Ένα σημείο που κίνησε το ενδιαφέρον στην τραγική ιστορία της διπλής δολοφονίας στο Πήλιο ήταν ότι ο δράστης, κατά τους ισχυρισμούς του, «θόλωσε», επειδή το ένα θύμα (η εν διαστάσει σύζυγός του) δεν του επέτρεπε να δει το ηλικίας 2,5 ετών παιδί τους. Ο ίδιος δράστης φέρεται ότι είχε ιστορικό ψυχικής ασθένειας και κακοποίησης σε βάρος της συζύγου του.
Υπήρξαν κάποιες ακραίες τοποθετήσεις, όπως ότι αν ίσχυε ήδη η σχεδιαζόμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης εκ του νόμου «συνεπιμέλεια» (με την έννοια που της δίνουν οι υποστηρικτές της, δηλαδή της ισόχρονης ή κατά ένα τρίτο διαμονής του παιδιού με τον ένα γονέα), ο πατέρας αυτός δεν θα έφτανε στο φόνο. Φυσικά, κάθε λογικός άνθρωπος απορρίπτει την ιδέα ότι οποιαδήποτε νομοθετική ή δικαστική «αδικία» μπορεί να εξηγήσει έστω, δυο σχεδόν ταυτόχρονους φόνους με μαχαίρι. Βέβαια, έχοντας στα μάτια μας άλλη μια δολοφονία γυναίκας από το σύντροφό της, πρέπει να αναλογιστούμε πού αποσκοπούν τοποθετήσεις ότι «η ενδοοικογενειακή βία οποιασδήποτε μορφής δεν μπορεί να ερμηνευτεί απλοϊκά με σεξιστικούς όρους, αλλά είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, κι αφορά σε άνδρες και γυναίκες. Το στερεότυπο ότι η ενδοοικογενειακή βία προσβάλλει μόνο τις γυναίκες καταρρίπτεται, τόσο από τα διεθνή δεδομένα όσο κι από έρευνες στην Ελλάδα, καθώς τα ποσοστά βίας έναντι των ανδρών από τις συζύγους/συντρόφους είναι ίσα ή και ενίοτε υψηλότερα από εκείνα έναντι των γυναικών».
Ανεξάρτητα από αυτές τις ακραίες απόψεις, υπήρξαν και αντίθετες γνώμες, όπως ότι αν ήταν ήδη σε ισχύ η προτεινόμενη με το ΣχΝ του Υπουργείου Δικαιοσύνης μεταρρύθμιση των σχέσεων γονέων και παιδιών, ο κακοποιητικός και σοβαρά διαταραγμένος αυτός πατέρας θα είχε δικαίωμα να περνά με το παιδί του τουλάχιστον το 1/3 «του συνολικού» χρόνου του, μέχρι την αμετάκλητη (μετά 10-15 έτη) τυχόν καταδίκη του για ενδοοικογενειακή βία. Μια τέτοια θέση μοιάζει κάπως να ρέπει προς το λαϊκισμό και πιο ψύχραιμη και νηφάλια φαίνεται η προσέγγιση ότι ο δικαστής που θα καλείτο να επιληφθεί των θεμάτων της επιμέλειας και της επικοινωνίας, λόγω της διαφωνίας των γονέων, αντιλαμβανόμενος τα σοβαρά προβλήματα ψυχιατρικής φύσης του πατέρα, θα ανέθετε την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας στη μητέρα και θα περιόριζε δραστικά την επικοινωνία του πατέρα με το παιδί. Είναι όμως έτσι; Σε ποια θέση θα βρισκόταν ο δικαστής που θα έκρινε την επιμέλεια και την επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν ήταν ισχύον δίκαιο η πρόταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης;
Αυτός ο δικαστής θα όφειλε να εφαρμόσει ένα πρόσφατο νομοθέτημα, διαφημισμένο ως αναγκαίο εκσυγχρονισμό του παρωχημένου ελληνικού οικογενειακού δικαίου, που είχε δήθεν να μεταρρυθμιστεί από το 1983 (βέβαια ο δικαστής θα γνώριζε ότι το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο έχει τροποποιηθεί εκτενώς και το 1997 και το 2002), στο οποίο α) περιλαμβάνονται επανειλημμένες αναφορές στο δικαίωμα των γονέων για «εξίσου» άσκηση της γονικής μέριμνας και στον κίνδυνο διάρρηξης της σχέσης του παιδιού με έναν από αυτούς, β) ταυτίζεται το συμφέρον του παιδιού «πρωτίστως» με την ανατροφή του και από τους δυο γονείς, καθώς και, «ιδίως», με την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, γ) εντοπίζεται μια νομοτεχνικά άστοχη διάταξη για τους όρους της επικοινωνίας, η οποία πάντως έχει σαφή στόχευση, την πάση θυσία και υπεράνω κάθε άλλης εκτίμησης διαφύλαξη της κατά το δυνατό μεγαλύτερης (κατά «τεκμήριο» 1/3 του «συνολικού» χρόνου) επικοινωνίας του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δεν διαμένει δ) αναφέρεται ότι αποκλεισμός ή και περιορισμός ακόμη της επικοινωνίας ή αφαίρεση της γονικής μέριμνας επιτρέπονται μόνον επί αμετάκλητης καταδίκης του δικαιούχου για ενδοοικογενειακή βία (ενώ λ.χ. δεν απαιτείται κανενός είδους ποινική καταδίκη ή διαδικασία για άλλα αναφερόμενα γονεϊκά παραπτώματα μικρότερης βαρύτητας, όπως η μη καταβολή διατροφής ή η παρεμπόδιση της επικοινωνίας).
