Search
Close this search box.
Συμβάλλοντας στη συζήτηση για τον ν. 4760/2020 περί μεταγωγής κρατουμένων, που έχει αναζωπυρωθεί τις τελευταίες ημέρες, οι Ανδρέας Τάκης και Θωμάς Ψήμμας αναδεικνύουν το νομικό κενό που προκύπτει και αναζητούν τη βέλτιστη μεθοδολογική επίλυσή του.

Μέσα στον ορυμαγδό της αντιπαράθεσης για τη μεταγωγή του Δ. Κουφοντίνα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον προσελκύουν – και εύλογα ίσως – τα ηχηρά ηθικά και πολιτικά επιχειρήματα και όχι οι “τεχνικότητες” του νόμου. Και όμως, για όσους έκαναν τον κόπο να ρίξουν μια ματιά στις εφαρμοστέες διατάξεις, η υπόθεση έκρυβε μια απροσδόκητη σπαζοκεφαλιά και, συγκεκριμένα, ένα κενό νόμου, όπως λέμε εμείς οι νομικοί. Γιατί, εντελώς παράδοξα, οι συντάκτες του ν. 4760/2020, μολονότι με την ρύθμιση του επίμαχου άρθρου 3 §1 στόχευαν – “φωτογραφικά” υποστηρίζουν, όχι άδικα, πολλοί – την περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα, ωστόσο σιωπούν εκκωφαντικά σχετικά με το σε ποιο σωφρονιστικό κατάστημα θα πρέπει αυτός να μεταχθεί, το πρακτικό ζήτημα δηλαδή για το οποίο ο εν λόγω κρατούμενος κάνει απεργία πείνας. Αλλά ας δούμε από κοντά τις κρίσιμες διατάξεις:

Σύμφωνα λοιπόν με το προαναφερθέν άρθρο 3 §1 του ν. 4760/2020 (μεταγωγή σε αγροτικές φυλακές), «στα αγροτικά καταστήματα κράτησης και την Κεντρική Αποθήκη Υλικού Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.) δύνανται να μετάγονται κατάδικοι κρατούμενοι, ικανοί για εργασία, ανεξαρτήτως αδικήματος, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, μετά από πρόταση του Συμβουλίου Φυλακής, εφόσον τους έχει χορηγηθεί τακτική άδεια τουλάχιστον μια (1) φορά, έχουν τηρήσει τους όρους της άδειας και: α) έχουν ποινή ή συνολικές ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε (5) έτη και έχουν εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο (1/10) της ποινής τους ή β) έχουν ποινή κάθειρξης ή συνολικές ποινές φυλάκισης μέχρι (10) έτη και έχουν εκτίσει πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής τους ή γ) έχουν ποινές άνω των δέκα (10) ετών συνολικά και έχουν εκτίσει πραγματικά τα τρία δέκατα (3/10) της ποινής τους ή δ) έχουν ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχουν εκτίσει πραγματικά δέκα (10) έτη. Απαγορεύεται η μεταγωγή ή η παραμονή σε αγροτικές φυλακές και στην Κ.Α.Υ.Φ. σε όσους κρατούμενους έχουν καταδικασθεί για εγκλήματα τρομοκρατίας, όπως επίσης σε κρατούμενους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ή έχει εκλείψει ο λόγος χορήγησής της ή έχουν υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα ή εάν εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα. Κρατούμενος ο οποίος από τον χρόνο μετάβασής του σε αγροτικές φυλακές ή στην Κ.Α.Υ.Φ. απωλέσει τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ή εκλείψει ο λόγος χορήγησής της ή υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα ή ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα, επαναμετάγεται στο κατάστημα κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθη».

