Η πρόσφατη ανακοίνωση αποχώρησης της Τουρκίας από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, 2011) είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για την εξέλιξη της προστασίας των δικαιωμάτων των γυναικών στη χώρα αυτή, που μαστίζεται από συνεχή φαινόμενα γυναικοκτονιών και βίας κατά των γυναικών[1]. Η πρόσφατη πανδημία, μάλιστα, επιδείνωσε τη θέση των γυναικών όχι μόνο στη χώρα αυτή, αλλά και παγκοσμίως[2].
Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης είναι η πιο εκτεταμένη διεθνής συνθήκη για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών σε όλες τις μορφές της[3]. Η πρόληψη της βίας, η προστασία των θυμάτων, η δίωξη των δραστών και η ανάγκη για ολοκληρωμένες πολιτικές σε εθνικό επίπεδο είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της Σύμβασης. Τα μέτρα που απαιτούνται από τη Σύμβαση βασίζονται στην προϋπόθεση ότι η βία κατά των γυναικών δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να επενδύσουν τα κράτη σε πολιτικές που να προάγουν την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών και να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο η πραγματική ισότητα και η αλλαγή της δυναμικής ισχύος και των στάσεων σε σχέση με το φύλο μπορούν πραγματικά να αποτρέψουν αυτή τη σοβαρή παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης προβλέπει έναν μηχανισμό παρακολούθησης, για να αξιολογήσει και να βελτιώσει την εφαρμογή της από τα συμβαλλόμενα κράτη: την ανεξάρτητη Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τη Δράση κατά της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (GREVIO), και την Επιτροπή των Μερών (Committee of the Parties).
Σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχείο γ΄ της Σύμβασης, ως «φύλο» (gender) νοούνται οι «κοινωνικά δημιουργημένοι ρόλοι, συμπεριφορές, δραστηριότητες και ιδιότητες που μια δεδομένη κοινωνία θεωρεί κατάλληλα για τις γυναίκες και τους άνδρες». Στο άρθρο 3 στοιχείο δ΄ ορίζεται ως βία με βάση το φύλο κατά των γυναικών, η βία που καταφέρεται εναντίον μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα ή που επηρεάζει δυσανάλογα τις γυναίκες. Επιπλέον, το άρθρο 12 παράγραφος 1 ορίζει ως γενική υποχρέωση πρόληψης της βίας την εξάλειψη προκαταλήψεων, εθίμων, παραδόσεων και άλλων πρακτικών που βασίζονται στην ιδέα της κατωτερότητας των γυναικών ή σε στερεότυπους ρόλους των δύο φύλων.
Ο ορισμός της έννοιας του «φύλου» στη Σύμβαση εκφράζει μια νέα αντίληψη για το δίκαιο της ισότητας των φύλων. Το δίκαιο αυτό μετεξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε διεθνές, ευρωπαϊκό, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, κυρίως σε δυτικές χώρες, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι φεμινιστικές θεωρίες του δικαίου συνετέλεσαν σε αυτήν τη διαδικασία, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του φύλου ως κοινωνικού και διευρύνοντας την κατηγορία φύλο, ώστε να εμπεριέχει περισσότερες υποκατηγορίες, πέρα από την παραδοσιακή διχοτόμηση ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα. Δόθηκε, έτσι, η δυνατότητα να εκχωρηθούν, στις περισσότερες δυτικές χώρες τουλάχιστον, δικαιώματα σε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα[4].
Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης δεν θέτει νέα πρότυπα σε σχέση με την ταυτότητα φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ούτε και σε σχέση με τη νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών. Εμπεριέχει, όμως, στο άρθρο 4 παράγραφος 3, μεταξύ άλλων λόγων διάκρισης, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ταυτότητας φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού[5]. Έτσι διασφαλίζεται η προστασία και η υποστήριξη όλων των θυμάτων βίας, ανεξάρτητα από τα ταυτοτικά τους χαρακτηριστικά ή τις ερωτικές προτιμήσεις τους. Για παράδειγμα, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα, από τα κράτη που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση, ώστε τα διεμφυλικά άτομα να μην αποκλείονται από την προστασία σε σχέση με την ενδοοικογενειακή βία, την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας, τον βιασμό ή τον αναγκαστικό γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες που διατηρούν σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου, έτσι ώστε όλες, συμπεριλαμβανομένων των λεσβιών, των αμφιφυλόφιλων και των διεμφυλικών γυναικών, να έχουν πρόσβαση σε καταφύγια προστασίας από την ενδοοικογενειακή βία, καθώς και το δικαίωμα να ζουν χωρίς βία. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να περιλαμβάνονται και οι ομοφυλόφιλοι άνδρες οι οποίοι αντιμετωπίζουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι υποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) που αφορούν την ενδοοικογενειακή βία[6]. Στις υποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο έχει κρίνει πως εφαρμόζεται, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, το άρθρο 3 ΕΣΔΑ, στο οποίο εμπεριέχεται η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Ειδικότερα, η υπόθεση M.G. κ. Τουρκίας[7] αφορούσε αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης στην περίπτωση συζύγου, που εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία λόγω ενδοοικογενειακής βίας, την οποία είχε υποστεί και συνέχιζε να υφίσταται από τον πρώην σύζυγό της με απειλές κατά της ζωής της, και η οποία την οδήγησε σε καταθλιπτική διαταραχή και χρόνιο μετατραυματικό στρες. Το ΕΔΔΑ έκρινε στην υπόθεση αυτή ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 ΕΣΔΑ και υπογράμμισε την ιδιαίτερη επιμέλεια που απαιτείται από τα συμβαλλόμενα κράτη για την αντιμετώπιση καταγγελιών σχετικά με ενδοοικογενειακή βία. Τόνισε, περαιτέρω, ότι η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης απαιτούσε από τα κράτη να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι αστυνομικές έρευνες και οι διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων θα διεξαχθούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, ο όρος «βία κατά των γυναικών» έπρεπε να εννοηθεί ως παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και μορφή διάκρισης κατά των γυναικών. Σε σχέση με αυτό, σημείωσε ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, η αδρανής και παθητική στάση των αρχών στην Τουρκία ισοδυναμούσε με διακριτική μεταχείριση, ικανή να δημιουργήσει ένα κλίμα που να ευνοεί την ενδοοικογενειακή βία[8].
Μεγάλο ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει και η σχετικά πρόσφατη Σύσταση για την πρόληψη και την καταπολέμηση του σεξισμού, που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 28 Μαρτίου 2019 , η οποία ήρθε ως απάντηση στο κίνημα #MeToo και σε άλλα πρόσφατα κινήματα και απαιτεί από τα κράτη να εντείνουν τον αγώνα τους κατά του σεξισμού σε όλους τους τομείς. Ο σεξισμός ορίζεται ως μια εκδήλωση ιστορικά άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών, η οποία οδηγεί σε διακρίσεις και εμποδίζει την πλήρη πρόοδο των γυναικών στην κοινωνία. Η Σύσταση αναγνωρίζει ότι ο σεξισμός και η σεξιστική συμπεριφορά είναι βαθιά ριζωμένες στις σύγχρονες κοινωνίες και ενισχύουν τα στερεότυπα σε σχέση με το φύλο. Επιπλέον, περιλαμβάνει αναφορές σε διαπλεκόμενες (intersectional) μορφές σεξισμού, που βασίζονται σε διασταυρούμενους λόγους διάκρισης και έναν ολοκληρωμένο κατάλογο μέτρων σε τομείς όπου εμφανίζεται ο σεξισμός, όπως η διαφήμιση και τα μέσα ενημέρωσης, η απασχόληση, ο τομέας της δικαιοσύνης, η εκπαίδευση και ο αθλητισμός. Ως προτεινόμενες δράσεις περιλαμβάνονται νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που καταδικάζουν τον σεξισμό και ποινικοποιούν τη σεξιστική ρητορική μίσους σε σχέση με το φύλο, προβλέποντας κατάλληλη έννομη προστασία για τα θύματα σεξιστικής συμπεριφοράς. Τα κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης καλούνται να παρακολουθούν την πρόοδό τους στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της Σύστασης και να ενημερώνουν την Επιτροπή Ισότητας των Φύλων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα μέτρα που έχουν ληφθεί και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί.
