιδιαίτερη οξύτητα ένα παλαιό νομικό ζήτημα: Ποιος πρέπει να αποφασίζει για ζητήματα, όπως για τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αντιμετωπισθεί μια μεταδοτική ασθένεια; Η πολιτική εξουσία ή η ιατρική-επιστημονική κοινότητα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, τουλάχιστον σε επίπεδο αρχής, είναι μάλλον απλή. Η τελική απόφαση ανήκει στην πολιτική εξουσία. Καταρχάς, η πολιτική εξουσία διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση μέσω της ανάδειξής της από τον λαό. Πέραν τούτου, ναι μεν τα αναγκαία μέτρα λαμβάνονται με κύριο κριτήριο την προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας, πλην όμως η πολιτική εξουσία οφείλει να συνεκτιμά και μια σειρά από άλλους σημαντικούς παράγοντες, όπως την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης του πληθυσμού και τη διαφύλαξη του πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επίσης, ο νομοθέτης και η κυβέρνηση οφείλουν να εξισορροπήσουν αντιτιθέμενα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων και συχνά να επιλέξουν μεταξύ των διαφορετικών απόψεων που διατυπώνονται στην επιστημονική κοινότητα.
Τα ανωτέρω δεν αναιρούν βέβαια τον σημαντικό ρόλο των επιστημόνων. Η τελική απόφαση λαμβάνεται από την πολιτική εξουσία, στηρίζεται όμως στα επιστημονικά δεδομένα. Μέτρα που περιορίζουν συνταγματικές ελευθερίες, χωρίς επιστημονική θεμελίωση για την αναγκαιότητά τους, είναι αυθαίρετα και εκφεύγουν της συνταγματικής νομιμότητας. Περαιτέρω, όταν τα κρατικά όργανα αποκλίνουν από τις γνωμοδοτήσεις επιστημονικών οργάνων, θα πρέπει να αιτιολογούν την απόκλιση με επίκληση υπέρτερων λόγων που να αφορούν ζωτικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Όλα αυτά προϋποθέτουν με τη σειρά τους διαφάνεια ως προς τις απόψεις που διατυπώνονται εντός της επιστημονικής κοινότητας. Η μυστικότητα στον τομέα αυτό δεν συμβαδίζει με τη συνταγματική αρχή της διαφάνειας και δημιουργεί ζημιά, αφού αφήνει έδαφος για αυθαίρετες και ανυπόστατες διαδόσεις, που θέτουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Τέλος, σε μια δημοκρατική κοινωνία η αμφισβήτηση της νομιμότητας των κρατικών αποφάσεων αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών. Μόνο που η αμφισβήτηση αυτή θα πρέπει να γίνεται συντεταγμένα και θεσμικά, μέσω των διαδικασιών που προβλέπει το δίκαιο και κυρίως μέσω της δικαστικής οδού. Η ανυπακοή των πολιτών σε κρατικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τα αρμόδια όργανα και δεν έχουν ακυρωθεί δικαστικά, ουδεμία σχέση έχει με το δικαίωμα της αντίστασης και της πολιτικής ανυπακοής απέναντι σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Η à la carte παραβίαση των μέτρων από πολιτικές, θρησκευτικές ή κοινωνικές ομάδες κλονίζει τα προαπαιτούμενα μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας. Το χειρότερο όμως είναι ότι δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο και εθίζει τον λαό σε μια νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες θα μπορούν λόγω της ισχύος τους να μην εφαρμόζουν τα όποια μέτρα τους θίγουν, κλονίζοντας κάθε έννοια ισονομίας.
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