Σε παγκόσμια κλίμακα διακυβέρνησης μέσα σε μία δεκαετία, η σχεδόν νομοτελειακή οικονομική-χρηματοπιστωτική ύφεση και η απόλυτα αναπάντεχη υγειονομική κρίση που βιώνουν αμήχανα οι Κοινωνίες του Κόσμου, κατέδειξαν τη σημαίνουσα λειτουργική και εγγυητική παρουσία των κρατικών και των πολιτειακών θεσμών με συνεργατικό, αλληλέγγυο και διεθνικό (transnational) προσανατολισμό προς την κοινωνία των Πολιτών και την οικονομία των Αγορών. Αν αυτές οι δύο «προβληματικές» έχουν – κατ’ ελπίδα – παροδικά και εν πολλοίς “κυκλικά” χαρακτηριστικά στον χωροχρόνο ανάμεσα στις γενιές και το ανθρωπογενές σύστημα κοινωνικο-οικονομικής διαβίωσης, η παράμετρος της κλιματικής Αλλαγής, παράλληλα των παραπάνω μεταβλητών, έχει έρθει για να μείνει. Γι’ αυτό και επί τούτου δεν προτιμάται ο όρος “κρίση”, αλλά η έννοια της “αλλαγής”, προσεγγίζοντας την επιδραστική παρουσία του κλιματικού φαινομένου επί της επιβεβλημένης προσαρμογής και της μεταρρυθμιστικής μετάβασης σ’ ένα νέο παραγωγικό μοντέλο πολιτειακής βιωσιμότητας και δημόσιας διακυβέρνησης με ιδιαίτερο και πολυεπίπεδο διαγενεακό βάρος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, έννομα και πρακτικά, “δικαιοτεχνοκρατικοί” όροι – κανόνες – πρότυπα, όπως: α) η αρχή της προφύλαξης, κατά την ανάλυση του αβέβαιου δημόσιου κινδύνου/απειλής και κατά την τεκμηρίωση των συναφών πιθανολογούμενων σημαντικών επιπτώσεων, β) η δικαιοπλαστική εκτίμηση της αναγκαιότητας της δημόσιας παρέμβασης και γ) η αποδοτική ασφάλεια του ολιστικά βέλτιστου μέτρου, αποκτούν και ακτινοβολούν αφενός ένα επιπλέον ρυθμιστικό βάρος και αφετέρου ένα προστιθέμενο κανονιστικό περιεχόμενο.
Κατ’ επέκταση, με αιτία τις προκλήσεις αλλά και τις προοπτικές κλιματικής Αλλαγής σχηματοποιείται μία νέα προσέγγιση για τη Δικαιοσύνη με κυρίαρχα τα “Κελσενιανά” χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να απομειώνεται και το στοχευμένο ηθικοπολιτικό της βάρος. Πιο συγκεκριμένα, το Κράτος Δικαίου, η Δημοκρατική Διακυβέρνηση και η Επιστημονική Τεχνοκρατία συγχρονίζονται για να… συγχρονίσουν τη συνοχή και την ισορροπία ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και τις οικονομικές επιδιώξεις του εκσυγχρονισμένου Κόσμου. Σ’ αυτές τις διακρατικές θεσμικές συνέργειες και ζυμώσεις διαπιστώνεται ότι η έννοια της “Βιώσιμης Ανάπτυξης” από κατεξοχήν δικαιοπολιτικός και διακηρυκτικός «αφηρημένος σκοπός», μετατρέπεται σε αμιγώς δικαιοκρατικό και εύνομο “συγκεκριμένο στόχο”. Αυτή η νέα εποχή για την ανάπτυξη της Βιωσιμότητας προάγεται και εκφράζεται ευθέως κατ’ ουσία και από τους θεσπισμένους “Στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης” (“SDGs”) του Ο.Η.Ε. με τους επιμέρους 17 παράλληλους στόχους και τις αντίστοιχες 169 διακριτές εκτελεστικές εφαρμογές, συνεργατικά μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων κρατών ήδη από το 2015.
