Η σχέση ανάμεσα στο δικαίωμα του πολίτη να παραμείνει στην κατοικία του για να την υπερασπιστεί από την πυρκαγιά και η υποχρέωση του κράτους να απαιτήσει την απομάκρυνσή του, ακόμα και τη βία, εγείρει ποικίλα ηθικοπολιτικά ζητήματα. Από μια αυστηρά νομική σκοπιά, και με οδηγό τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα επιχειρηθεί μια περιορισμένη χαρτογράφηση των κρατικών κυρίως υποχρεώσεων όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος στη ζωή.
I. H Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει, με μια κάπως χαλαρή διατύπωση, ότι «το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου» (άρθρο 2 παρ. 1). Είναι πάντως το πρώτο στη σειρά δικαίωμα που κατοχυρώνει η Σύμβαση και το Δικαστήριο αναγνωρίζει το άρθρο 2 ως μία από τις θεμελιωδέστερες διατάξεις της Σύμβασης (McCann κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, §§ 146-47). Το Δικαστήριο κρίνει διακηρυκτικά ότι χωρίς το δικαίωμα στη ζωή, η απόλαυση των υπόλοιπων δικαιωμάτων και ελευθεριών της Σύμβασης εκμηδενίζεται.
Ερμηνεύοντας «δημιουργικά» το άρθρο 2 και χρησιμοποιώντας την έννοια των «θετικών υποχρεώσεων», το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένα ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της ζωής όσων υπάγονται στη δικαιοδοσία τους (L.C.B. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 36) εφαρμόζεται στο πλαίσιο οποιασδήποτε δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε μη, κατά την οποία διακυβεύεται το δικαίωμα στη ζωή, και ιδίως στο πλαίσιο επικίνδυνων δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών ή περιβαλλοντικών καταστροφών. Το εν λόγω άρθρο καλύπτει όχι μόνο καταστάσεις όπου ορισμένες ενέργειες ή παραλείψεις του κράτους προκάλεσαν το θάνατο, αλλά και καταστάσεις όπου, αν και ο προσφεύγων επέζησε, υπήρχε σαφώς κίνδυνος για τη ζωή του (Μακαρατζής κατά Ελλάδας, §§ 49-55 και Budayeva και άλλοι κατά Ρωσίας, § 146).
Το άρθρο 2 της Σύμβασης δημιουργεί στις αρχές την υποχρέωση προστασίας ευάλωτων ατόμων, ακόμη και εναντίον ενεργειών με τις οποίες τα ίδια θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους (Keenan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 91). Για το Δικαστήριο, το εν λόγω άρθρο υποχρεώνει τις εθνικές αρχές να παρεμποδίσουν ένα άτομο να αυτοκτονήσει εάν η απόφαση δεν έχει ληφθεί ελεύθερα και με πλήρη κατανόηση του διακυβεύματος (Haas κατά Ελβετίας, § 54). Περαιτέρω, το άρθρο 2 της Σύμβασης δεν εγγυάται σε κάθε άτομο ένα απόλυτο επίπεδο ασφάλειας, ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος έχει εκτεθεί με δική του ευθύνη σε αδικαιολόγητο κίνδυνο (Molie κατά Ρουμανίας, § 44).
Ποιες λοιπόν έννομες συνέπειες προκύπτουν στην περίπτωση που οι κάτοικοι μιας περιοχής δεν συμμορφώνονται στην απόφαση οργανωμένης απομάκρυνσης; Οφείλει το κράτος να επιβάλλει δια της βίας την απομάκρυνσή τους από τις απειλούμενες περιοχές, ή παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα και ποια;
II. Επισημαίνεται καταρχάς ότι η οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση πολιτών από μια περιοχή (ολική ή μερική) αποτελεί προληπτικό μέτρο πολιτικής προστασίας και οργανώνεται για την προστασία της ζωής και της υγείας των πολιτών, όταν τεκμηριωμένα μία περιοχή εκτιμάται ότι, απειλείται από εξελισσόμενη ή επικείμενη καταστροφή και ο κίνδυνος λόγω της παραμονής των πολιτών σε αυτή είναι σοβαρός (άρθρο 27 § 1 Ν. 4662/2020).
Η λήψη της απόφασης για την οργανωμένη απομάκρυνση των πολιτών αποτελεί ευθύνη των κατά τόπους Δημάρχων, οι οποίοι έχουν το συντονισμό του έργου πολιτικής προστασίας για την αντιμετώπιση της καταστροφής σε τοπικό επίπεδο. Όταν η εξελισσόμενη ή επικείμενη καταστροφή μπορεί να επηρεάσει πάνω από έναν (1) Δήμο, η απόφαση λαμβάνεται από τον αρμόδιο Περιφερειάρχη, ο οποίος μπορεί να εξουσιοδοτήσει σχετικώς τον οικείο χωρικό Αντιπεριφερειάρχη. Η απομάκρυνση διενεργείται υπό τη μέριμνα της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (άρθρο 29 § 4 στ Ν. 4662/2020).