Η Σύσταση αυτή είναι πρωτοποριακή γιατί ασπάζεται τη θεωρία της intersectionality[9], σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι συχνά βρίσκονται σε μειονεκτική θέση εξαιτίας της διαπλοκής πολλαπλών πηγών καταπίεσης που συντρέχουν ταυτόχρονα σε ένα άτομο, όπως το φύλο, η φυλή, η κοινωνική τάξη, η ταυτότητα φύλου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η θρησκεία, η αναπηρία κ.ά. Θα πρέπει να διαφοροποιείται από τις πολλαπλές διακρίσεις που θεωρούνται ως επιπρόσθετες ή σωρευτικές και που αντιμετωπίζουν κάθε λόγο διάκρισης ως ξεχωριστό, που απλώς συνυπάρχει με άλλους[10]. Επιπρόσθετες ή σωρευτικές διακρίσεις αποκαλούνται οι δυσμενείς εκείνες διαφοροποιήσεις σε βάρος ενός προσώπου που οφείλονται σε δύο ή περισσότερους απαγορευμένους λόγους διάκρισης, οι οποίοι, μολονότι δρουν ταυτόχρονα, διατηρούν την αυτοτέλειά τους[11]. Για παράδειγμα, η δυσμενής μεταχείριση με βάση τη φυλή και το φύλο είναι δύο ξεχωριστά ζητήματα, ωστόσο, μπορούν να συντρέχουν και να δημιουργήσουν μεγαλύτερη βλάβη στο άτομο που τις υφίσταται. Η έννοια της intersectionality χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτό το φαινόμενο της καταπίεσης από πολλαπλές συντρέχουσες κοινωνιολογικά και πολιτισμικά κατασκευασμένες κατηγορίες διάκρισης, που στην ουσία συνιστούν ένα διακριτό όλον καταπίεσης για ένα συγκεκριμένο άτομο, το οποίο το δίκαιο αδυνατεί να προστατεύσει ως τέτοιο, παρέχοντας συνήθως έννομη προστασία μόνο για μία εξ αυτών των κατηγοριών διάκρισης. Ενώ στις επιπρόσθετες διακρίσεις οι απαγορευμένοι λόγοι διάκρισης διατηρούν την αυτοτέλειά τους, στις διαπλεκόμενες διακρίσεις οι λόγοι αυτοί διασταυρώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται από αυτούς ένας νέος, σύνθετος, λόγος διάκρισης[12].
Η διευρυμένη αντίληψη της νομικής έννοιας του «φύλου» αποτελεί σημείο τομής και διαφοροποίησης ανάμεσα στους δυτικούς και σε άλλους περισσότερο παραδοσιακούς νομικούς πολιτισμούς, που βασίζονται σε θρησκευτικά δίκαια. Η Τουρκία εδώ και δεκαετίες βρίσκεται σε ένα τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, ανάμεσα στο κοσμικό κράτος του Κεμάλ και τη μουσουλμανική θρησκευτική παράδοση. Η απόφαση της Τουρκίας για αποχώρηση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στο Κράτος Δικαίου και στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη χώρα αυτή. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι μπροστά στην επανοηματοδότηση της νομικής έννοιας του «φύλου» σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία βασίζεται στην αναγνώριση των φεμινιστικών προσεγγίσεων του δικαίου, η γειτονική μας χώρα επιλέγει το δρόμο της υπαναχώρησης από το πλέγμα της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων των γυναικών και κατ’ επέκταση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
Άννα-Μαρία Κώνστα
Λέκτορας Συγκριτικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. https://eca.unwomen.org/en/where-we-are/turkey/ending-violence-against-women (τελευταία πρόσβαση 21/3/2021).
[2] Βλ. https://www.unwomen.org/en/news/stories/2020/6/statement-inter-agency-statement-on-violence-against-women-and-girls–in-the-context-of-covid-19 (τελευταία πρόσβαση 21/3/2021).
