1. Γενικά για την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης
Θεμελιώδες γνώρισμα του κοινοβουλευτισμού[1] είναι ότι η κυβέρνηση οφείλει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη (ή έστω την ανοχή) της πλειοψηφίας της Βουλής. Η κοινοβουλευτική αρχή ισχύει τόσο για τον διορισμό του πρωθυπουργού, ο οποίος στη συνέχεια επιλέγει τους υπουργούς του προκειμένου να προκύψει το υπουργικό συμβούλιο, όσο και για την νόμιμη παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία. Η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης αποτελεί την άλλη όψη της κοινοβουλευτικής αρχής. Η Βουλή ελέγχει την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης για τη χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας και για τον τρόπο που ασκεί την εξουσία.
Στη δημοκρατία των κομμάτων, το κύριο πολιτικό βάρος του κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης το φέρει η αντιπολίτευση, αξιοποιώντας τα μέσα που της προσφέρουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής με αποκορύφωμα την πρόταση δυσπιστίας (μομφής), η οποία μπορεί να αφορά την κυβέρνηση συλλογικά ή μέλος της. Η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης προέκυψε από την εξέλιξη της ποινικής και αστικής ευθύνης των υπουργών. Γνώρισμά της είναι ότι δεν αφορά μόνο πράξεις και παραλείψεις του παρελθόντος, αλλά και επιλογές βάσει αβέβαιων εκτιμήσεων σε αμφίρροπες καταστάσεις κάτω από δυναμικά εξελισσόμενες συνθήκες (π.χ. στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής). Γι’ αυτό, η πολιτική ευθύνη συνδέεται με την πολιτική αξιοπιστία των προσώπων να αντιμετωπίσουν υπεύθυνα με πρακτικό λόγο τις προκλήσεις της διακυβέρνησης. Αλλά προϋπόθεση για να ελεγχθεί με εύλογο και παραγωγικό τρόπο η κοινοβουλευτική ευθύνη της κυβέρνησης, είναι τα μέλη της να τιμούν το καθήκον λογοδοσίας προς τη Βουλή, λέγοντας την αλήθεια χωρίς υπεκφυγές και προσχηματικά τεχνάσματα που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα. Ο κοινοβουλευτισμός είναι κατεξοχήν σύστημα διακυβέρνησης δια του λόγου, το δε επίπεδο και η ποιότητά του εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο που οι εκάστοτε κυβερνώντες αντιλαμβάνονται την υποχρέωσή τους να λογοδοτούν στη Βουλή.
Στην Αγγλία τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται όχι από αγώγιμες (ενώπιον δικαστηρίων) νομικές διατάξεις, αλλά από συνθήκες του πολιτεύματος (constitutional conventions). Αυτές είναι κανόνες πάγιας πολιτικής πρακτικής με συνταγματική σημασία και ισχυρή ηθικοπολιτική θεμελίωση στη δεοντολογία του κοινοβουλευτισμού. Οι συνθήκες του πολιτεύματος αποτελούν οργανικό μέρος του συνταγματικού δικαίου της Αγγλίας και δεν υπολείπονται σε κανονιστική βαρύτητα από τους νομικώς δεσμευτικούς κανόνες μόνο και μόνο επειδή είναι ήπιες.[2] Συνθήκες του πολιτεύματος υπάρχουν σε κάθε κοινοβουλευτικό σύστημα και πάντως οπωσδήποτε στο ελληνικό, το οποίο δεν προβλέπει Συνταγματικό Δικαστήριο για να επιλύει ζητήματα που αφορούν διαφορές μεταξύ άμεσων συνταγματικών οργάνων (π.χ. Βουλή – Κυβέρνηση).
Ίσως η πιο πρόσφορη προσέγγιση για να κατανοήσουμε τη σημασία και τη λειτουργία των συνθηκών του πολιτεύματος είναι μέσα από την προστασία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, για τον σεβασμό ορισμένων ηθικοπολιτικά θεμελιωδών πρακτικών, οι οποίες αποβαίνουν εντέλει σε όφελος του κοινοβουλευτικού συστήματος, του δημοσίου συμφέροντος και της πολιτείας συνολικά. Ο βαθμός στον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις, ιδίως τα κόμματα, είναι σε θέση να τηρούν τις συνθήκες του πολιτεύματος καθορίζει τον πολιτικό πολιτισμό μιας χώρας.
