1. Χωρίς μεγάλη, για τα ελληνικά δεδομένα, καθυστέρηση (η κρίσιμη δίκη είχε ολοκληρωθεί στις 7 Οκτωβρίου 2020), η ελληνική Πολιτεία «απάντησε», όπως είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση αμέσως μετά τη δίκη, στη Χρυσή Αυγή. Με την προσθήκη 5 άρθρων, που εισήχθησαν αυτή την εβδομάδα ως τροπολογίες από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών και τον Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ, αλλάζει το εκλογικό δίκαιο (πδ 26/2012 για την εκλογή βουλευτών και ν. 3023/2002 για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων) ως προς τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έκφραση της λαϊκής ψήφου, ζητήματα:
α) το δικαίωμα του εκλέγειν: στερούνται του δικαιώματος οι αμετάκλητα καταδικασμένοι «σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα», όπως και «σε οποιαδήποτε ποινή για τα εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης», καθώς και «σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα»,
β) το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών: στερούνται του δικαιώματος κόμματα των οποίων ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος έχουν καταδικασθεί για κάποιο από τα παραπάνω στερητικά του εκλέγειν αδικήματα, ενώ, και αντιστρόφως, καταδικασθέντα σε αυτά τα αδικήματα πρόσωπα δεν επιτρέπεται να καταλαμβάνουν τις συγκεκριμένες επιτελικές θέσεις,
γ) το δικαίωμα ιδιωτικής χρηματοδότησης των κομμάτων: στερούνται του δικαιώματος κόμματα των οποίων κάποιο από ως άνω επιτελικά στελέχη έχει καταδικασθεί για κάποιο από τα παραπάνω στερητικά του εκλέγειν αδικήματα,
δ) του δικαιώματος ραδιοτηλεοπτικής προβολής των κομμάτων: στερούνται του δικαιώματος κόμματα των οποίων κάποιο από ως άνω επιτελικά στελέχη έχει καταδικασθεί για κάποιο από τα παραπάνω στερητικά του εκλέγειν αδικήματα.
2. Η «απάντηση» της Πολιτείας έχει την έννοια ότι επιχειρήθηκε, ex post, να αντιμετωπιστεί το ακόλουθο πρόβλημα, που είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα των ποινών που επιβλήθηκαν σε στελέχη της Χρυσής Αυγής: όπως είχε ο αναθεωρημένος το 2019, και μάλιστα λίγο πριν από τις εκλογές, Ποινικός Κώδικας, το έγκλημα της «σύστασης εγκληματικής οργάνωσης» (άρθρο 187 ΠΚ) δεν επέσυρε, επιπλέον της φυλάκισης, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα τα καταδικασθέντα μέλη της Χρυσής Αυγής να διατηρούν, παρά τη δίκη και τη βαριά καταδίκη, τη δυνατότητα να κατέλθουν εκ νέου ως υποψήφιοι σε επόμενες εκλογές. Και τούτο γιατί, το άρθρο 29 του πδ 26/2012, όπως ίσχυε, συνέδεε άρρηκτα την απώλεια του εκλογικού δικαιώματος με ποινή που είχε και στερητική των πολιτικών δικαιωμάτων έννομη συνέπεια (κάτι που, φυσικά, δεν είναι διόλου παράλογο, όπως θα δούμε και λίγο πιο κάτω). Με τις νέες ρυθμίσεις απαλείφεται αυτός ο σύνδεσμος και ορίζονται ρητώς, στα αναθεωρημένα άρθρα, τα αδικήματα εκείνα, για τα οποία, αν επιβληθούν αμετάκλητες καταδίκες, οι καταδικασθέντες στερούνται του δικαιώματος του εκλέγειν και των υπόλοιπων εκλογικών δικαιωμάτων που προαναφέρθηκαν.
3. Το άρθρο 55 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «για να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του κατά την ημέρα της εκλογής»: το δικαίωμα του εκλέγεσθαι συνδέεται άρρηκτα με την ικανότητα του εκλέγειν. Σχετικά με το δικαίωμα του εκλέγειν, το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι «ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα». Σε κάθε περίπτωση, συνεπώς, και υπό το παλαιό και υπό το νέο καθεστώς, για κάποιο τουλάχιστον διάστημα, δηλαδή μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη, που σημαίνει να διέλθει η δικαστική διαδικασία από όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, οι πρωτοδίκως καταδικασθέντες ηγέτες και στελέχη της Χρυσής Αυγής είχαν και έχουν το –θεωρητικό τουλάχιστον – δικαίωμα του εκλέγειν και άρα και του εκλέγεσθαι.