Η εν λόγω μεταρρυθμιστική τάση επιβεβαιώνεται δε και με την καταλυτική παράμετρο των “κοινών αλλά διαφοροποιημένων ευθυνών” (“common but differentiated responsibilities”), που δεσπόζει στη “Διαπολιτειακή” διάρθρωση των όρων της αειφορίας ανά εθνική έννομη τάξη, με ιδιαίτερη εξωστρεφή και διεθνοποιημένη αναφορά. “Κανονιστικοποιώντας” και ενσωματώνοντας στη διεθνή και στη διεθνική εμβέλεια της αρχής της Αλληλεγγύης, τα ρυθμιστικά και δικαιοπλαστικά κριτήρια της Επικουρικότητας και της Αναλογικότητας των αμοιβαίων μέτρων, επιλογών και αποφάσεων με ουσιαστικό ανθρωπιστικό πρόσημο για τις Kοινωνίες και τις Αγορές στο νόημα και στον προσδιορισμό της κλιματικής Δικαιοσύνης, κατά την έννομη αποσαφήνιση του καίριου πολιτικού διακυβεύματος “think globally, act locally”.
H κλιματική Δικαιοσύνη (“Climate Justice”) έχει ως πραγματολογική αφετηρία την αντιμετώπιση του “φαινομένου του θερμοκηπίου” και της υπερθέρμανσης του Πλανήτη σε ευθεία αιτιώδη συνάφεια και αναφορά με την ανθρωπογενή παραγωγική δραστηριότητα του Ανθρώπου, ως επί το πλείστον, από την άτακτη εκμετάλλευση των ρυπογόνων ορυκτών καυσίμων του άνθρακα, ιδίως τα τελευταία 60 χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης. Κάτω από αυτές τις επιβλαβείς για την ίδια την Ανθρωπότητα πιέσεις, εξετάζει μεταρρυθμιστικά και εκσυγχρονιστικά τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Διακρατικών εγγυήσεων κατά την ανα-σύνθεση της διακυβερνητικής ευθύνης και των «διαπολιτειακών» αναγκών. Σ’ αυτές τις διεργασίες πιστώνεται και (ανα-)γεννάται ο εκδημοκρατισμός των παραγωγικών προκλήσεων και των δικαιικών απαιτήσεων σε σχέση με τη Διαχείριση και τη Λογοδοσία του περιβαλλοντικού και του κοινωνικού “κόστους και οφέλους”.
Τοιουτοτρόπως, η διεθνής αλληλεγγύη ανάγεται πλέον ως θεμελιώδες κεκτημένο και αξίωση στη Δημόσια Σφαίρα, όχι μόνο αποθετικά – αμυντικά στα σταθμιστικά πρότυπα των “Safe Minimum Standards”, αλλά προσδοκάται μέσα από θετικές και ενεργητικές παρεμβάσεις με βελτιστοποιητικά δικαιοκεντρικές απαιτήσεις και με «αξιακό» άξονα την προώθηση της Αναδιανεμητικής θεώρησης της Δικαιοσύνης. Προσέγγιση με ιδιαίτερη και πολυποίκιλη επωφελή σημασία για τις ανθρώπινες κοινωνίες, κάτω από τη μέγγενη κρίσιμων εκπτωτικών προκλήσεων ακόμα σε καθημερινά, απτά ζητήματα όπως: η ποιοτική υποβάθμιση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής, η ευαλωτότητα της δημόσιας υγείας και των συνθηκών διαβίωσης, η διάρρηξη της φέρουσας ικανότητας, οι ραγδαίες γεωφυσικές μεταβολές, η ανισόρροπη διατάραξη της βιοποικιλότητας, η περιορισμένη προσβασιμότητα σε βασικούς πόρους και δη το πόσιμο νερό, αλλά και σε ανταγωνιστικά «πράσινα» τεχνολογικά μέσα παραγωγής.