2. Η αντικειμενική πολιτική ευθύνη των υπουργών
Ειδικότερη κατηγορία της γενικότερης πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης είναι αυτή των υπουργών υπό την ιδιότητά τους ως πολιτικών προϊσταμένων της δημόσιας διοίκησης. Αυτή βασίζεται τόσο στον ιεραρχικό έλεγχο που ασκούν επί των υπηρεσιών του υπουργείου τους, όσο και στην εποπτεία που ασκούν επί άλλων φορέων υπαγόμενων στο υπουργείο τους. Ο θεσμός της πολιτικής ευθύνης του υπουργού για τις πράξεις της δημόσιας διοίκησης αναπτύχθηκε στον 19ο αιώνα παράλληλα με τη δημιουργία της γραφειοκρατίας των υπουργείων σε μία διπλή και εν μέρει αντινομική λογική: αφενός να εξασφαλισθεί ότι η δημόσια διοίκηση θα υπόκειται στον έλεγχο της δημοκρατικά εκλεγμένης εξουσίας και επομένως ο υπουργός ως πολιτικός της υπεύθυνος θα λογοδοτεί για τις πράξεις και παραλείψεις της, αφετέρου δε να επικεντρωθεί ο έλεγχος στο πρόσωπο του υπουργού και να μείνουν στο απυρόβλητο οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι οφείλουν να επιδεικνύουν κομματική ουδετερότητα και να συνεργάζονται αποτελεσματικά με την εκάστοτε κυβέρνηση για χάρη της διοικητικής αποτελεσματικότητας και σταθερότητας.[3]
Η λογική αυτή αποτυπώνεται με έμφαση στον κανόνα για την πολιτική ευθύνη των υπουργών που επικράτησε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα στην ΙΙΙ Γαλλική Δημοκρατία: “Ο υπουργός θεωρείται ότι διενήργησε ο ίδιος ό,τι έγινε στο υπουργείο του. […] Στο πρόσωπό του απορροφώνται όλες οι υποκείμενες σε αυτόν προσωπικότητες, οι οποίες δεν έχουν αυτόνομη θέληση, ανεξάρτητη από τη δική του”.[4] Προκύπτει λοιπόν με καθαρότητα ο αντικειμενικός χαρακτήρας της πολιτικής ευθύνης του υπουργού για τα πεπραγμένα στο υπουργείο του.
Σήμερα ο κανόνας αυτός ισχύει αυτούσιος, με τη διαφορά ότι έχει εξορθολογιστεί η εμβέλεια και η εφαρμογή του μέσα από τη δημιουργία των Ανεξάρτητων Αρχών σε τομείς της διοικητικής δράσης οι οποίοι πρέπει να λειτουργούν με βάση την αμεροληψία και το κράτος δικαίου, χωρίς κομματικοποίηση και πελατειακές σχέσεις,[5] όπως η καταπολέμηση της κακοδιοίκησης (Συνήγορος του Πολίτη), η απάλειψη των «ρουσφετολογικών» προσλήψεων (ΑΣΕΠ), η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου (ΕΣΡ) κλπ. Ο κανόνας όμως της πολιτικής ευθύνης της διοίκησης στο πρόσωπο του υπουργού, ο οποίος ελέγχεται και λογοδοτεί στη Βουλή, θέτει το συνταγματικό όριο στην ανάπτυξη υβριδικών μορφών διοίκησης που εκφεύγουν της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης και κατ’ επέκταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου (QUANGOS).