Επιπλέον, οποιαδήποτε αντιμετώπιση εκλογικών δικαιωμάτων πρέπει όχι απλώς να λαμβάνει υπόψη αλλά και να γίνεται υπό τη σκέπη της ελεύθερης συμμετοχής των πολιτών στην ίδρυση πολιτικών κομμάτων και στη δραστηριοποίηση σε αυτά (άρθρο 29 Συντάγματος), καθώς και της γενικότερης ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5), κομμάτι ασφαλώς της οποίας αποτελεί και η ελεύθερη συμμετοχή στη δημόσια ζωή.
Με τις νέες ρυθμίσεις, μετά την αποσύνδεση του δικαιώματος του εκλέγειν από την παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, πυρήνας και όριο καθίστανται οι διατάξεις των κεφαλαίων 1-6 του του Δεύτερου Βιβλίου (Ειδικού Μέρους) του Ποινικού Κώδικα, που περιέχουν τα αδικήματα που πλέον θα οδηγούν σε στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν. Ο κατάλογος είναι ευρύς (άρθρα 134-197 του Ποινικού Κώδικα) και περιλαμβάνει αδικήματα που φαίνονται, με πρώτη ματιά, να συνδέονται με δημόσια ή υπό ευρεία έννοια πολιτικά αγαθά, είναι όμως πάρα πολλά, όχι πάντα συνδεόμενα με το σκοπό του πολιτικού αποκλεισμού και δεν επισύρουν τις ίδιες ούτε καν συγκρίσιμες ποινές (και βέβαια δεν επισύρουν όλα ισόβια κάθειρξη, αντίθετα από τις δύο άλλες περιπτώσεις του υπό αναθεώρηση άρθρου 5 παρ. 1, α του πδ 26/2012). Πρόκειται για τα αδικήματα που συνιστούν «προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος», με πρώτη την εσχάτη προδοσία (πρώτο κεφάλαιο Δεύτερου Βιβλίου του ΠΚ), «προβολή της διεθνούς υπόστασης της χώρας», όπως η επιβουλή της ακεραιότητας της, η έκθεση σε κίνδυνο πολέμου, η υπηρεσία στον εχθρό, οι προσβολές κρατικών απορρήτων (δεύτερο κεφάλαιο), τα «εγκλήματα κατά άλλων κρατών», εκπροσώπων και συμβόλων τους (τρίτο κεφάλαιο), τα «εγκλήματα κατά πολιτειακών και πολιτικών οργάνων», Προέδρου της Δημοκρατίας, Βουλής Κυβέρνησης, νόθευση εκλογής, δωροληψία πολιτικών προσώπων, διατάραξη εκλογικής διαδικασίας (τέταρτο κεφάλαιο), οι «προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας», κυρίως δικαστικών υπαλλήλων, λειτουργών, αποφάσεων, έκτισης ποινών (κεφάλαιο πέμπτο), τα «εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης» – βιαιοπραγίες, εγκληματική και τρομοκρατική οργάνωση αλλά και απειλές κατά προσώπων και συμβόλων (κεφάλαιο έκτο).
Πέραν του μεγάλου όγκου και ποικιλομορφίας, δεν είμαι καθόλου βέβαιος, αν, για παράδειγμα, τα αδικήματα της «διέγερσης σε ανυπακοή» (άρθρο 183 ΠΚ) –ειδικά σε «ειρηνική ανυπακοή» – ή της «διατάραξης της κοινής ειρήνης» (άρθρο 189) δικαιολογείται, ενόψει του τρόπου με τον οποίο πιθανώς να ερμηνευθούν εκτός πολιτικής συγκυρίας, να αποτελούν λόγους αποκλεισμού από τις εκλογές. Θα ήταν μάλλον υπερβολικά επαχθές να στερηθεί του δικαιώματος συμμετοχής σε εκλογές, κόμμα του οποίου ένα μέλος της διοικούσας επιτροπής καταδικάστηκε σε κάποιο σχετικά δευτερεύουσας σημασίας αδίκημα.
4. Η ρύθμιση –κάποια ρύθμιση – είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη: η Πολιτεία όφειλε να δείξει δημοκρατικά αντανακλαστικά μετά το νομικό κενό που αποκάλυψε η δίκη της Χρυσής Αυγής αλλά και γενικότερα η αρκετά προβληματική διάρθρωση των συνταγματικών, νομοθετικών και ποινικών προβλέψεων για τη στέρηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Φοβούμαι όμως πως η λύση – η οποιαδήποτε λύση – δεν στερείται προβλημάτων.
