Η συζήτηση γύρω από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στους δημοσίους υπαλλήλους αναζωπυρώθηκε με την πρόσφατη απόφαση του Αρχηγού της ΕΜΑΚ. Η συγκεκριμένη απόφαση προβλέπει την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού του προσωπικού της ΕΜΑΚ, διαφορετικά, σε περίπτωση άρνησης για οποιονδήποτε λόγο (θρησκευτικό, προβλήματος υγείας, συνειδησιακό κτλ), ο υπάλληλος θα μετακινείται εντός υπηρεσίας σε άλλο τμήμα, με τις ίδιες αποδοχές.
Καταρχάς, η παραπάνω απόφαση ορθώς προβλέπει ως συνέπεια της άρνησης του υπαλλήλου την μετακίνησή του και όχι την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων, τη μείωση μισθού, την αποστέρηση από τον μισθό ή ακόμα και την παύση των υπαλλήλων. Οι παραπάνω συνέπειες ειδικά στον δημόσιο τομέα, θα ήταν παράνομες και αντίθετες ακόμα και με θεμελιώδους σημασίας διατάξεις του Συντάγματος.
Ωστόσο, η επίμαχη απόφαση παρουσιάζει νομικές αμφισβητήσεις, κυρίως ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοσή της.
Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση της πανδημίας με το νόμο 4675/2020 προέβλεψε τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης του Υπουργού Υγείας, περί υποχρεωτικού εμβολιασμού για την προστασία από μεταδοτική νόσο. Η σχετική απόφαση, εφόσον εκδοθεί, θα προσδιορίζει ακριβώς τις ομάδες πολιτών αλλά και τις κατηγορίες εργαζομένων, που λόγω του αντικειμένου και της φύσης της εργασίας τους, θα υπόκεινται σε υποχρεωτικό εμβολιασμό για την προφύλαξη της δημόσιας υγείας. Μέχρι σήμερα, σχετική απόφαση δεν έχει εκδοθεί.
Με άλλα λόγια, για τη θέσπιση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, όφειλε να εκδοθεί σχετική Υπουργική Απόφαση, η οποία θα στηρίζονταν σε συγκεκριμένα και αναλυτικά ιατρικά πορίσματα, σχετικές μελέτες, εκθέσεις Επιτροπών κ.ά. Είναι σαφές ότι για την ασφάλεια του δικαίου και την ομοιόμορφη εφαρμογή του, απαιτείται η έκδοση της ανωτέρω Υπουργικής Απόφασης, η οποία θα προσδιορίζει και συγκεκριμένες εξαιρέσεις, αφού υποχρεωτικός εμβολιασμός για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες δεν μπορεί να προβλεφθεί. Στον αντίποδα, η επιλογή έκδοσης διαφορετικού περιεχομένου αποφάσεων περί υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού από έκαστη Δημόσια Υπηρεσία, προωθεί την ανασφάλεια του δικαίου, αλλά ενισχύει και την άνιση μεταχείριση κατηγοριών των δημοσίων υπαλλήλων.
Πάντως, η απάντηση στο ερώτημα αν ο εμβολιασμός δημοσίων υπαλλήλων είναι συνταγματικά επιτρεπτός, δεν είναι μονοσήμαντη. Ειδικά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, με άμεση συσχέτιση και αναφορά στα καθήκοντα και στη φύση της εργασίας τους, κυρίως από την άποψη της επικινδυνότητας για τους ίδιους τους υπαλλήλους και όχι μετάδοσης σε τρίτους. Ειδικά, να υπογραμμιστεί ότι η πρώτη δικαστηριακή απόφαση του Μπελλοούνο της Ιταλίας, δέχθηκε ακριβώς τα παραπάνω, δηλαδή ότι οι νοσηλευτές εργαζόμενοι, οφείλουν να εμβολιαστούν για την προστασία της δικής τους υγείας και όχι για την αποφυγή μετάδοσης του ιού στους ασθενείς, αφού δεν υπάρχουν έγκυρα ιατρικά πορίσματα και δεδομένα περί μη μετάδοσης του ιού λόγω του εμβολίου. Ακόμα, και σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό νηπίων για την αποφυγή μετάδοσης παιδικών ασθενειών, ο νόμος που θα προβλέπει την υποχρεωτικότητα οφείλει να προβλέπει και ρυθμίζει τις εξαιρέσεις από αυτήν. Η παραπάνω πρόβλεψη συγκεκριμένων εξαιρέσιμων περιπτώσεων (πχ για νοσήματα κ.ά.) αποτελεί κριτήριο και προϋπόθεση για τη συνταγματικότητα του νόμου.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός οφείλει να θεσπίζεται με νόμο (τυπικό ή ουσιαστικό) και όχι με την έκδοση αποφάσεων διοίκησης δημόσιων υπηρεσιών και νομικών προσώπων.
Γιάννης Καρούζος
Δικηγόρος- Εργατολόγος
Μαριάννα Κατσιάδα
Δικηγόρος- Δημοσιολόγος.