Κανονικά, οι λόγοι για τους οποίους ένας υπουργός παραιτείται αποτελούν χαρακτηριστικό πεδίο συνθηκών του πολιτεύματος.[6] Η ύπαρξη τέτοιων ηθικοπολιτικών κανόνων όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστη με τον ρεαλισμό που διακρίνει την πολιτική, αλλά αντίθετα προστατεύει απέναντι σε ερασιτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς με βάση την κυμαινόμενη εκτίμηση της σχέσης κόστους – οφέλους από τη χάραξη της μιας ή της άλλης συγκυριακής στρατηγικής για τον χειρισμό ενός θέματος, ο οποίος συχνά οδηγεί σε αντιφατικές επιλογές και πάσχει από καιροσκοπισμό. Δίπλα στην εκτίμηση του τί συμφέρει κάθε φορά την κυβέρνηση, η ύπαρξη σταθερών συνθηκών του πολιτεύματος, που ρυθμίζουν πότε ένας υπουργός οφείλει να παραιτηθεί, αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του πολιτικού πολιτισμού μιας σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
3. Η «δημόσια λογοδοσία» των υπουργών μέσα από συνεντεύξεις στον τύπο και επίσημες ανακοινώσεις και η διεύρυνση της αντιπροσώπευσης
Εάν η Βουλή αποτελεί τον φυσικό χώρο αναζήτησης της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης, εντούτοις στη σύγχρονη δημοκρατία ο δημόσιος λόγος των υπουργών και ειδικότερα η «λογοδοσία» τους στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν, να δικαιολογήσουν και να υποστηρίξουν επιλογές των ιδίων ή άλλων για τους οποίους φέρουν πολιτική ευθύνη συμπληρώνει τη διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Πράγματι η λογοδοσία πέρα από τη στενή πολιτική-κοινοβουλευτική διαδικασία παίρνει και άλλες μορφές.[7] Η δημόσια λογοδοσία αποβλέπει τελικά στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης και στον επηρεασμό της λαϊκής θέλησης, η οποία θα εκφραστεί στον πρέποντα χρόνο μέσα από τις βουλευτικές εκλογές. Η πολυμορφία της λογοδοσίας συνάδει με τη διεύρυνση της αντιπροσώπευσης στη σύγχρονη δημοκρατία. Μπορεί να ισχύει το σύστημα της ελεύθερης εντολής και οι βουλευτές να μην είναι ανακλητοί από τον λαό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρόλος του εκλογικού σώματος περιορίζεται στην ανάδειξη των αντιπροσώπων του. Αντιθέτως, η λαϊκή εντολή έχει νομικοπολιτικό περιεχόμενο και η αποδοκιμασία μιας κυβέρνησης στις εκλογές αποτελεί την νομικοπολιτική κύρωση από τον αποφασιστικό κριτή της πολιτικής ευθύνης, το εκλογικό σώμα.
Ο ρητορικός τόνος της δημόσιας λογοδοσίας ενός υπουργού είναι κρίσιμος. Εάν δηλαδή ο δημόσιος λόγος που θα αναπτύξει αναφορικά με ένα σοβαρό ζήτημα του τομέα πολιτικής ευθύνης του θα έχει χαρακτηριστικά τυπικά, θεσμικά, ουδέτερα, σχετικά αποστασιοποιημένα και αυστηρά ή αντίθετα θα είναι προσωπικός, εξομολογητικός και συναισθηματικός.[8] Κατ’ επέκταση, η φυσική κατάληξη της πρώτης μορφής είναι η ενεργοποίηση προβλεπόμενων διαδικασιών για την αναζήτηση τυχόν ευθυνών, ενώ της δεύτερης μάλλον η συγγνώμη ή η αγανακτισμένη άρνηση της πολιτικής ευθύνης. Βεβαίως η επιλογή είναι ζήτημα βαθμού και δεν αποκλείεται ο συνδυασμός των μορφών αυτών.
