Φέτος γιορτάζουμε 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Μία μεγάλη και σημαντική επέτειος. Και όπως όλες οι μεγάλες επέτειοι, είτε σε εθνικό, είτε σε κοινωνικό, είτε ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο είναι μια ευκαιρία, πέρα από τους εορτασμούς, για αναστοχασμό. Είναι μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε τι επεδίωξε η επανάσταση αυτή, τι πέτυχε, τι άφησε ως παρακαταθήκη, πού βρισκόμαστε 200 χρόνια μετά και πού θέλουμε να πάμε αλλά και πώς θα φθάσουμε εκεί.
Η ίδια η έννοια της επανάστασης σηματοδοτεί μια θεμελιώδη πολιτική μεταβολή. Η επανάσταση του 1821 πέτυχε στο πεδίο αυτό κοσμοϊστορικές για την ιστορία μας μεταβολές. Οδήγησε, μεταξύ άλλων: α) στη δημιουργία μιας νέας κρατικής οντότητας, και μάλιστα σε πείσμα των καιρών, β) στην υπερψήφιση από αντίστοιχες εθνοσυνελεύσεις, κατά βάση, τριών Συνταγμάτων το 1822, το 1823 και το 1827[1] δημοκρατικών και φιλελεύθερων[2] – το τρίτο δε πρωτοποριακό για την εποχή του[3] – και εν τέλει γ) στην οριστική θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους μέχρι το 1832.
Στους δύο αιώνες που ακολούθησαν, η συνταγματική και πολιτική ιστορία της Ελλάδας, διήλθε (με σχετικά σύντομες περιόδους δικτατορικών καθεστώτων) από την απόλυτη μοναρχία, στη βασιλευόμενη δημοκρατία και εν τέλει στην προεδρευόμενη δημοκρατία, γνώρισε στιγμές ανόδου αλλά και στιγμές ουσιαστικής απομάκρυνσης από τη συνταγματική νομιμότητα[4]. Λειτούργησε πάντως, έστω και με μεγάλες δυσκολίες, ως ένα κράτος κοινοβουλευτικό. Πέρασε έναν ταραγμένο (και από τις διεθνείς και παγκόσμιες εξελίξεις) 20ο αιώνα και έφτασε μέχρι την μεταπολίτευση που αποτελεί μεγάλο ορόσημο. Και αυτό διότι είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα του 1975 έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα[5], που μόνο μικρά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν[6], καθώς κατάφερε για πρώτη ίσως φορά να εγκαθιδρύσει μια ελληνική δημοκρατία στην οποία οι όροι και οι κανόνες μεταβολής των κυβερνήσεων γίνονταν σεβαστοί και κατοχύρωσε και εφάρμοσε σε μεγάλο βαθμό τα ατομικά δικαιώματα. Τα θεσμικά αυτά επιτεύγματα δεν τα είχαν καταφέρει ούτε τα προχωρημένα Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου, καθώς τα τελευταία δεν εφαρμόστηκαν σε μεγάλο βαθμό, ενώ στα δύο πρώτα υπήρχαν ελλείψεις (για την εποχή) στον κατάλογο των δικαιωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, δεν αποφεύχθηκαν, κατά την περίοδος ισχύος του Συντάγματος του 1975 και σοβαρές δυσλειτουργίες ή παθογένειες, όπως π.χ. η ελλιπής παρουσία των θεσμικών αντιβάρων, η διαχρονική έλλειψη εμπιστοσύνης στον λαό, η διαφθορά και η ασυνέχεια της διοίκησης[7].
Κι όμως παρά τα μεγάλα αυτά επιτεύγματα, είναι διάχυτη η αίσθηση όλων, ειδικών και μη, ότι η Ελληνική Δημοκρατία, 200 χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, βρίσκεται σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η διαρκώς εντεινόμενη αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική ζωή και η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, η κρίση χρέους (2010-2018) και οι παθογένειες που τη δημιούργησαν, η διαφθορά, και οι προκλήσεις για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα που έφερε μαζί της η πανδημία, δημιουργούν ένα διάχυτο προβληματισμό. Ως κορωνίδα όλων αυτών θα πρόσθετα την έλλειψη ενός συνεκτικού οράματος για το παρόν και το μέλλον.
