Στις 10 Μαΐου το Α’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσίευσε μια σημαντική απόφαση για ζητήματα αποζημίωσης από πιθανές παρενέργειες εμβολίων στην υγεία των πολιτών, η οποία χρήζει ιδιαίτερης ερμηνείας και ανάλυσης καθώς συμπίπτει χρονικά με τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού και τα συναφή νομικά ζητήματα που έχουν ανακύψει.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ένα κοριτσάκι, ηλικίας 7 ετών, μαθήτρια της Ε’ Δημοτικού, μετά από τον εμβολιασμό του με το εμβόλιο MMR ΙΙ (τριδύναμο εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς) παρουσίασε πανεγκεφαλίτιδα, σπανιότατη νόσο (1:1.000.000 δόσεων εμβολίου) ως ανεπιθύμητη παρενέργεια του εμβολίου αυτού, έμεινε κλινικά νεκρή και απεβίωσε μετά από εννέα έτη. Η μητέρα της προσέφυγε δικαστικά, ως μόνη της κληρονόμος, ζητώντας αποζημίωση για υλική και ηθική βλάβη εξαιτίας της βλάβης που προκλήθηκε στην υγεία της κόρης της από τον εμβολιασμό, η οποία και τελικά την οδήγησε στο θάνατο. Ισχυρίστηκε ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όχι μόνον δεν την προστάτευσε, αλλά, αντίθετα, μία παρενέργεια αυτού της προκάλεσε αρχικώς ιλαρά, η οποία ραγδαία και ταχύτατα επεπλάκη με την ανίατη πάθηση της σκληρυντικής πανεγκεφαλίτιδας, που τελικώς, την οδήγησε στο θάνατο. Ακόμη, η μητέρα της μικρής που έχασε την ζωή της, στην αγωγή της υποστήριξε ότι συνέτρεχε ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου και του επίμαχου Δήμου, στα ιατρεία του οποίου έγινε ο εμβολιασμός, κατά τα άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ, λόγω παρανόμων πράξεων των οργάνων τους και, ειδικότερα: α) λόγω αντιθέσεως προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και προς τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας του επιβαλλομένου για την φοίτηση των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση εμβολιασμού και β) λόγω της κατά παράβαση του Συντάγματος και της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού παραλείψεως να θεσπισθεί νομοθετικά σύστημα αποζημιώσεως για βλάβη ή θάνατο από εμβολιασμό. Από το Διοικητικό Πρωτοδικείο επιδικάστηκε στην μητέρα της άτυχης κοπέλας αποζημίωση 200.000 ευρώ, όμως ασκήθηκε αναίρεση κατά της πρωτόδικης απόφασης η οποία απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο. Κατόπιν έφεσης, το Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ΄ αριθμ. 622/2021 απόφασή του, διεμήνυσε τα ακόλουθα:
«Σε περίπτωση, που επέλθει ευθέως βλάβη της υγείας προσώπου συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νομίμου πραγματοποιήσεως εμβολιασμού (δηλαδή εμβολιασμού διενεργούμενου με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας συλλογικώς και ατομικώς και προβλεπόμενου από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα, με δυνατότητα εξαιρέσεως από αυτόν σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται), ήτοι βλάβη, μη οφειλομένη σε παρεμβαλλομένη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως π.χ. χορήγηση ελαττωματικού ή ακαταλλήλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά την διενέργεια του εμβολιασμού), ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ 4 του Συντάγματος ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος, υπό την έννοια της αποκαταστάσεως τόσο της τυχόν υλικής όσον και, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, της ηθικής βλάβης του. Στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση του εμβολιασμού βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τον παθόντα (βλάβη υγείας και προσβολή προσωπικότητος), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου».
Μάλιστα, το ΣτΕ υπογραμμίζει, ότι «εκ του Συντάγματος και των άρθρων 19, 23, 24, 26 και 39 της κυρωθείσης με τον ν. 2101/1992 Διεθνούς Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού δεν επιτάσσεται η πρόβλεψη ειδικού αποζημιωτικού καθεστώτος για τις περιπτώσεις βλάβης συνεπεία εμβολιασμού. Η μη πρόβλεψη δε τέτοιου ειδικού καθεστώτος δεν συνιστά παράλειψη νομοθετήσεως, δυναμένη να στοιχειοθετήσει αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ».