Οι διαφορές και οι καταλυτικές συνέπειες που μπορεί να έχει η επιλογή ρητορικού τόνου φαίνονται ανάγλυφα στον τρόπο με τον οποίο η υπουργός πολιτισμού κα Λ. Μενδώνη αντιμετώπισε το πρόβλημα που γεννήθηκε με τον τ. καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
4. Ο δημόσιος λόγος και η πολιτική ευθύνη για πρόσωπα που εμπιστευόμαστε αλλά δεν τιμούν την εμπιστοσύνη μας
Εάν εντυπωσιάζει κάτι στην αντίδραση της υπουργού πολιτισμού σε σχέση με τις καταγγελίες για τον τ. καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, είναι η από μέρους της αντιμετώπιση τους όχι τόσο ως θεσμικού ζητήματος, αλλά μάλλον επί του προσωπικού. Αρχικά, τον υποστήριξε με εμπιστοσύνη, όπως προκύπτει από τις αναφορές της σε ανώνυμες καταγγελίες, «τοξικό κλίμα» και παραίτησή του η οποία συνδέεται με τις προσωπικές αντοχές κάθε ανθρώπου απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση, παρότι το θέμα αφορούσε – τουλάχιστον σε ένα επίπεδο – κατάχρηση εξουσίας σε φορέα ευθύνης της.[9] Στη συνέχεια, όταν οι καταγγελίες έγιναν επώνυμες για πράξεις που δεν είχαν παραγραφεί, αντέδρασε και πάλι επί του προσωπικού, ως «εξαπατημένη» φίλη, με προσωπικούς χαρακτηρισμούς εις βάρος του και με δημόσια καταγγελία ότι, αν και τον ρώτησε πιεστικά, εκείνος την παραπλάνησε και δεν σεβάστηκε την εμπιστοσύνη που του έδειξε.[10] Εξέφρασε η υπουργός με ένταση προσωπική πικρία, ίσως και θυμό. Το θέμα όμως που ενδιαφέρει υπό την ιδιότητά της είναι το πολιτικό και θεσμικό, όχι το προσωπικό. Αν πέσουμε έξω στην εκτίμησή μας για έναν άνθρωπο που κατέχει θέση ισχύος και ασκεί εξουσία σε τομέα ευθύνης μας, τότε η επί του προσωπικού καταγγελία του μας εκθέτει στην υποψία ότι δεν έχουμε καν αντιληφθεί τη φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε και την ουσία της πολιτικής ευθύνης μας. Αν αυτός αποδεικνύεται «επικίνδυνος», μήπως ο χαρακτηρισμός δεν μας αφήνει εντέλει αλώβητους; Όταν στη διαψευσθείσα εμπιστοσύνη προστεθεί η πικρία επί του προσωπικού, τότε ο θεσμικός και πολιτικός ρόλος της υπουργού έχει επικίνδυνα υποβαθμιστεί. Στις συνθήκες αυτές η παραίτηση δεν είναι ήττα, είναι πολιτικό θάρρος και εκδήλωση ανώτερου πολιτικού ήθους. Το παράδειγμα του Βίλι Μπραντ θέτει το μέτρο πολιτικού ήθους και πολιτικής αρετής και μας διδάσκει το νόημα της πολιτικής ευθύνης για τον θεσμικό ρόλο λάθος προσώπων.[11]
5. Ο κίνδυνος των προσωπικών αναφορών από την άποψη της διάκρισης των εξουσιών
Η αντιμετώπιση επί του προσωπικού ενός ζητήματος το οποίο θα έπρεπε να έχει θεσμική προσέγγιση (τουλάχιστον χωρίς την αρχική κάλυψη του καταγγελλόμενου από την υπουργό) οδήγησε, ακουσίως μεν, αλλά αντικειμενικώς, σε έτερο άτοπο. Βρέθηκε ένας φορέας της πολιτικής-εκτελεστικής εξουσίας να «καταδικάζει» με βαρείς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς («επικίνδυνος άνθρωπος») πρώην διευθυντικό στέλεχος, πριν ακόμη αποφανθεί η δικαιοσύνη, στο στάδιο από ό,τι φαίνεται των μηνύσεων. Αλλά με τον τρόπο αυτό, πέρα από την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και την προσβολή των προσωπικών δεδομένων του θιγόμενου, εκδηλώνεται και παρέμβαση της μιας εξουσίας (της κυβερνητικής-εκτελεστικής) στο πεδίο της άλλης (δικαστικής). Η πολιτική εξουσία και οι φορείς της δεν δικαιούνται να εκφέρουν κρίσεις που εμμέσως πλην σαφώς υπολαμβάνουν την ενοχή ενός προσώπου για εγκληματικές πράξεις που του αποδίδονται, όχι μόνον χάριν των δικαιωμάτων του προσώπου αυτού, αλλά και κατ’ επιταγήν της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, το ολίσθημα αυτό ήταν μάλλον το αποτέλεσμα δικαιολογημένης ίσως (ποιος ξέρει;) προσωπικής αντίδρασης για την διάψευση διαβεβαιώσεων. Αλλά και πάλι, η θεσμική θέση μιας υπουργού επιβάλλει αυτοσυγκράτηση και αποφυγή δημόσιας εκδήλωσης της προσωπικής της άποψης επί θεμάτων αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας.
