Το τελευταίο διάστημα καταβάλλεται, από μέρος της ελληνικής θεωρίας, μια προσπάθεια να αναδειχθούν τα πλεονεκτήματα όχι μόνο γενικά του συστήματος της «συνεπιμέλειας» (ορθότερα: της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά το χωρισμό των γονέων), αλλά ειδικότερα και του (τελευταίου) σχεδίου νόμου που είχε γίνει γνωστό από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και που ήδη τέθηκε σε διαβούλευση. Το ΣχΝ αυτό υιοθετεί ένα σημαντικό αριθμό ρυθμίσεων που προτάθηκαν από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή (της οποίας το σχέδιο δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ), περιέχει όμως και διαφορετικές ρυθμίσεις και προσθήκες που αλλοιώνουν τη φιλοσοφία του αρχικού σχεδίου, οι οποίες δεν μπορούν να περνούν απαρατήρητες. Για τη δημόσια συζήτηση έχει, πιστεύω, σημασία να μην εξωρραϊζεται το ΣχΝ, που μπορεί να είναι σχετικά καλύτερο από άλλα κείμενα και ψήγματα κειμένων που είχαν κατά καιρούς κυκλοφορήσει, αλλά δεν παύει να είναι ένα προβληματικό νομικό κείμενο.
Στην πραγματικότητα, το σχέδιο προσφέρεται για το παιχνίδι «βρείτε τα λάθη». Είναι τόσο πολλά τα προβλήματα, άλλα οφθαλμοφανή, άλλα κρυμμένα, που αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς. Κατά πρώτο λόγο, υπάρχουν σοβαρά νομικά και δικαιοπολιτικά ζητήματα: Ίσως κατά διεθνή πρωτοτυπία, ένα ΣχΝ για τις σχέσεις γονέων και παιδιών ενέχει τέτοια προφανή μετατόπιση επικέντρου, από το συμφέρον του παιδιού προς τις επιθυμίες και επιδιώξεις των γονέων. Σε όλο το ΣχΝ είναι εμφανής η αναφορά στον έναν από τους δυο γονείς (ούτε καν και στους δύο), του οποίου τα δικαιώματα πρέπει πάση θυσία να προστατευτούν. Με θυσία του παιδιού, του άλλου γονέα, του Αστικού Κώδικα, των διεθνών δεσμεύσεων της Ελλάδας. Τέτοιο σοβαρό σφάλμα προσανατολισμού επιδεινώνεται και με συγκαλυμμένες, πλην σκανδαλώδεις, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις τους, διατάξεις. Τι άραγε σημαίνει ότι μετά το χωρισμό «οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα»; Πότε την ασκούσαν «εξίσου» και «εξακολουθούν» να το κάνουν; Δικαιολογείται ο φόβος ότι η διάταξη αυτή, με μια και μόνη λέξη, επιχειρεί να εισαγάγει ως εκ του νόμου ισχύουσα, χωρίς καμιά εγγύηση ή προϋπόθεση, την ισόχρονη παραμονή του παιδιού με τον καθένα γονέα, άλλως την ισόχρονη εναλλασσόμενη κατοικία του! Κάτι όμως τόσο σοβαρό, τόσο αμφιλεγόμενο, μπορεί άραγε, να τεθεί συγκαλυμμένα, με μια και μόνη λέξη; Ευτυχώς, είναι τόσο αδύναμη και αντισυστηματική η όλη ρύθμιση, που εντέλει θα διευκολυνθεί η μόνη δυνατή και σκόπιμη ερμηνεία του «εξίσου», δηλαδή ότι σημαίνει «ισότιμα» και όχι ισόχρονα – και βέβαια το ισότιμα, ως νομικά αυτονόητο, δεν χρειάζεται, αλλά και δεν βλάπτει.
Σοβαρά προβλήματα ουσίας υπάρχουν και στην προτεινόμενη διάταξη για τη νόμιμη κατοικία του παιδιού∙ γιατί να μπορούν να επιδίδονται τα έγγραφα που αφορούν το παιδί και στον γονέα που δεν ασκεί καθόλου γονική μέριμνα;
Επίσης, στα ζητήματα της επικοινωνίας, όπου οι διατυπώσεις για το 1/3 «του συνολικού χρόνου» «με φυσική παρουσία» (και όχι μόνο με διαμονή στο σπίτι του γονέα) μπορούν να οδηγήσουν σε παρανοϊκές καταστάσεις υπολογισμών, αλλά και τεράστια ανασφάλεια δικαίου, ενώ η ξαφνική «ιδέα» να τεθεί η επικοινωνία όχι μόνον ως δικαίωμα, αλλά και ως υποχρέωση του γονέα, ακυρώνεται… μερικές προτάσεις πιο κάτω στην ίδια διάταξη!
Κορωνίδα ίσως των προβλημάτων ουσίας είναι το προτεινόμενο άρθρο 1511 ΑΚ, στο οποίο, πέραν της συστηματικής αστοχίας, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, διαπιστώνεται μια εμμονή με τον γονέα, τα δικαιώματα και τη στάση του, ενώ, κατά τη συστηματική λογική της, πρόκειται για μια γενική διάταξη με αντικείμενο το συμφέρον του παιδιού. Με την πρόταση για το άρθρο 1511 ΑΚ, το παιδί εξαφανίζεται από τη ρύθμιση και απλώς πλαισιώνει τα δικαιώματα και το ρόλο των γονέων.