Θα όφειλε, με λίγες λέξεις, να εφαρμόσει ο δικαστής ένα σχεδόν ιδεοληπτικό νομοθέτημα, το οποίο, ιδίως στο θέμα του χρόνου παραμονής του παιδιού με τον κάθε γονέα, δεν αφήνει παρά περιορισμένα περιθώρια κρίσης με βάση το συμφέρον του συγκεκριμένου παιδιού, αφού εξάλλου αυτός είναι και ο νομοθετικός σκοπός, η αναστροφή της διαπιστούμενης από ορισμένες πλευρές τάσης των δικαστηρίων να «ευνοούν» τις μητέρες. Θα είχε ενδεχομένως ο ίδιος δικαστής διαβάσει επανειλημμένα στα ΜΜΕ ότι «Η συνεπιμέλεια εξισορροπεί και μειώνει την σύγκρουση. Παράλληλα, λειτουργεί και σε υψηλό επίπεδο συγκρουσιακών σχέσεων… Όλες οι συγκρούσεις δεν είναι τοξικές για τα παιδιά και η έκθεση σε κάποιον βαθμό διαφωνίας μεταξύ των γονέων μπορεί στην πραγματικότητα να προωθήσει την προσαρμοστικότητα των παιδιών… Οι αρνητικές επιπτώσεις της γονικής σύγκρουσης στα παιδιά εξομαλύνονται από τη συμμετοχή των πατέρων στην ανατροφή τους».
Τίθεται λοιπόν πραγματικά το ερώτημα, αν ο δικαστής, που θα έπρεπε να αποφασίσει μεταξύ της εκδίκασης άλλων, άσχετων με το οικογενειακό δίκαιο, υποθέσεων, πιθανότατα στο πλαίσιο μιας προσωρινής διαταγής και μέσα σε λίγα λεπτά, θα ξέφευγε από τη δηλωμένη κατεύθυνση του νομοθέτη και την προπαγάνδα που τη συνοδεύει και θα κατέβαλε πραγματική προσπάθεια να υπερβεί τους φραγμούς του νόμου, προκειμένου να αποτρέψει κινδύνους, που μπορούσε μόνο να υποψιαστεί.
Αλλά ακόμη κι αν το έκανε, μπορούμε να αναρωτηθούμε, αν σε μια τέτοια περίπτωση όσοι κάνουν επίμονα λόγο για «νομολογιακό έθιμο» ανάθεσης της επιμέλειας στη μητέρα και αποκλεισμού του πατέρα από την ουσιαστική συμμετοχή στη ζωή του παιδιού (φυσικά έθιμο με τη νομική έννοια του όρου δεν υφίσταται) δεν θα εξανίσταντο. Τώρα που συνέβη η τραγωδία, οι ίδιοι που επιχειρούν να δεσμεύσουν την κρίση του δικαστή προς μια κατεύθυνση, ιεραρχώντας κριτήρια για το συμφέρον του παιδιού, απαιτώντας μια οριζόντια «εξίσου» (προφανώς σε χρονική βάση) άσκηση της γονικής μέριμνας, που δεν υπάρχει ούτε πριν τον χωρισμό και θέτοντας ποσοστά χρόνου επικοινωνίας, απαντούν στο τραγικό περιστατικό της Μακρυνίτσας με εμπιστοσύνη σε αυτό που θα ήταν, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης οικογένειας, η κρίση του δικαστή.
Είναι όμως αντιφατικό, από τη μια μεριά, με δυσπιστία και απαξίωση προς το δικαστή, να επιχειρείται η δέσμευση της κρίσης του (δήθεν στο πλαίσιο του παιδαγωγικού ρόλου του νομοθέτη) και από την άλλη να γίνεται επίκληση της εξατομικευμένης δικαστικής κρίσης, ως ασφαλιστικής δικλίδας για την αποτροπή επικίνδυνων καταστάσεων. Και πρέπει να αναλογιστούμε ότι σε εξόφθαλμες περιπτώσεις ίσως πράγματι μπορούμε να περιμένουμε από το δικαστή να δώσει μια λύση με κατάλληλη ερμηνεία των περιοριστικών ρυθμίσεων, αλλά αυτές δεν αποτελούν την πλειονότητα. Συχνότερα, το συμφέρον του παιδιού μπορεί να απειλείται από μικρότερους ή λιγότερο ορατούς κινδύνους, η διαχείριση των οποίων θα είναι ακόμη δυσχερέστερη υπό το νέο πλαίσιο. Γιατί ακριβώς το πρόβλημα του ΣχΝ είναι η εκ των προτέρων και οριζόντια δέσμευση της κρίσης του δικαστή, που όμως μόνο αν είναι εξατομικευμένη, με αναφορά στις συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης οικογένειας, μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά για το συμφέρον του παιδιού, όπως εξάλλου τονίζουν τόσο η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, όσο και, πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Κατερίνα Φουντεδάκη
Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου – Νομική Σχολή ΑΠΘ