Η μεταρρύθμιση μπήκε ουσιαστικά στη ζωή μας τα χρόνια που κυβέρνησε την Ελλάδα ο Κώστας Σημίτης. Η ανάγκη να εκσυγχρονιστεί η χώρα, συντονίζοντας τα βήματά της με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πήρε τη μορφή ενός πρωτοφανούς εγχειρήματος που αποτέλεσε την αφορμή για σκληρές θεσμικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Μπορεί η σφοδρή αντίδραση του πολιτικού συστήματος, των συντεχνιών και της παραοικονομίας, να μην επέτρεψαν την ολοκλήρωση των στόχων του εγχειρήματος, ωστόσο ο σπόρος του εκσυγχρονισμού άφησε καθαρό το αποτύπωμά του στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Η διακυβέρνηση Καραμανλή που ακολούθησε ήταν η απάντηση των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων στην οκταετία Σημίτη. «Ανασυγκρότηση» του πελατειακού κράτους, κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, εθελοτυφλία μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομίας που τελικά δεν απεφεύχθη. Μαζί με τον δρόμο προς τα μνημόνια στρώθηκε και ο δρόμος στον ακροδεξιό και αντιμνημονιακό λαϊκισμό που πλήρωσε πολύ ακριβά η χώρα. Το γεγονός ότι η δημοκρατία στάθηκε όρθια στις προκλήσεις εκείνες, δεν δικαιολογεί καμιά επανάπαυση στο μέλλον.
Ισχυρή δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς και βαθιές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Είναι καιρός, οι κανόνες της αξιοκρατίας και της διαφάνειας να βάλουν τέλος στις πελατειακές λογικές και η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης να ακυρώσει τη διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας. Η ψηφιακή οργάνωση και λειτουργία δεν είναι μόνο αντίδοτο στη γραφειοκρατία αλλά και συστατικό στοιχείο για τη διεύρυνση της συμμετοχής των πολιτών σε συλλογικές διαδικασίες που παραμένουν περιφρουρούμενο προνόμιο μόνο των οργανωμένων μειοψηφιών. Το ξεπερασμένο αρχηγικό κομματικό μοντέλο απομακρύνει τους πολίτες από την πολιτική. Το πολιτικό σύστημα χρειάζεται κόμματα που λειτουργούν συλλογικά, με μέλη που συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των αποφάσεων και διεκδικούν ισότιμα τη συμμετοχή τους στα ηγετικά όργανα.
Η αυξανόμενη έλλειψη παιδείας είναι σήμερα ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα για το μέλλον της χώρας. Οι προτεινόμενες αλλαγές από την κυβέρνηση στο σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων αντιμετωπίζει ουσιαστικά τις συνέπειες και όχι τις αιτίες του προβλήματος. Ωστόσο, αυτό που επείγει είναι η ουσιαστική αναβάθμιση του σχολείου ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στον μορφωτικό και διαπαιδαγωγικό του ρόλο. Επείγει, ακόμα, η κατοχύρωση στην πράξη της ακαδημαϊκής αυτονομίας των ΑΕΙ, η προώθηση της έρευνας καθώς και η άμεση και αποτελεσματική σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με τις αναπτυξιακές-παραγωγικές ανάγκες της χώρας. Αυτά τα θέματα έπρεπε να απασχολούν τον διάλογο περισσότερο από την προστασία ενός «ασύλου», που έχει παραβιαστεί εδώ και καιρό από τους «ιδεολογικούς» ιδιοκτήτες του.
Μετά από μια δεκαετία βαθιάς κρίσης και ενώ συνεχίζεται η περιπέτεια της πανδημίας, η χώρα ψάχνει τον δρόμο προς την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Η επόμενη μέρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να σημάνει την επιστροφή σε νοοτροπίες που αποδείχτηκαν μοιραίες. Η σοβαρή ενίσχυση που θα λάβει η χώρα από το ευρωπαϊκό ταμείο ανασυγκρότησης δεν πρέπει να αξιοποιηθεί για την κάλυψη άλλων αναγκών. Η ανάπτυξη είναι η μόνη ικανή να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας αλλά και να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους για τη στήριξη όσων η διπλή κρίση δεν άφησε περιθώρια αντίδρασης.
Η προώθηση και υπεράσπιση των μεταρρυθμίσεων που επείγουν δεν είναι μόνο θέμα εκσυγχρονισμού της χώρας, είναι κυρίως θέμα υπεράσπισης της δημοκρατίας από τους κάθε λογής λαϊκιστές εχθρούς της.
Γιάννης Μεϊμάρογλου
Τοπογράφος μηχανικός του ΕΜΠ. Είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr.
Πηγή: Αναδημοσίευση από Τα Νέα (23.01.2021)