Από τη στιγμή που το Σύνταγμα είναι αυτό που είναι και καμία εκλογική του διάταξη δεν άλλαξε με την τελευταία αναθεώρηση (είναι αμφίβολο δε αν, λόγω του αναθεωρητικού αποκλεισμού, στο άρθρο 110 παρ. 1, όλων των άρθρων που σχετίζονται με τις «βάσεις του πολιτεύματος», πρώτη ανάμεσα στις οποίες θα μπορούσε να θεωρηθεί η διενέργεια ελεύθερων εκλογών, τα άρθρα 51 και 55 θα ήταν δυνατόν να αλλάξουν), η προτείνουσα κυβέρνηση είχε τρεις νομικούς δρόμους για την επίτευξη του σκοπού της:
α) ο πρώτος ήταν η ad hoc, ας την πούμε «περιγραφική», λύση που επελέγη, το μεγάλο νομικό πρόβλημα της οποίας είναι ότι είτε καθιστά περιττή, είτε αδειάζει νοήματος την παρεμπίπτουσα ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Πράγματι, τι νόημα έχει να παραμένει αυτή η παρεμπίπτουσα ποινή, αλλά να μην οδηγεί, εκτός από τις περιπτώσεις των αδικημάτων των κεφαλαίων 1-6 του του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, σε στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι; Και είναι άραγε συνταγματικό, ενόψει της έκφρασης «ορισμένα εγκλήματα» του άρθρου 51 παρ. 3 του Συντάγματος, τα εγκλήματα που επιφέρουν στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι να μην είναι τα μόνα για τα οποία ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ή να μην είναι όλα όσα επιφέρουν στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων; Φυσικά, εάν χρειαστεί, το εάν είναι ή όχι συνταγματικό θα μας το πουν τα δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου υπό την λειτουργία του ως «εκλογοδικείου»,
β) ένας δεύτερος τρόπος θα ήταν – μιας και δεν μπορούμε να πάμε το χρόνο πίσω, χωρίς ωστόσο να ξεχνάμε ότι και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης της προηγούμενης κυβέρνησης είχε χαρακτηρίσει την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα «πολύ βιαστική» και «κατά το 70% επιτυχημένη» – να επαναξιολογηθεί η σκοπιμότητα απάλειψης της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων στο άρθρο 187. Κατά τη γνώμη μου, η συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση», δηλαδή σε συμμορία, δεν δικαιολογείται να μην επισύρει, για όλους όσοι καταδικάζονται για το συγκεκριμένο έγκλημα, την παρεπόμενη ποινή αυτής της στέρησης. Και να ξαναδεί η σημερινή κυβέρνηση και η σημερινή Βουλή συνολικά το νέο Ποινικό Κώδικα, για να ανακαλύψει, πιθανότατα και πέρα από το 30% του πρώην Υπουργού, και άλλες προβληματικές διατάξεις,
γ) ο τρίτος δρόμος δεν είναι τόσο πολιτικός/νομοθετικός όσο ερμηνευτικός/νομολογιακός, ωστόσο η κυβέρνηση θα μπορούσε να ανοίξει τη συζήτηση: αναφέρομαι στη συζήτηση (που έχουν επανειλημμένα ανακινήσει συνταγματολόγοι όπως ο Γιώργος Σωτηρέλλης και ο Μπάμπης Ανθόπουλος) για μια ανοιχτή και σύμφωνη με το χαρακτήρα του πολιτεύματος ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος περί «εξυπηρέτησης» εκ μέρους κομμάτων, και προσώπων, της «ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» – «εξυπηρέτηση» που προφανώς δεν μπορεί να γίνει από όσους πέρασαν από τις τάξεις της Χρυσής Αυγής ή από επίδοξους μιμητές τους. Χωρίς να εισαχθεί η δυνατότητα εκ του Συντάγματος αποκλεισμού κομμάτων, όπως στη Γερμανία, θα μπορούσε να γίνει πιο ουσιαστικός ο έλεγχος των “προϋποθέσεων δημοκρατικότητας” από τον Άρειο Πάγο.
Σε κάθε περίπτωση, η δημοκρατία νίκησε τη Χρυσή Αυγή και δεν έχει λόγο να υπερβάλει σχετικά με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει από ενδεχόμενη συμμετοχή άλλων εχθρών της σε ελεύθερες εκλογές.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος