Αυτό που έγινε τη νύχτα της 5ηςπρος 6 Νοεμβρίου 2020, όταν οι παρουσιαστές των ειδήσεων στα μεγάλα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα διέκοψαν στον αέρα τον παράλογο μονόλογο του προέδρου Τραμπ, ο οποίος ανακήρυσσε τον εαυτό του νικητή των εκλογών, «αν μετρηθούν οι νόμιμες ψήφοι», αποτελεί την πιο μεγάλη στιγμή στην ιστορία της σύγχρονης δημοσιογραφίας. Ο παρουσιαστής του MSNBC Μπράιαν Ουίλιαμς με κοφτά λόγια έδειξε τι σημαίνει η δημοσιογραφία ως επάγγελμα: «βρισκόμαστε στην ασυνήθιστη θέση όχι μόνο να διακόψουμε αλλά και να διορθώσουμε τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν υπάρχει νίκη του Τραμπ». Ο Lester Holt του NBC αιτιολόγησε παρομοίως τη διακοπή της ζωντανής μετάδοσης: «ο πρόεδρος προέβη σε ορισμένους ψευδείς ισχυρισμούς, μεταξύ των οποίων και ότι υπήρξε καταδολίευση της ψήφου. Δεν υπάρχουν αποδείξεις». Ενώ ο Jake Tapper από το CNN σχολίασε απογοητευμένος: «τι θλιβερή νύχτα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να ακούν τον πρόεδρό τους να λέει τέτοια πράγματα, ψέμα πάνω στο ψέμα, για κλεμμένη εκλογή, επιχειρώντας να επιτεθεί στη δημοκρατία. Δεν υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτά που λέει. Μόνο συκοφαντίες για την ορθότητα της καταμέτρησης των ψήφων. Είναι αξιολύπητος».
Το ψέμα είναι συχνό στην πολιτική, αλλά πάντοτε απαράδεκτο, ακόμη και όταν αφορά την ιδιωτική ζωή του ψευδόμενου πολιτικού προσώπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η διάδοση ψευδών ειδήσεων και συκοφαντιών από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών δεν παραβίαζε μόνο το δικαίωμα των πολιτών στην αλήθεια, αλλά αποτελούσε σαφή και παρόντα κίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα, ήταν στην ουσία υποκίνηση σε πραξικόπημα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ενέργεια των αμερικανικών τηλεοπτικών δικτύων ήταν μια εκδήλωση σεβασμού στα δημοκρατικά ιδεώδη και ταυτόχρονα η επιβεβαίωση της δημοκρατικής λειτουργίας της δημοσιογραφίας.
Αν δεν υπήρχε το προηγούμενο αυτό, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα τηρούσαν μια αντίστοιχη στάση στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021. Εκείνη την ημέρα, μετά τον ουσιαστικό εγκωμιασμό από τον πρόεδρο Τραμπ της επίθεσης των οπαδών του στο Καπιτώλιο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πρώτα το Twitter και στη συνέχεια, ίσως και για ανταγωνιστικούς λόγους, το Facebook, εγκατέλειψαν τη θεωρία για τον μη διαμεσολαβητικό τους ρόλο, και αποφάσισαν την αναστολή των λογαριασμών του προέδρου Τραμπ. Με τον τρόπο αυτό, αποδέχτηκαν στην ουσία ότι δεν είναι απλώς ψηφιακές πλατφόρμες, αλλά μαζικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία, αν έχουν τα δικαιώματα των άλλων μέσων ενημέρωσης, δεν μπορούν παρά να έχουν και τις αντίστοιχες ευθύνες, π.χ. σε ό,τι αφορά τη διάδοση ψευδών ειδήσεων.
Το ζήτημα δεν είναι αν θα υπάρχει έλεγχος στα περιεχόμενα που διακινούνται μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες, αλλά αν ο έλεγχος αυτός θα είναι ιδιωτικός ή δημόσιος. Στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου δεν υπάρχει η μυθολογία της απόλυτης προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης, η προοπτική του δημοσίου ελέγχου είναι ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο, αφού υπάρχουν ήδη ορισμένα πρώτα δείγματα στις ευρωπαϊκές νομοθεσίες. Ο γερμανικός νόμος του 2007 για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (NetzDG), ο οποίος προβλέπει μεταξύ άλλων την επιβολή προστίμων μέχρι 50 εκ. ευρώ για τη μη διαγραφή παρανόμου περιεχομένου που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, έστω και αν αναθέτει σε πρώτο βαθμό τον έλεγχο στα ίδια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