[3] Βλ. https://rm.coe.int/prems-039019-grc-2574-brochure-questions-istanbul-convention-web-16×16/1680944850 (τελευταία πρόσβαση 21/3/2021).
[4] Βλ. Άννα-Μαρία Κώνστα, Φύλο και Συγκριτικό Δίκαιο: ο νομικός πολιτισμός σε Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΗΠΑ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020.
[5] Η προστασία κατά των διακρίσεων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου στηρίζεται, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την ΕΣΔΑ, όπως το άρθρο 14 που αφορά την απαγόρευση των διακρίσεων και το δωδέκατο πρωτόκολλο. καθώς και από τη Σύσταση (2010) 5 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.
Επίσης, στηρίζεται και στη νομολογία του ΕΔΔΑ, όπως μεταξύ πολλών άλλων: ΕΔΔΑ, Sabalić κ. Κροατίας (αριθ. 50231/13), 14 Ιανουαρίου 2021, ΕΔΔΑ, Oliari κ.ά. κ. Ιταλίας (αριθ.18766/11 και 36030/11), 21 Οκτωβρίου 2015, ΕΔΔΑ, Βαλλιανάτος κ.ά. κ. Ελλάδας (αριθ. 29381/09 και 32684/09), 7 Νοεμβρίου 2013, ΕΔΔΑ, Horváth και Kiss κ. Ουγγαρίας (αριθ. 11146/11), 29 Ιανουαρίου 2013, ΕΔΔΑ, Schalk και Kopf κ. Αυστρίας (αριθ. 30141/04), 24 Ιουνίου 2010, ΕΔΔΑ, P.B. και J.S. κ. Αυστρίας (αριθ. 18984/02), 22 Ιουλίου 2010. Για τις υποθέσεις που αφορούν την ταυτότητα φύλου βλ. https://www.echr.coe.int/Documents/FS_Gender_identity_ELL.pdf (τελευταία πρόσβαση 21/3/2021).
[6] Βλ. https://www.echr.coe.int/Documents/FS_Domestic_violence_ENG.pdf (τελευταία πρόσβαση 21/3/2021).
[7] ΕΔΔΑ M.G. κ. Τουρκίας (αριθ. 646/10), 22 Μαρτίου 2016.
[8] Αντίστοιχα, στις υποθέσεις Eremia κ.ά. κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας (αριθ. 3564/11), 28 Μαΐου 2013, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ σε σχέση με την πρώτη αιτούσα και τις δύο κόρες της, που διαμαρτυρήθηκαν για την αποτυχία των αρχών της Μολδαβίας να τις προστατεύσουν από τη βίαιη και καταχρηστική συμπεριφορά του αστυνομικού συζύγου και πατέρα τους. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά τις γνώσεις τους για την κακοποίηση, οι αρχές δεν είχαν λάβει αποτελεσματικά μέτρα εναντίον του συζύγου της, ώστε να την προστατεύσουν από περαιτέρω ενδοοικογενειακή βία. Υποστήριξε επίσης ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ όσον αφορά τις κόρες, θεωρώντας ότι, παρά τις επιζήμιες ψυχολογικές συνέπειες που είχαν υποστεί από το γεγονός ότι είχαν καταστεί μάρτυρες της βίας του πατέρα τους κατά της μητέρας τους στην οικογενειακή εστία, οι αρχές είχαν προβεί σε ελάχιστες ή και καμία ενέργεια για να αποφευχθεί η επανάληψη τέτοιας συμπεριφοράς. Τέλος, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η ανταπόκριση των αρχών δεν ήταν απλή αποτυχία ή καθυστέρηση, αλλά ισοδυναμούσε με επανειλημμένη αποδοχή τέτοιας βίας και αντανακλούσε μια διακριτική στάση απέναντι στην πρώτη αιτούσα ως γυναίκα, τονίζοντας ότι οι αρχές στη Δημοκρατία της Μολδαβίας δεν έχουν πλήρως εκτιμήσει τη σοβαρότητα και την έκταση του προβλήματος της ενδοοικογενειακής βίας και των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών.