Γενικά στην Ελλάδα οι κυβερνώντες δεν τηρούν την επιβεβλημένη από το Σύνταγμα δεοντολογία της αποφυγής κρίσεων που μπορεί να συνιστούν παρέμβαση στη δικαστική εξουσία. Είναι νωπή ακόμη η ανάμνηση της τότε πρωθυπουργικής δήλωσης στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο 2016, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει της απόφασης του ΣτΕ για τον «νόμο Παππά» που αφορούσε τις τηλεοπτικές άδειες, η οποία προσπαθούσε να προεξοφλήσει την έκβαση της δίκης («Η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη να πάρει τις αποφάσεις και η κυβέρνηση θα την σεβαστεί απολύτως. Αλλά δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν δίνω ούτε μια πιθανότητα»).[12]
Η αποφυγή σχολίων της πολιτικής εξουσίας επί ζητημάτων αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας είναι ένα ακόμη σημείο όπου τίθεται σοβαρό ζήτημα πολιτικής ευθύνης, στο οποίο οι εκάστοτε κυβερνώντες δείχνουν δυστυχώς ελλειμματικό σεβασμό, στη χώρα μας.
6. Ο κίνδυνος των προσωπικών αναφορών για την κατάλυση της κοινωνικής ηθικής του κράτους δικαίου και για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου
Ίσως το χειρότερο με τον προσωπικό χαρακτηρισμό ενός κατηγορούμενου για βιασμό ανηλίκων και κατάχρηση εξουσίας είναι ότι ενισχύει αυτό που ο H.L.A. Hart αποκαλούσε στο μακρινό 1962 «ηθικό λαϊκισμό».[13] Η κοινωνική οργή είναι απολύτως αναμενόμενη και δικαιολογημένη. Εκείνο όμως που διαφοροποιεί την κοινωνική ηθική του φιλελεύθερου και δημοκρατικού κράτους δικαίου από την ολοκληρωτική φασιστική κοινωνία είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η οργή αυτή.
Όταν η φύση των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται ένας άνθρωπος είναι τέτοια, ώστε να ελέγχεται μετά δυσκολίας η ροπή όσων σπεύδουν “να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους”, τότε είναι ευθύνη των πολιτικών που ασκούν δημόσια εξουσία και μάλιστα κυβερνητική, να μην αναρριπίζουν την οργή, αλλά αντίθετα να κάνουν το παν για να τη συγκρατήσουν στο πλαίσιο του πολιτικού πολιτισμού του κράτους δικαίου. Όταν ένας κατηγορούμενος, πριν ακόμη δικαστεί, θα ήταν λογικό να προτιμά να μείνει στην απομόνωση της φυλακής από το να κυκλοφορεί ελεύθερος, γιατί θα αισθανόταν πιο ασφαλής στο κελί του απέναντι στην εκδικητικότητα του πλήθους, τότε η προσβολή της έννομης τάξης, από μεμονωμένη που ήταν, γενικεύεται. Η αποχαλίνωση που επικράτησε στα ΜΜΕ, τα τραγικά φαινόμενα κομματικοποίησης της υπόθεσης και γενικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε στη δημόσια σφαίρα η πιο προβεβλημένη ως τώρα περίπτωση του ελληνικού #MeToo δείχνει το πολύ σοβαρό έλλειμμα πολιτικού πολιτισμού που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας.