Για τον προσεκτικό αναγνώστη, είναι σαφές ότι ο νομοθέτης θέλησε για λόγους σωφρονιστικής πολιτικής, που υιοθετεί, να στερήσει το ευνοϊκό μέτρο της μεταγωγής και παραμονής σε αγροτική φυλακή από συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων, μεταξύ των οποίων και οι καταδικασθέντες για εγκλήματα τρομοκρατίας. Ωστόσο, ενώ αυτός προέβλεψε ρητά σε ποιο κατάστημα κράτησης θα έπρεπε να επιστρέψουν όσοι κρατούμενοι παρέμεναν σε αγροτική φυλακή και ενέπιπταν στις κατηγορίες αυτές, συγκεκριμένα στο κατάστημα από το οποίο αυτοί είχαν αρχικά μεταχθεί, παρέλειψε όλως διόλου να ορίσει πού μετάγονται ειδικά οι καταδικασμένοι για εγκλήματα τρομοκρατίας.

Για έναν παραδοσιακό νομικό δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε ένα κενό νόμου. Κενό νόμου βέβαια δεν υπάρχει εκεί όπου ο νομοθέτης απλώς σιωπά. Υπάρχουν ευτυχώς άπειρα πράγματα για τα οποία δεν μιλάει ο νομοθέτης χωρίς να μας προβληματίζει αν πρόκειται για κενό. Κενό υπάρχει θα έλεγε κανείς εκεί όπου αυτός σιωπά, ενώ αναμένουμε ευλόγως να πει κάτι και τέτοια σίγουρα είναι η περίπτωση που μας απασχολεί, καθότι ακριβώς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 3 §1 προβλέπει την τύχη όσων εμπίπτουν στις κατηγορίες κρατουμένων των οποίων η παραμονή σε αγροτικές φυλακές εφεξής απαγορεύεται, αναφερόμενο διεξοδικά σε αυτές, πλην αυτών που εμπίπτουν στην ειδική κατηγορία των καταδικασθέντων για εγκλήματα τρομοκρατίας. Τότε όμως πού θα έπρεπε ή, έστω θα μπορούσε, να μεταταχθεί ο Δ. Κουφοντίνας ως καταδικασμένος για τέτοια εγκλήματα;

Μάταια θα αναζητήσει ο νομικός κάποια νύξη έστω στην περιβόητη “βούληση του ιστορικού νομοθέτη” ανατρέχοντας στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4760/2020. Δεν θα βρει την παραμικρή εξειδίκευση των δικαιολογητικών λόγων που επέβαλαν τη θέσπιση της εν λόγω απαγόρευσης, παρά μόνον μια γενικόλογη αναφορά στην ασφάλεια των σωφρονιστικών καταστημάτων. Ακόμη λιγότερο θα βρει μια ratio που να επιτάσσει διακριτή μεταχείριση των κρατούμενων που έχουν καταδικασθεί για εγκλήματα τρομοκρατίας έναντι των λοιπών κατηγοριών προσώπων που εμπίπτουν στον σαφή κανόνα της επαναμεταγωγής στο κατάστημα κράτησης, από το οποίο είχαν μεταχθεί στις αγροτικές φυλακές. 

Μπροστά στο παράδοξο αυτό αδιέξοδο δύο φαίνονται να είναι οι οδοί ερμηνευτικής διαφυγής που θα μπορούσε να επιλέξει ο παραδοσιακός νομικός, που εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τη σιωπή του νόμου ως ένα ατύχημα που τον αναγκάζει να αναλάβει απρόθυμα τον ρόλο νομοθέτη.