Πέραν αυτών, εντοπίζονται και άλλες διατάξεις, που θα δημιουργήσουν πρόβλημα με διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει η Ελλάδα , όπως η νομοθετική ιεράρχηση («πρωτίστως», 1511) κριτηρίων για το συμφέρον του παιδιού, η προσθήκη της γενικής προϋπόθεσης – νομοθετικής επιφύλαξης ότι η γνώμη του παιδιού λαμβάνεται υπόψη μόνον όταν δεν είναι προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής (άλλη μια διεθνής πρωτοτυπία), οι κίνδυνοι παραβίασης, μέσω της μονόπλευρης και με κάθε τρόπο εύνοιας προς το δικαίωμα επικοινωνίας, της ιδιωτικής ζωής του παιδιού και του άλλου γονέα και πολλά άλλα.
Περαιτέρω, το ΣχΝ έχει ασύμβατα με το κείμενο του ΑΚ συστηματικά λάθη και περιέχει διατάξεις που βρίσκονται σε αντινομία με άλλες διατάξεις του ΑΚ ή και του ίδιου του σχεδίου, όπως εντελώς ενδεικτικά: α) Η παρανόηση της λειτουργίας του άρθρου 1511. Ενώ, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για τη διάταξη που προβλέπει το συμφέρον του παιδιού ως γενική προϋπόθεση για τη λήψη κάθε απόφασης, των γονέων ή του δικαστηρίου, που το αφορά, ο συντάκτης του ΣχΝ θεωρεί ότι πρόκειται για διάταξη που ρυθμίζει τα κριτήρια ανάθεσης της επιμέλειας (γιατί αυτό, προφανώς, τον ενδιαφέρει). Έτσι όμως η διάταξη περιέχει κριτήρια που δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε άλλες περιπτώσεις λήψης απόφασης, λ.χ. επί ενός συγκεκριμένου θέματος γονικής μέριμνας (ΑΚ 1512).
β) Στο άρθρο 1441 φαίνεται ο νομοθέτης να αγνοεί τις επόμενες ρυθμίσεις για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και να μην αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος του άρθρου 1441 είναι να προβλέπει το ελάχιστο περιεχόμενο της συμφωνίας αναφορικά με τα παιδιά.
γ) Στο άρθρο 1513 σε συνδυασμό με το 1520, εντοπίζεται το εξής: σε σχέση με την απαίτηση του νόμου να περνά το παιδί το 1/3 του χρόνου του με τον ένα γονέα, τίθενται προϋποθέσεις και δικλίδες για να διασφαλίζεται το συμφέρον του, αλλά για την επιχειρούμενη (με τη λέξη “εξίσου”) ισόχρονη παραμονή του με τον κάθε γονέα δεν τίθεται καμιά προϋπόθεση. Εξάλλου, η άνωθεν καθιέρωση της ισόχρονης εναλλασσόμενης διαμονής του παιδιού με τον κάθε γονέα αντιφάσκει με την ίδια την έννοια της συνεπιμέλειας, αφού ακριβώς αυτό το θέμα (με ποιον θα μένει το παιδί και για πόσο χρόνο) είναι βασικό θέμα που πρέπει να συναποφασίζουν οι γονείς.
δ) Στο άρθρο 1520, η «υποχρέωση» επικοινωνίας που ξαφνικά εισάγεται, ανατρέπεται στη συνέχεια με την πρόβλεψη ότι ο ελάχιστος χρόνος επικοινωνίας που «τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού» δεν ισχύει, αν ο (κατά τη διάταξη υπόχρεος επικοινωνίας γονέας) … ζητεί μικρότερη επικοινωνία. Και last but not least, η ακατανόητη και άστοχη χρήση στην ίδια διάταξη του όρου τεκμήριο, ως δήθεν «τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας», σε μια ρύθμιση που δεν εισάγει νόμιμο τεκμήριο με την έννοια που έχει ο όρος στη γενική θεωρία του δικαίου.
Αυτά είναι μια πολύ σύντομη και ελλειπτική παρουσίαση, δεν θα αναφερθώ καν στο θέμα της επίδρασης της ποινικής καταδίκης του γονέα που είναι δικαιούχος συνεπιμέλειας ή επικοινωνίας (που το ΣχΝ απαιτεί να είναι αμετάκλητη), καθώς έχει τεθεί με μεγάλη έμφαση από τις γυναικείες οργανώσεις. Πάντως, στον κατάλογο των συστηματικών αντινομιών ή ελλείψεων του ΣχΝ, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν διευκρινίζεται κατά ποιων προσώπων πρέπει να στρέφονται τα αναφερόμενα εγκλήματα, καθώς και ότι δεν φαίνεται να έχει ληφθεί υπόψη το ισχύον άρθρο 1537.
Και τέλος, ελπίζω ότι ατυχείς λεκτικές διατυπώσεις, έστω και την τελευταία στιγμή, θα αποφευχθούν. Διατυπώσεις όπως «Στο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται πρωτίστως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και στην αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς» «Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων, και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς» «Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των συζύγων» και το κορυφαίο «Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο του συνολικού».
Κατερίνα Φουντεδάκη
Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου – Νομική Σχολή ΑΠΘ