Στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία «πολιτικά ανεύθυνος» είναι μόνο ο ανώτατος άρχοντας, ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αντίθετα, πολιτική ευθύνη για πράξεις και παραλείψεις δικές τους και των λειτουργών του κύκλου αρμοδιότητάς τους έχουν όλοι όσοι ασκούν πολιτική εξουσία, η οποία στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και στην αρχή της αντιπροσώπευσης. Αυτές οι αρχές νομιμοποιούν τη συλλογική δράση, αλλά και την ευθύνη των πολιτικών υποκειμένων, των κομμάτων, κατεξοχήν της ίδιας της Κυβέρνησης, μέσα από ένα σύστημα δημοκρατικής λογοδοσίας. Επομένως, η ευθύνη του πολιτικού προσώπου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την άσκηση πολιτικής εξουσίας και με τη δημοκρατική αρχή, ανεξάρτητα αν αυτή η ευθύνη προσδιορίζεται από υποκειμενικά ή αντικειμενικά στοιχεία, από πράξεις ή παραλείψεις του ιδίου, κάποιου συνεργάτη του ή φορέα του κύκλου της αρμοδιότητάς του.
Αυτή η ευθύνη, που μπορεί να αποδειχθεί και νομική ή ηθική, είναι κυρίως πολιτική με την ευρύτερη έννοια της υποχρέωσης ανάληψης της ευθύνης για πράξεις και παραλείψεις, για τα θετικά και τα αρνητικά που επισυμβαίνουν στο πλαίσιο της άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, η πολιτική ρυθμίζεται από δημοκρατικούς και κοινοβουλευτικούς κανόνες και κρίνεται από την αποτελεσματικότητα την οποία παράγει στη δημόσια σφαίρα. Υπ’ αυτή την έννοια, στην πολιτική δεν υπάρχει το (αδι)ανόητο που είχε κάποια στιγμή εκφωνηθεί για τη «στραβή που έκατσε στη βάρδιά μου», γιατί για κάθε «στραβή» αναζητείται πολιτική ευθύνη και, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, μπορεί να στοιχειοθετείται και νομική ευθύνη.
Το ελληνικό #MeToo, με τον ιδιαίτερα καταλυτικό τρόπο που εκφράστηκε αρχικά με τις γενναίες αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου και κατόπιν με αυτές των άλλων θυμάτων, προκάλεσε μία μεγάλη τομή στον αφελή εφησυχασμό και στην υπνώτουσα ευθύνη της κοινωνίας και της πολιτικής. Κατ’ αρχάς, η κοινωνία αναγκάστηκε να αντικρίσει κατάματα, μετά τις καταγγελίες των θυμάτων, αυτό που επιμελώς απέφευγε για χρόνια να δει, δηλαδή και τη δική της ευθύνη να προλαμβάνει αποτελεσματικότερα, μέσω των θεσμών κοινωνικού ελέγχου, φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης, σεξουαλικής βίας, ειδεχθών και άλλων εγκληματικών πράξεων στους χώρους εργασίας.
Στη συνέχεια, η πολιτική κινήθηκε με διστακτικότητα να αναλάβει άμεσα πρωτοβουλία παρέμβασης για τις όποιες πράξεις και παραλείψεις, καθώς η σκοτεινή πλευρά αυτών των εγκλημάτων καλύπτεται συχνά από τη σιωπή και το φόβο. Για να συνεννοηθούμε, δεν έχει καμία νομική, ηθική ή πολιτική υποχρέωση ο Υπουργός ή αυτός που ασκεί πολιτική εξουσία να γνωρίζει ή να εικάζει τις σεξουαλικές διαστροφές ή τις εγκληματικές συμπεριφορές που ανάγονται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των συνεργατών του, ή των προσώπων που επιλέγει. Πολιτικά ευθύνεται μόνο για την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα της επιλογής του. Ωστόσο, η λεπτή κόκκινη γραμμή που αναδείχθηκε εμφατικά από τις υποθέσεις του ελληνικού #MeToo είναι ότι, από τη στιγμή που υπάρχουν καταγγελίες και επιλαμβάνεται ακόμα και σε προκαταρτικό στάδιο η Δικαιοσύνη, αυτός που ασκεί πολιτική εξουσία – σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας – οφείλει να παρέμβει άμεσα. Εκεί δεν χωρούν καθυστερήσεις ή σταθμίσεις πολιτικού κόστους.
Η αποπομπή συνεργάτη ή προσώπου τοποθετημένου σε θέση πολιτικής επιλογής, δεν συνιστά για τον Υπουργό παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, αλλά υποχρέωση που πηγάζει από τη δική του πολιτική ευθύνη να προστατεύσει τους θεσμούς. Αυτό φαίνεται ότι ήδη το εμπεδώσαμε. Μακάρι, να εμπεδώσουμε και κάτι ακόμα: ότι όσοι επιχειρούν να στήσουν μικροκομματικό καυγά στα απόνερα τέτοιων ειδεχθών εγκλημάτων με πολιτικάντικες κραυγές και ανορθολογικές υστερίες, λίγο διαφέρουν από κάποιες περιφερόμενες κουτσομπόλες «παλιάς κοπής». Σημασία έχει σήμερα το σπάσιμο της σιωπής και η προστασία των θυμάτων και αυτό είναι πολιτική ευθύνη όλων.
Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρ. Υφυπουργός Παιδείας
Πηγή: Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα Πελοπόννησος, 23/2/2021