Τελικά, το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Ερμηνεύοντας την εν λόγω απόφαση μπορούμε να προβούμε στις ακόλουθες κρίσιμες διαπιστώσεις και σκέψεις:
α) η απόφαση του Στε αφορά στον τομέα υγείας και ειδικότερα στην εμβολιαστική πολιτική, η οποία, όπως θεμελιώνεται μέσα από συγκεκριμένη διάταξη του ενωσιακού δικαίου[1], εμπίπτει στις συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η οργάνωση και χάραξη της πολιτικής της υγείας ανήκει πρωταρχικά στην εθνική σφαίρα, με την Ένωση να ασκεί συντονιστικό και υποστηρικτικό ρόλο.
β) Με δεδομένο ότι ο εμβολιασμός που πραγματοποιήθηκε στο επτάχρονο κορίτσι είναι νόμιμος ως διενεργούμενος υπό την αιγίδα της πολιτείας στη βάση ειδικής νομοθεσίας και με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας, θεμελιώνεται ευθύνη του κράτους για αποζημίωση πολιτών σε βλάβες που επήλθαν στην υγεία τους. Αιτιολογική βάση της κρατικής ευθύνης ορίζονται τα άρθρα 4 παρ.5 και 25.5 του Συντάγματος, τα οποία συνίστανται στο χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, μιας γενικής in abstracto υποχρέωσης των Ελλήνων πολιτών στην οποία είναι δυνατόν να υπαχθούν και να δικαιολογηθούν, ειδικά μέτρα που λαμβάνει το κράτος και εφόσον τα μέτρα αυτά κρίνονται αναλογικά, κατόπιν στάθμισης αγαθών[2]. Η ευθύνη αποζημίωσης του κράτους στηρίζεται επιπρόσθετα στο άρθρο 932 ΑΚ.
γ) Απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της κρατικής ευθύνης ορίζεται η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη βλάβη της υγείας που επέρχεται και στη χορήγηση του εμβολίου. Με άλλα λόγια, πρέπει απαραιτήτως να αποδεικνύεται η ζημία στην υγεία λόγω του εμβολιασμού που νομίμως χορηγήθηκε. Οποιαδήποτε βλάβη που οφείλεται σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως π.χ. χορήγηση ελαττωματικού ή ακατάλληλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά την διενέργεια του εμβολιασμού) δεν στοιχειοθετεί αξίωση προς αποζημίωση, επομένως λειτουργεί αποτρεπτικά για την επίκληση κρατικής ευθύνης.
δ) Οι ανωτέρω διαπιστώσεις αποτυπώνουν ανάγλυφα την έννοια της «αρχής του κράτους δικαίου», η οποία κατέχει ξεχωριστή θέση τόσο σε εθνικό συνταγματικό επίπεδο όσο και στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έννοια και το περιεχόμενο της αρχής λαμβάνουν ευρείες και ποικιλόμορφες διαστάσεις, με κυρίαρχη απαίτηση ύπαρξης επαρκούς συστήματος δικαστικής προστασίας. Ο χαρακτήρας της αρχής είναι πολυσχιδής και διαπερνά όλα τα ενωσιακά κείμενα. Συνίσταται όχι μόνο στην απαίτηση τήρησης ενός συστήματος τυπικών αρχών αλλά εξίσου στο σεβασμό αρχών που πηγάζουν από θεμελιώδη δικαιώματα, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη, η ισότητα και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Κατά συνέπεια, η ανάληψη ευθύνης της πολιτείας σε πράξεις που διενεργούνται υπό την αιγίδα της προκύπτει και ως εφαρμογή της αρχής του κράτους δικαίου και αλληλεγγύης[3].
ε) Επιχειρώντας την αναλογική εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ στο πεδίο του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού, πρέπει να υπογραμμίσουμε μια βασική και ουσιώδη διαφορά με το ιστορικό της υπόθεσης. Στην υπό κρίση υπόθεση ο εμβολιασμός που διενεργήθηκε στο κοριτσάκι ήταν νόμιμος και υποχρεωτικός, σύμφωνα με ειδική νομοθεσία και όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Ωστόσο, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για την αντιμετώπιση της τωρινής πανδημίας δεν έχει (μέχρι σήμερα) επιβληθεί καθολικά. Συνεπώς, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την τεκμηρίωση της ευθύνης της πολιτείας σε περίπτωση πρόκλησης ανεπιθύμητων βλαβών στην υγεία εξαιτίας του εμβολιασμού διαφέρουν και καταρχήν δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά το διατακτικό της απόφασης του ΣτΕ. Η απουσία νομοθετικής θέσπισης υποχρεωτικότητας εμβολιασμού κρίνεται καθοριστικής σημασίας.