Συν τοις άλλοις, η διασυνοριακή αλληλεπίδραση της κλιματικής Δικαιοσύνης γίνεται αντιληπτό πως ως “συνείδηση Δικαίου” αναβαθμίζει και διαχέει αντικειμενικά στο κράτος δικαίου, την ουσία και τη σημασία της “οριζόντιας” και της παράλληλής ενάσκησης των Περιβαλλοντικών Δικαιωμάτων και της Πράσινης Οικονομίας, θεσμοθετώντας ανάμεσα σε διαφορετικές όψεις Πολιτειακής αντίληψης και οργάνωσης τα δομικά στοιχεία του “Κοινωνικού Φιλελευθερισμού” ή από αντίστροφη ιδεολογική θέαση, του “Φιλελεύθερου Σοσιαλισμού”, με βιώσιμο κεντρομόλο γνώμονα τη θέση και την αξία του Ατόμου ως πολίτη, εργαζόμενου, διοικούμενου, επενδυτή και καταναλωτή. Δεν είναι ιδεαλιστική υπερβολή να καταγραφεί δυναμικά, πως το σύγχρονο απαιτητό δίπολο του “κράτους της Πρόληψης” και του “κράτους των Δικαιωμάτων” με προμετωπίδα τη Βιωσιμότητα των όρων της κλιματικής Δικαιοσύνης αναζητά και διαπλάθει την εγγυητική του ταυτότητα ανάμεσα στον ευνομούμενα ισορροπημένο Προστατευτισμό και τις εύλογα οριοθετημένες Ελευθερίες.
Τα δικαιοπολιτικά περιθώρια εκτίμησης του Κράτους στις έννομες τάξεις, όπως επιβεβαιώθηκε και με την παρούσα υγειονομική κρίση, υπάγονται όλο και πιο ενεργητικά και τεχνοκρατικά –έστω και με διαφοροποιημένη ένταση και έκταση – στην απόδειξη και την απόδοση των αντικειμενικών του ευθυνών και των εγγυητικών του διασφαλίσεων. Πιο ειδικά, η κλιματική Δικαιοσύνη εμπλουτίζει το έννομο συμφέρον με δικαιικό βάθος και δημοκρατική ουσία, σ’ έναν ολοένα και πιο συγκροτημένο δικαστικό έλεγχο με οριοθετημένες τεχνοκρατικές και δημοκρατικές αναφορές, αξιώνοντας σαφώς πιο ενισχυμένο βάρος απόδειξης επί των… δράσεων και των αντιδράσεων του κράτους δικαίου (βλ. τις καταρχήν σηματοδοτικές, αλλά και αρκετά αλυσιτελείς μέχρι σήμερα αποφάσεις Urgenda Foundation κατά Ολλανδίας στο Εφετείο της Χάγης, Massachusetts vs Environmental Protection Agency, 549 U.S. 497 (2007) του Supreme Court των Η.Π.Α., και του Γ.Δ. της Ε.Ε. T-330/18 – Carvalho and Others vs Parliament and Council εκκρεμούσα αναιρετικά στο Δ.Ε.Ε. C-565P/19).
Αξίζει βέβαια να επισημανθεί πως το ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας κινείται σταθερά ήδη από τη δεκαετία του 1990 προς αυτήν την κατεύθυνση, συμβάλλοντας πρωτότυπα και πρότυπα από την πλευρά του, υπέρ του περιβαλλοντικού συνταγματισμού του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και φυσικά στη διαμόρφωση του «περιβαλλοντικού» και «κοινωνικού» Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά κύριο λόγο με την αναγνώριση και την υποστήριξη του δικαιώματος στην “προστασία του Περιβάλλοντος” ως ατομικό και συλλογικό δικαίωμα και με εξισορροπιστικό κριτήριο το τρισυπόστατο σχήμα της βιωσιμότητας επί της περιβαλλοντικής ευφορίας, της οικονομικής ευημερίας και του κοινωνικού οφέλους κατά την οριοθετημένη εξέταση ενός “ανοιχτού” έννομου συμφέροντος και ενός συνεργατικότερου δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τη διαγενεακή ισότητα, τις βέλτιστες εναλλακτικές εφαρμογές και την ορθολογική δικαιοκρατική σκέψη της φέρουσας ικανότητας των τόπων και των αναπτυξιακών απαιτήσεων.
Στις μέρες μας, για την ταυτοποίηση και τη συνέπεια της κλιματικής Δικαιοσύνης, Καταστατικό κείμενο με ειδοποιό ρυθμιστικό χαρακτήρα σε παγκόσμια εμβέλεια είναι η Συμφωνία του Παρισιού του 2016, όπως κυρώθηκε ευθύς αμέσως και στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 4406/2016, υπό την πρωταγωνιστική θεσμική παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτοντας ως διάχυτη υποχρέωση ανάμεσα στα κράτη-μέλη του Ο.Η.Ε. την Προσαρμογή, τον Μετριασμό και τη Βελτιστοποίηση των επιτακτικών αναγκών και των συνθηκών της Κλιματικής Αλλαγής (βλ. Άρθρο 2 της Συμφωνίας). Μάλιστα, η Ε.Ε., με αφορμή την κλιματική Δικαιοσύνη και την παραπάνω κυρίαρχη διεθνή της παρουσία, διεκδικεί την ανταγωνιστική αναδιαμόρφωση του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου με τη στοιχειοθέτηση ενός κοινού και συνεργατικού δημοσίου συμφέροντος σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις αποφασιστικού και εφαρμοσμένου συνταγματισμού με “πράσινη” ουσία και “κοινωνική” αξία. Υιοθετώντας μηχανισμούς και νομοθετικές πρωτοβουλίες με σημαίνον δικαιοπαραγωγικό πρόταγμα όπως: η κινητήρια και θεμιτή υποστήριξη και θωράκιση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (βλ. την νέα Οδηγία για την προώθηση των Α.Π.Ε. 2018/2001/ΕΕ) και η συνεπέστερη λειτουργικότητα του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών ρύπων (βλ. την Απόφαση 2015/1814 της Ε.Ε., κατά τροποποίηση της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ) αντισταθμιστικά και ανατρεπτικά της κυριαρχίας του status quo των ορυκτών καυσίμων.
Προς επίρρωση αυτού του ενωσιακού θεσμικού προσανατολισμού σε εμπεριστατωμένη Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα τη Κλιματική Δικαιοσύνη (2018/ C 081/04) μεταξύ πολλών άλλων, τονίστηκε εμφατικά ότι: “όλοι οι πολίτες (-εργαζόμενοι, – καταναλωτές) έχουν δικαίωμα σε ένα υγιεινό καθαρό περιβάλλον και δικαιούνται να αναμένουν από τις κυβερνήσεις να επωμιστούν την ευθύνη για τις εθνικές τους δεσμεύσεις και τις εθνικά καθορισμένες συνεισφορές (ΕΚΣ) στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, έναντι των παραγόντων και των απειλών που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αναγνωρίζοντας όχι μόνο τις πιο προφανείς περιβαλλοντικές και οικονομικές πτυχές αλλά και τον κοινωνικό αντίκτυπο”. Η ΕΟΚΕ πρότεινε δε την έναρξη της δημόσιας συζήτησης σχετικά με την κατάρτιση Χάρτη Δικαιωμάτων της ΕΕ για το Κλίμα, με σκοπό την ενσωμάτωση των δικαιωμάτων των πολιτών και της φύσης (είτε εντός του ΧΘΔ της ΕΕ και στο άρθρο 37, είτε αυτοτελώς) στις προκλήσεις που θέτει η παγκόσμια πρόκληση της κλιματικής Αλλαγής σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο.
Όλα τα παραπάνω συντείνουν, πως πέρα από την τυποποιημένη επαρκή τήρηση της νομιμότητας του ευρωπαϊκού κράτους Δικαίου, η εναργέστερη προσδοκία της έννομης αποτελεσματικότητας του Δημοσίου Δικαίου κρίνεται ως η πλέον επίκαιρη και επιτακτική για την ριζοσπαστική αναμόρφωση της σύγχρονης και συμμετοχικής Δημόσιας Διακυβέρνησης. Γι’ αυτό και λειτουργικά οι αποδόσεις και οι προοπτικές της κλιματικής Δικαιοσύνης αναδύονται ως ένας θεμελιώδης αθροιστικός παράγοντας – προοπτική για την πλέον Δημοκρατική, Διάφανη, Υπεύθυνη, Δίκαιη και Τεχνοκρατική συνεκτική και συνεπή έκφρασή της.
Μιχαήλ Θ. Παπαγεωργίου
Δικηγόρος – Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής ΕΚΠΑ
V. Research Fellow University of Cambridge (Wolfson College)