Έτσι, θα μπορούσε κατ’ αρχήν να εκληφθεί η σιωπή του νόμου ως μια αστόχαστη παράλειψη, μια ακούσια δηλαδή κακοτεχνία του ιστορικού νομοθέτη. Σε τέτοια περίπτωση και με δεδομένο ότι από πουθενά δεν προκύπτει ρητά τουλάχιστον κάποιος δικαιολογητικός λόγος διαφορετικής μεταχείρισης της ειδικής κατηγορίας των καταδικασμένων για εγκλήματα τρομοκρατίας από τις λοιπές τέσσερεις, η μεταχείριση των οποίων ρητά προσδιορίζεται από την επίμαχη διάταξη, η ερμηνευτική διαφυγή θα συνίστατο στη διορθωτική επέκταση του ρυθμιστικού βεληνεκούς της διάταξης και στην ειδική περίπτωση που δεν περιλαμβάνεται στη γραμματική διατύπωσή της. Στην περίπτωση αυτή, ο Δ. Κουφοντίνας θα έπρεπε να επαναμεταχθεί στο σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης του Κορυδαλλού, στο οποίο κρατείτο πριν μεταχθεί σε αγροτική φυλακή. Το γεγονός ότι στην απόφαση έκτακτης μεταγωγής του στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Δομοκού γίνεται μια γενικόλογη αναφορά σε εξαιρετικούς λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και εύρυθμης λειτουργίας [ενν. των σωφρονιστικών καταστημάτων], στο πλαίσιο των μέτρων τα οποία ελήφθησαν, λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα επιδημιολογική κατάσταση, για την αποφυγή διάδοσης του κορονοϊού στο κατάστημα αυτό (ενν. του Κορυδαλλού), συνηγορεί εμμέσως πλην σαφώς στο ότι ο κανόνας που ισχύει και για τους καταδικασμένους για τρομοκρατικές ενέργειες είναι η επαναμεταγωγή στο κατάστημα κράτησης, από το οποίο μετήχθησαν στις αγροτικές φυλακές. Η δε επίκληση της αποφυγής διάδοσης του κορονοϊού ως λόγος κατ’ εξαίρεση μεταγωγής σε άλλη φυλακή από τη νομικά προβλεπόμενη (εφόσον, με βάση το προαναφερόμενο σκεπτικό, κριθεί ότι το γράμμα της διάταξης συμπεριλαμβάνει και τους καταδικασθέντες κρατουμένους για εγκλήματα τρομοκρατίας) μοιάζει προσχηματική, καθώς η δημόσια υγεία ως επιτακτικός σκοπός δημοσίου συμφέροντος έχει ήδη αξιοποιηθεί εν γένει ως δικαιολογητικός λόγος για την αναστολή μεταγωγών.

Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η σιωπή του νόμου εν προκειμένω πράγματι οφείλεται στο ότι η περίπτωση Δ. Κουφοντίνα “διέλαθε” της προσοχής των συντακτών των κρίσιμων διατάξεων, ώστε να μπορεί εύλογα το ζήτημα να θεωρηθεί απλώς νομοτεχνικό. Και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο αν μάλιστα, όπως πολλοί πιστεύουν, η όλη ρύθμιση είναι “φωτογραφική” της περίπτωσης Κουφοντίνα. Τότε, όμως, θα ήταν αναγκασμένος κανείς να συμπεράνει ότι η παράλειψη του τυπικού νομοθέτη να προβλέψει ρητά τη δέουσα μεταχείριση των κρατουμένων της ειδικής αυτής κατηγορίας, στην οποία ανήκει και ο Δ. Κουφοντίνας, υπονοεί πράγματι πρόθεση διαφοροποίησης των καταδικασμένων για εγκλήματα τρομοκρατίας έναντι των λοιπών κατηγοριών προσώπων που απαγορεύεται να μεταχθούν ή να παραμείνουν στις αγροτικές φυλακές, τα οποία επιστρέφουν στο κατάστημα κράτησης, από το οποίο είχαν μεταχθεί στις αγροτικές φυλακές, ακόμη και αν τέτοια διαφοροποίηση δεν προκύπτει από κανένα σημείο της αιτιολογικής έκθεσης. Με δεδομένο όμως ότι η μη ρητώς δικαιολογούμενη διαφοροποίηση αυτή διενεργείται σιωπηρά, σε τί θα μπορούσε εύλογα να έγκειται αυτή, αν όχι στο ότι το πού θα μετάγονται οι προερχόμενοι από αγροτικές φυλακές κρατούμενοι για εγκλήματα τρομοκρατίας επαφίεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων οργάνων της σωφρονιστικής διοίκησης να επιλέγει τον τόπο, χρόνο και τρόπο μεταγωγής τους;