[9] Ο όρος intersectionality στα ελληνικά συχνά μεταφράζεται ως «διαθεματικότητα». Βλ. ενδεικτικά: A. ΚΑΡΑΣΤΑΘΗ, «Η ατμοσφαιρικότητα της βίας υπό συνθήκες συνυφασμένων κρίσεων», Φεμινιστιqά 1 (άνοιξη 2018), σ. 6-15, διαθέσιμο στο: http://feministiqa.net/atmosferikotita-vias/ (τελευταία πρόσβαση 21/3/2021). Για τη θεωρητική θεμελίωση της έννοιας βλ. K. W. CRENSHAW, «Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics», University of Chicago Legal Forum 1 (1989), σ. 139-167. Συμπληρωματικά της ίδιας: «Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence against Women of Colour», Stanford Law Review 43/6 (1991), σ. 1241-1299. Επίσης: P. HILL COLLINS, «The Social Construction of Feminist Thought», Signs 14/4 (1989), σ. 745-773· P. HILL COLLINS, Βlack Feminist Thought: Knowledge, Consciousness, and the Politics of Empowerment, Unwin Hyman, London, 1990 και «Toward a New Vision: Race, Class, and Gender as Categories of Analysis and Connection», Race, Sex & Class 1/1 (1993), σ. 25-45, καθώς και P. HILL COLLINS – S. BILGE, Intersectionality, Polity Press, Cambridge UK, 2016. Βλ. επίσης για το «μαύρο φεμινισμό»: V. BRYSON, Φεμινιστική πολιτική θεωρία, μτφρ. Ε. Πανάγου, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004.
[10] Σύμφωνα με Χ. Δεληγιάννη-Δημητράκου, ο όρος «πολλαπλές διακρίσεις» είναι ένας γενικός όρος που περικλείει στο περιεχόμενό του δύο διακριτές περιπτώσεις δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης: τις επιπρόσθετες ή σωρευτικές διακρίσεις (additive or cumulative discriminations και τις διαπλεκόμενες ή διασταυρούμενες διακρίσεις (inrersectional discriminations). Βλ. σχετικά: Χ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ-ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ, «Οι πολλαπλές διακρίσεις: συγκριτική προσέγγιση», Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 71/14 (2012), σ. 961· C. DELIYIANNI-DIMITRAKOU, «Egalité multidimensionnelle et discriminations multiples en droit comparé», Revue internationale de droit comparé 65/3 (2013), σ. 681-718 και C. DELIYIANNI-DIMITRAKOU, «La notion de discrimination multiple», στο: C. MESTRE, C. SACHS-DURAND, M. STORCK, Le travail humain au carrefour du Droit et de la Sociologie: Hommage au Professeur Nikitas Aliprantis, Presses Universitaires de Strasbourg, Strasbourg, 2014, σ. 607. Βλ. επίσης, Δ. ΛΕΝΤΖΗΣ, «Οι πολλαπλές διακρίσεις στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Status quo και προοπτικές μεταβολής του», Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 30/2-3 (2017), σ. 123-129.
[11] J. GERARDS, «The Grounds of Discrimination», στο: D. SCHIEK, L. WADDINGTON, M. BELL, Cases, Materials and Texts on National, Supranational and International Non-Discrimination Law, Hart Publishing, Oxford - Portland OR, 2007, σ. 171.
[12] Βλ. D. SCHIEK – A. LAWSON, European Union Non-Discrimination Law and Intersectionality: Investigating the Triangle of Racial, Gender and Disability Discrimination, Ashgate, Burlington VT, 2011)· D. SCHIEK – V. CHEGE, (επιμ.), European Union Non-Discrimination Law: Comparative Perspectives on Multidimensional Equality Law, Routledge-Cavendish, London-New York, 2008, σ. 12-13· J. GERARDS, «The Grounds of Discrimination», ό.π.· S. FREDMAN, «Double trouble: Multiple Discrimination and EU Law», European Antidiscrimination Law Review, 2005, σ. 13-18, και της ίδιας «Promoting Multi-Dimensional Equality: Positive Duties and Positive Rights», στο: D. SCHIEK and C. CHEGE (επιμ.), ό.π., σ. 73-89.