στ) Εντούτοις, βάσει της αρχής του κράτους δικαίου που αναλύθηκε ανωτέρω, θα μπορούσε, έμμεσα, να υποστηριχτεί και η άποψη ότι το κράτος, οργανώνοντας, υποστηρίζοντας και προβάλλοντας μεθοδικά και συντονισμένα την πολιτική εμβολιασμού ως αντίδοτο καταπολέμησης του κορωνοϊού, αναλαμβάνει υποχρεώσεις και οφείλει να λειτουργήσει ως κράτος δικαίου. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονείται ο ν. 4675/2020 (ΦΕΚ 54Α/11.3.2020), που ορίζει ρητά ότι: «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός o εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια». Ως εκ τούτου, η απόφαση του ΣτΕ δύναται να εφαρμοστεί εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις που ο νόμος 4675/2020 ορίζει.
ζ) Επιπρόσθετα, το ζήτημα της αποζημίωσης για βλάβες που προκλήθηκαν από ελαττωματικά εμβόλια έχει απασχολήσει και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έκρινε με την απόφαση C 621/15 της 21ης Ιουνίου 2017 ότι ο παραγωγός ελαττωματικού εμβολίου ευθύνεται προς αποζημίωση σε περίπτωση εκδήλωσης ασθένειας στον εμβολιαζόμενο. Ωστόσο, θα πρέπει απαραιτήτως να αποδειχτεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του εμβολιασμού και της ασθένειας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ καθιερώνεται η αρχή ευθύνης παραγωγού για τη ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του. Ωστόσο, δεδομένου ότι το άρθρο 4 της ίδιας Οδηγίας προβλέπει ότι ο ζημιωθείς είναι αυτός που πρέπει να αποδείξει τη ζημία, το ελάττωμα καθώς και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ελαττώματος και ζημίας, είναι φανερό ότι, στην περίπτωση των ελαττωματικών εμβολίων, ο ζημιωθείς έρχεται αντιμέτωπος με σοβαρές αποδεικτικές δυσχέρειες, εάν δεν υπάρχει ομοφωνία στην ιατρική έρευνα αναφορικά με το αν ένα εμβόλιο είναι ή όχι ελαττωματικό και αν το ελάττωμα αυτό συνδέεται με την εκδήλωση κάποιας ασθένειας. Ως σοβαρές, ακριβείς και συγκλίνουσες ενδείξεις μπορούν να θεωρηθούν η χρονική εγγύτητα μεταξύ της χορηγήσεως του εμβολίου και της εκδηλώσεως της ασθένειας, η έλλειψη προσωπικού ή οικογενειακού ιστορικού όσον αφορά την ασθένεια αυτή, καθώς και η ύπαρξη σημαντικού αριθμού καταγεγραμμένων περιπτώσεων εκδηλώσεως της ασθένειας αυτής κατόπιν της χορηγήσεως του εν λόγω εμβολίου. Ασφαλώς, στην προκείμενη απόφαση του ΔΕΕ η ευθύνη εντοπίζεται στον παραγωγό του ελαττωματικού εμβολίου και όχι στο κράτος. Εντούτοις, οι προϋποθέσεις τεκμηρίωσης της αξίωσης αποζημίωσης ισχύουν mutandis mutandis και στην περίπτωση του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού και στις διεκδικήσεις αποζημίωσης.
Καταληκτικά, η υπ’αριθμ. απόφαση 622/2021 του Α’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ενώ καταρχήν διαφέρει ως προς τις αντικειμενικές συνθήκες που περιγράφονται, μπορεί να οδηγήσει ως βάσιμο νομικό επιχείρημα για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του κράτους για παρενέργειες που προκλήθηκαν από τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, υπό την αναγκαστική συνδρομή όλων των προϋποθέσεων που αναλύθηκαν διεξοδικώς ανωτέρω. Οι αρχές του κράτους δικαίου και της κοινωνικής αλληλεγγύης συνιστούν διαχρονικές αξίες με περίοπτη θέση στη συνταγματική έννομη τάξη της πολιτείας και της Ένωσης και ως τέτοιες επισύρουν επακόλουθες υποχρεώσεις και αξιώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση της εμβολιαστικής πολιτικής δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως λογικό συμπέρασμα της απόφασης του ΣτΕ. Τουναντίον, η θεμελίωση της ευθύνης της πολιτείας ολοκληρώνει τον ρόλο της ως θεματοφύλακα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξιών.
Κωνσταντίνος Κουρούπης
Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου Προσωπικών Δεδομένων, Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Frederick, Κύπρος.
Υποσημειώσεις:
[1] Άρθρο 4 ΣΛΕΕ.
[2] Π.Παραράς, Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, δεύτερη έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σελ. 39-40, 159-164.
[3] Βλ. εκτεταμένη ανάλυση για αρχή κράτους δικαίου και αλληλεγγύης σε Μ.Χρυσομάλλη, Η αρχή του Κράτους Δικαίου στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018.