Οσοδήποτε όμως πειστική, τέτοια ερμηνευτική οδός διαφυγής από το παράδοξο της επίμαχης ρύθμισης εγείρει δια μιας ένα μείζον δικαιοκρατικό ζήτημα. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, η σιωπή του νομοθέτη ερμηνεύεται ως απονομή στη διοίκηση μιας δικαιοκρατικά ανέλεγκτης και άρα παντελώς αυθαίρετης εξουσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθ. 25 παρ. 1 Συντ., καθότι έρχεται σε καταφανή αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού δικαίου αναφορικά με τις δυσμενείς ατομικές πράξεις που εκδίδουν τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ήτοι την υποχρέωση σαφούς, ειδικής και επαρκούς αιτιολογίας, από την οποία συνάγεται η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση της πράξης (άρθ. 17 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας).

Γι’ αυτό ακριβώς και οφείλει να προβληματίσει πολύ σοβαρά το ότι, παρά την κατά άρθρο 19 ΚΔΔ, υποχρέωση κοινοποίησης της επαχθούς διοικητικής πράξης στον διοικούμενο τον οποίο αφορά, το αίτημα του Δ. Κουφοντίνα για χορήγηση αντιγράφου της απόφασης μεταγωγής του στο σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης Δομοκού απορρίφθηκε κατ’ επίκληση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, με το επιχείρημα ότι περιέχει και στοιχεία άλλων μεταχθέντων κρατουμένων. Το δε γεγονός ότι τα αρμόδια όργανα της σωφρονιστικής διοίκησης δυστροπούν στην υπόδειξη του Συνηγόρου του Πολίτη να παρέχουν ενημέρωση για τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη προκειμένου να αιτιολογήσουν την εν λόγω απόφαση μεταγωγής και κοινοποίηση των εγγράφων, από τα οποία να προκύπτει η αλληλουχία των μεταγωγών, πρέπει να μετατρέψει τον προβληματισμό μας σε σοβαρή ανησυχία.

Έτσι, όμως, το πρακτικό ζήτημα που μας απασχολεί παραμένει ακόμη αναπάντητο: πού θα πρέπει ή, έστω, θα μπορούν τελικά να μετάγονται οι κρατούμενοι της ειδικής κατηγορίας στην οποία ανήκει ο Δ. Κουφοντίνας;