Η αδυναμία του κομματικού συστήματος να συμβάλει σε μία οργανωμένη, θεσμική και συστηματική αντίδραση απέναντι σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα είναι αποκαρδιωτική. Όταν όμως η αστοχία εκδηλώνεται με τον δημόσιο λόγο ενός φορέα κυβερνητικής εξουσίας, τότε εκείνος φέρει επί πλέον την αντίστοιχη πολιτική ευθύνη, με ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Γιάννης Τασόπουλος
Καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Δικηγόρος
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Γ. Τασόπουλου, Τι είναι το κοινοβουλευτικό σύστημα; Syntagma-watch.gr 12.5.2019.
[2] Joseph Jaconelli (2005). Do Constitutional Conventions Bind?. The Cambridge Law Journal, 64, (149-176), σ. 169-170.
[3] Matthew Flinders (2000) The enduring centrality of individual ministerial responsibility within the British constitution, The Journal of Legislative Studies, 6:3 (73-92), σ. 78-79.
[4] J. Barthélemy, σε Olivier Beaud, Le transfert de la responsabilité politique du ministre vers ses proches subordonnés, στο έργο Ol. Beaud, J.-M. Blanquer, La responsabilité des gouvernants, Descartes, Paris, 1999, σ. 203, 211-212.
[5] Γ. Τασόπουλου, Το συνταγματικό θεμέλιο των Ανεξάρτητων Αρχών, σε Κ. Σπανού, Δ. Σωτηρόπουλος, Κουλτούρα, ιστορία, δημοκρατία, Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2018, σ. 137-153.
[6] Jaconelli, όπ.π. σ. 164-166.
[7] Amanda Sinclair, The Chameleon of Accountability: Forms and Discourses, Accounting Organizations and Society, vol. 20 2/3, 1995, σ. 219, 223.
[8] Sinclair, όπ.π. σ. 223.
[9] Τι τρέχει με τον Δημήτρη Λιγνάδη -Ανακοίνωση Μενδώνη, κάνει λόγο για «φήμες». Bλ. iefimerida 2.2.2021.
https://www.iefimerida.gr/politismos/ti-trehei-me-ton-dimitri-lignadi-anakoinosi-mendoni-kanei-logo-gia-fimes
Παραιτήθηκε ο Δημήτρης Λιγνάδης από το Εθνικό Θέατρο -Διαβάστε όλη την επιστολή παραίτησης, Bλ. iefimerida 6.2.2021.
Πηγή: iefimerida.gr – https://www.iefimerida.gr/politismos/dimitris-lignadis-paraitithike
Μενδώνη για παραίτηση Λιγνάδη: Δεν υπάρχει κάποια επώνυμη καταγγελία μέχρι σήμερα news.gr 07/02/2021
https://www.news.gr/politikh/article/2483630/mendoni-gia-paretisi-lignadi-den-iparchi-kapia-eponimi-katangelia-mechri-simera.html
[10] Μενδώνη: Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος -Μας εξαπάτησε, 19.2.2021.
Πηγή: iefimerida.gr – https://www.iefimerida.gr/zoi/mendoni-o-dimitris-lignadis-einai-enas-epikindynos-anthropos
[11] Η περίπτωση βέβαια αφορούσε τελείως διαφορετικές συνθήκες από αυτές που συζητάμε, αλλά δεν παύει να θέτει ένα γενικότερο μέτρο πολιτικής αρετής για την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης. Βλ. Β. Καλογρηάς, Η παραίτηση του Βίλι Μπραντ, Η Καθημερινή, 18.11.2019.
https://www.kathimerini.gr/world/1052129/i-paraitisi-toy-vili-mprant/
[12] Πρώτο Θέμα, 12.9.2016, Ν.Δ.: Ωμή επέμβαση Τσίπρα ενόψει της απόφασης του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες.
https://www.protothema.gr/politics/article/609859/nd-omi-paremvasi-tsipra-enopsei-tis-apofasis-tou-ste-gia-tis-tileoptikes-adeies/
[13] H.L.A. Hart, Law, Liberty and Morality, Oxford UP, Oxford, 1963, σ. 79.