Στο μεγάλο αυτό σταυροδρόμι υπάρχει από τη μια πλευρά η οδός της διατήρησης του status quo με περιορισμένες (και ενίοτε και αποσπασματικές) παρεμβάσεις στη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως αυτό έγινε για παράδειγμα με την αναθεώρηση του 2019, η οποία κατέληξε σε μια άνιση και περιορισμένη αναθεώρηση, χωρίς εν τέλει σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία του πολιτεύματος και κυρίως χωρίς αντίκτυπο στα σημεία δυσλειτουργίας του πολιτεύματος. Η επιλογή αυτή εστιάζει μόνο (ή έστω κυρίως) στα μεγάλα επιτεύγματα και αντιμετωπίζει τα σοβαρά ερωτηματικά που εγείρονται για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα και όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ως μια μεμψίμοιρη κριτική αυτών που ήδη έχουν επιτευχθεί. Μία τέτοια θέαση υποβαθμίζει (κάποιες φορές συνειδητά) αναγκαίες τομές που χρειάζεται το πολίτευμα και η κοινωνία και στοχεύει – grosso mondo – σε αυτό που ήδη προαναφέραμε ως την οδό της διατήρησης του status quo ή σε κάποιες περιπτώσεις – ακόμη χειρότερα – την επιστροφή σε πρακτικές που κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που έχει ανάγκη η χώρα, όπως π.χ. την υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και εσχάτως τη διακυβέρνηση με το δόγμα «νόμος και τάξη». Άλλοτε, πάλι, η στάση αυτή, έστω και αν ξεκινά από καλοπροαίρετη αφετηρία, συμβάλλει εν τέλει στη διατήρηση των παθογενειών που αντιμετωπίζει το πολίτευμα και η ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Από την άλλη πλευρά σε αυτό το σταυροδρόμι, βρίσκεται η οδός της προσπάθειας για δημιουργικές αλλαγές στο πολίτευμα, με σεβασμό στις κατακτήσεις του και με το βλέμμα στραμμένο στις δυσλειτουργίες του, κυρίως με τη δημιουργία και την υποστήριξη, 200 χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, ενός νέου οράματος για το ποιοι είμαστε, τι είδους ποιότητα θέλουμε στη δημοκρατία μας, τι στόχους θέτουμε συνολικά ως κοινωνία και με ποιες αξίες θα υποστηρίξουμε τους στόχους αυτούς. Η οδός αυτή είναι δύσκολη και επίπονη. Απαιτεί μια εθνική συνεννόηση σε ένα minimum στόχων και αξιών και ένα εκτεταμένο αναστοχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Αν, όμως, με την ευκαιρία των 200 ετών από την επανάσταση, μπορούμε να αντλήσουμε ένα δίδαγμα από αυτή, είναι ότι ακόμα και υπό τις πιο δύσκολες και δυσοίωνες συνθήκες (όπως ήταν σε σημαντικό βαθμό οι συνθήκες πριν από την επανάσταση του 1821 με την κυριαρχία της λεγόμενης Ιεράς Συμμαχίας αλλά και την υπερκέραση των ελληνικών δυνάμεων σε αριθμό από τις αντίστοιχες οθωμανικές) μια οργανωμένη συλλογική προσπάθεια μπορεί – και συνήθως το κάνει – να προκαλέσει μεγάλες θετικές αλλαγές, να επιφέρει μεγάλες πολιτικές τομές και να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια νέα ιστορική διαδρομή. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μήνυμα της επανάστασης του 1821, το αίτημα για ουσιαστικό εκδημοκρατισμό – σε πείσμα των καιρών – και απελευθέρωση όλων των δημιουργικών δυνατοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που για τα επόμενα 200 χρόνια, πρέπει να πατά γερά στα πόδια της, εμπνεόμενη και αντλώντας δύναμη από τη λειτουργία του πολιτεύματός της, και με αυτοπεποίθηση να ενταχθεί δυναμικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, στις λεωφόρους του μέλλοντος για νέα και σημαντικά επιτεύγματα.
Γρηγόρης Αυδίκος
Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου
Υποσημειώσεις:
[1] Το 1822 στην Α΄ Εθνοσυνέλευση που έλαβε χώρα στην Επίδαυρο υπερψηφίσθηκε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας , το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας», το 1823 υπερψηφίσθηκε από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, που έλαβε χώρα στο Άστρος Κυνουρίας, το δεύτερο Σύνταγμα, ο «Νόμος της Επιδαύρου» και στις 1827 υπερψηφίσθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε αρχικά στην Πιάδα και στη συνέχεια στην Τροιζήνα, το τρίτο Σύνταγμα, το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας».
[2] Βλ. ενδεικτικά μια συνοπτική αλλά έγκυρη αιτιολόγηση του χαρακτηρισμού αυτού σε Σακελλαροπούλου Κ., Τα Συντάγματα του Αγώνα: Το δίκαιο της ελευθερίας, προσβάσιμο σε www.constitutionalism.gr (πρόσβαση 09.03.2021).
[3] Βλ. Αλιβιζάτος Ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Πόλις, Αθήνα, 2011, σ. 54, 62, βλ. επίσης Μανιτάκης Α., Ο ελληνικός συνταγματισμός 200 χρόνια μετά, ΕΑΠ, Αθήνα, 2020, σ. 25.
[4] Βλ. μια αναλυτική παράθεση αυτών στο Αυδίκος Γ., Παθογένειες του Συντάγματος και Αναθεώρηση, Στοχαστής, Αθήνα, 2020, σ. 23 και συνολικά Κεφ. Πρώτο.
[5] Μάνεσης Α., Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα: Αναζητώντας μια δύσκολη νομιμοποίηση, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (1980-2000), Τόμος ΙΙ, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 189, όπου σημειώνεται ότι, παρά ορισμένα συντηρητικά στοιχεία, το Σύνταγμα του 1975 είναι το πιο δημοκρατικό που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, Δρόσος Γ., Συνταγματικός λόγος, πολιτειακή κρίση και Αριστερά, The Books’ Journal, τευχ. 30, Απρίλιος 2013, προσβάσιμο και στο www.constitutionalism.gr, σ. 7-8.
[6] Όπως ορθά παρατηρείται σε Αλιβιζάτος Ν., Τσακυράκης Σ., Βενιζέλος Ε., «Εν ου παικτοίς», Ποικίλη Στοά, Αθήνα, 2016, σ. 27.
[7] Βλ. μια αναλυτική παράθεση αυτών στο Αυδίκος Γ., Παθογένειες του Συντάγματος και Αναθεώρηση, οπ.π., σ. 115-144.