Ωστόσο, η σπαζοκεφαλιά αυτή, που δημιούργησε η παράδοξη σιωπή του νομοθέτη, θα παραμένει όσο θα παραμένουμε κι εμείς εγκλωβισμένοι από το παραδοσιακό ρεφλέξ του δέους απέναντι στο κενό του νόμου αντί να διακρίνουμε το πραγματικό πρόβλημα της όλης ρύθμισης που μας απασχολεί, πίσω και πέρα από τη διατύπωση της. Γιατί η ρύθμιση εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως μια επιλογή σωφρονιστικής πολιτικής με την οποία μπορεί κανείς να συμφωνεί ή διαφωνεί, αλλά παρ’ όλα αυτά κρύβει έναν κανόνα του ποινικού δικαίου. Το σωφρονιστικό δίκαιο και το θεσμικό σύστημα που αυτό υλοποιεί, στο πλαίσιο μιας πολιτείας που φιλοδοξούμε να παραμείνει δικαιοκρατική, αφορούν κατ’ αρχήν τη μεταχείριση των κρατουμένων με βάση τη συγκεκριμένη προσωπικότητά τους, τη διαγωγή τους, την επικινδυνότητά τους κ.ο.κ. και όχι το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν και κρατούνται, που παραμένει κατ’ αρχήν αδιάφορο. Αντίθετα, το ποινικό δίκαιο μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας, δεν ενδιαφέρεται κατ’ αρχήν για την προσωπικότητα και το φρόνημα του αδικηματία αλλά για τον τύπο της συμπεριφοράς που αυτός ή αυτή επέδειξε. Η ποινή αποτελεί την έμπρακτη εκδήλωση της ηθικής και κοινωνικής απαξίας που η έννομη τάξη αποδίδει στον τύπο της συμπεριφοράς και το ύψος της, την ένταση αυτής της απαξίας. Φυσικά, το είδος του εγκλήματος που διεπράχθη και, ακόμη περισσότερο, οι περιστάσεις τέλεσης του συγκεκριμένου κατά περίπτωση εγκλήματος ενδέχεται να είναι αποκαλυπτικές σε σημαντικό βαθμό στοιχείων της προσωπικότητας του δράστη, ώστε να πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν αρμοδίως όσον αφορά τη σωφρονιστική μεταχείρισή του κατά την έκτιση της ποινής. Αυτό όμως δεν αίρει την πρακτική σημασία της θεωρητικής διάκρισης μεταξύ ποινής και σωφρονισμού.

Εν προκειμένω, ωστόσο, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 3 §1 και, συγκεκριμένα, η απαγόρευση του εδ. β΄ φαίνεται ακριβώς να παραβιάζει αυτή τη διάκριση καθότι προσδιορίζει τις κατηγορίες των κρατουμένων των οποίων η μεταγωγή ή παραμονή σε αγροτική φυλακή εφεξής απαγορεύεται, με βάση κριτήρια αναγόμενα σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ή της κατάστασης του συγκεκριμένου κάθε φορά κρατουμένου, σε όλες τις περιπτώσεις πλην αυτής των καταδικασθέντων για εγκλήματα τρομοκρατίας, οι οποίοι προσδιορίζονται ακριβώς με βάση τον τύπο του τελεσθέντος αδικήματος. Οσοδήποτε και αν ο τύπος του συγκεκριμένου εγκλήματος και η ιδιαίτερη απαξία, που συναρτάται με την τέλεσή του, δικαιολογούν προκαταρκτικές εκτιμήσεις σχετικά με τη μελλοντική διαγωγή του δράστη, αυτές δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αποκλειστική βάση της σωφρονιστικής του μεταχείρισης, παρακάμπτοντας την ανάγκη εξατομικευμένης εκτίμησης του συγκεκριμένου προσώπου και της διαγωγής του. Διαφορετικά, θα επρόκειτο για ένα κακό, το οποίο η έννομη τάξη επιβάλλει σε ένα πρόσωπο εν όψει ακριβώς της απαξίας της πράξης που έχει τελέσει, δηλαδή για μια ποινή. Γι’ αυτό και η στέρηση του “προνομίου” της μεταγωγής σε αγροτικές φυλακές από τους καταδικασθέντες για εγκλήματα τρομοκρατίας δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως μια ποινική διάταξη που επιβάλλει στους δράστες εγκλημάτων αυτού του τύπου μια παρεπόμενη ποινή. Ως κανόνας του ποινικού και όχι του σωφρονιστικού δικαίου, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί παρά να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το φως των γενικών αρχών του ποινικού δικαίου μιας δικαιοκρατούμενης πολιτείας, όπως οι αρχέςnullum crimen, nulla poena sine lege certa και της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η εν λόγω κρυφή ποινική ρύθμιση ανταποκρίνεται στις σχετικές προδιαγραφές του άρθρου 7 Συν. της συνταγματικότητας, δεν καταλαμβάνει αναδρομικά την περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα.

Συμπερασματικά, η βέλτιστη μεθοδολογική επίλυση του υφιστάμενου νομικού κενού στο άρθ. 3 παρ. 1 Ν. 4760/2020 δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή που συμβαδίζει με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις ενός κράτους δικαίου. Κορωνίδα του κράτους δικαίου είναι να μην αυθαιρετεί κατά τη θέσπιση, ερμηνεία και εφαρμογή των νομικών διατάξεων, αποκλειστικά και μόνο στη βάση αξιολογήσεων που ήδη έχουν κριθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής του καταδικασθέντος. Σε διαφορετική περίπτωση, τίθεται εν αμφιβόλω ο απροσωπόληπτος χαρακτήρας των κανόνων δικαίου και των, κατ’ εξουσιοδότηση αυτών, αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αποτελεί απλώς έκπτωση από τη δικαιοκρατική οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, αλλά διανοίγει το πεδίο για καταστατική αμφισβήτηση από τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας της ανθρώπινης υπόστασης του προσώπου εκείνου που απαξίωνε ασυγχώρητα την ανθρώπινη ζωή.

Ανδρέας Τάκης
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Θωμάς Ψήμμας
Διδάκτωρ Νομικής

Υ.Γ. Σχετικά με το παρόν ζήτημα, χρήζει ειδικής μνείας η ενδιαφέρουσα δημόσια τοποθέτηση του Δικηγόρου Αθηνών και Μέλους ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Θανάση Καμπαγιάννη, ο οποίος υποστηρίζει ότι η περίπτωση Δ. Κουφοντίνα δεν εμπίπτει καν στο νομικό κενό του τόπου μεταγωγής των καταδικασθέντων για εγκλήματα τρομοκρατίας. Κατά τον χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης και επιβολής της ποινής στον εν λόγω κρατούμενο δεν υφίστατο διακριτή τυποποίηση των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων στον Ποινικό Κώδικα (το οικείο άρθ. 187 Α θεσπίστηκε μεταγενέστερα με το Ν. 3251/2004), αλλά αυτές ενέπιπταν στη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση του άρθ. 187 ΠΚ. Ως εκ τούτου, ο δικαιολογητικός λόγος για την απαγόρευση παραμονής του Δ. Κουφοντίνα στις αγροτικές φυλακές και η επαναμεταγωγή του στο σωφρονιστικό κατάστημα που κρατείτο προηγουμένως (δηλαδή το σωφρονιστικό κατάστημα Κορυδαλλού) βρίσκει έρεισμα στην εξής περίπτωση: «… εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων». Τούτο διότι εκκρεμεί σε βάρος του ποινική διαδικασία για ένα κείμενο συμπαράστασης προς κρατούμενο που υπέγραψε μετά από αναταραχή στις φυλακές Κορυδαλλού, κάτι το οποίο οδήγησε στο να κινηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για την πλημμεληματική πράξη της ηθικής αυτουργίας σε υποκίνηση σε στάση.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Τηλεφωνικές υποκλοπές και κατάχρηση εξουσίας

Με αφορμή τη μηνυτήρια αναφορά του Νίκου Ανδρουλάκη για απόπειρα παρακολούθησης του τηλεφώνου του, ο Ξενοφών Κοντιάδης θυμάται το σκάνδαλο Watergate και σχολιάζει το θεσμικό πλαίσιο και τις νομοθετικές παρεμβάσεις σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών.

Περισσότερα

Πανεπιστημιακή αστυνομία // Πανεπιστήμιο, Αστυνομία και νομοθέτηση την εποχή της πανδημίας (Άποψη ΙΙ)

Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής σχολιάζει το ενδεχόμενο σύστασης Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος, που προβλέπεται στο ν/σ του Υπουργείου Παιδείας, υπογραμμίζοντας ότι: “η συγκεκριμένη πρόβλεψη είναι ασύμβατη με τη συνταγματική εγγύηση του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων και εν γένει της ακαδημαϊκής ελευθερίας.”

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.