Η θεωρητική εξέταση της αντίθεσης στην απόφαση απομάκρυνσης των κατοίκων περιπλέκεται από τρεις παράγοντες: την εγκυρότητα της απόφασης των κατοίκων, το συχνά ανέφικτο της χρήσης κρατικής βίας σε συνθήκες εξελισσόμενης ή επικείμενης καταστροφής και την ιδιότητα του θύματος (και άρα της ύπαρξης ή μη έννομου συμφέροντος) όσων αποφάσισαν να αψηφήσουν την κρατική απόφαση με αποτέλεσμα να πληγεί η ζωή ή ακεραιότητά τους.
Πρέπει αρχικά να εξεταστεί η ύπαρξη ή μη μιας απολύτως ξεκάθαρης, σταθμισμένης, ατομικής, κοντολογίς ελεύθερης, απόφασης για έκθεση στον κίνδυνο του θανάτου. Από την ίδια τη φύση του ερωτήματος προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ολόκληρους οικισμούς που αντιτίθενται συλλογικά και συλλήβδην στην απόφαση για απομάκρυνση. Επειδή η ζωή αποτελεί ύψιστο αγαθό, η απόφαση κάθε ενδιαφερομένου πρέπει να λαμβάνεται ατομικά, με σύνεση και κατόπιν λελογισμένης στάθμισης όλων των παραγόντων, βάσει των πληροφοριών που κατέχει σε μεγάλο βαθμό μόνο το κράτος (για την ταχύτητα και την πορεία της φωτιάς, τα διαθέσιμα σωστικά μέσα και το πού αυτά βρίσκονται κοκ).
Μπορεί μια παρόμοια επιχείρηση ερωταποκρίσεων για τη λήψη ατομικών αποφάσεων παραμονής στον τόπο της καταστροφής να πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια εξελισσόμενων ή ενόψει επικείμενων καταστροφών; Έχουν οι μηχανισμοί διάσωσης την πολυτέλεια να περιμένουν ή μπορούν να αρκεστούν στη θυμική – πολλές φορές – αντίδραση των κατοίκων μιας απειλούμενης περιοχής; Ειδικότερα, μπορεί με κάποιο πρόσφορο τρόπο να αναζητηθεί η έγκυρη βούληση των πολιτών σε συνθήκες πυρκαγιών, ιδίως τέτοιου μεγέθους, όπως οι πρόσφατες στην Ελλάδα; Είναι εύδηλο ότι παρόμοια διαδικασία πολύ δύσκολα μπορεί επιχειρησιακά να τεθεί σε εφαρμογή.
Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο ανακύπτει και το ερώτημα της δυνατότητας ανάκλησης της απόφασης παραμονής ή αλλιώς της μεταβολής γνώμης ως προς τη στάθμιση των απειλούμενων αγαθών: το ίδιο άτομο που αποφασίζει αρχικά να ταμπουρωθεί στο σπίτι του ή να παραμείνει στη δασική περιοχή για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, μπορεί, μεταγενέστερα, όσο συγκεκριμενοποιείται ο κίνδυνος κατά της ζωής του, να αναθεωρήσει και να επιθυμεί πλέον τη διάσωσή του από τον κρατικό μηχανισμό. Υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο μεταβολής στάσης ως προς τη μετακίνηση από την απειλούμενη περιοχή, την οποία το κράτος πιθανόν να αδυνατεί πλέον να υλοποιήσει.
Γενικά, η ιδιαιτερότητα της παραίτησης από το δικαίωμα στη ζωή συνίσταται ότι η σχετική απόφαση ενδέχεται να έχει μη αναστρέψιμα αποτελέσματα, θίγοντας ανεπίστρεπτα τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος. Συνεπάγεται ότι η αναγνώριση σχετικής ελευθερίας σε κάθε άτομο θα πρέπει να συνοδεύεται από τέτοιες, πολλές φορές ακόμα και σε «κανονικές» συνθήκες, ανέφικτες, εγγυήσεις, οι οποίες σε περίπτωση άμεσου ή και επικείμενου κινδύνου να μην μπορούν να πληρωθούν.
Παράλληλα, εάν τα κρατικά όργανα δεν προστατεύσουν τη ζωή ή την ακεραιότητα ενός ατόμου που βρίσκεται σε κίνδυνο χωρίς ικανοποιητική αιτιολογία, αυτή η παράλειψη συνιστά παράβαση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Συνιστά ικανοποιητική αιτιολογία η εκπεφρασμένη βούληση των κατοίκων μιας περιοχής σε κίνδυνο να παραμείνουν σε αυτή για να προστατεύσουν την περιουσία τους; Απολύτως συνδεδεμένο είναι και το ζήτημα της νομιμότητας της χρήσης βίας για την προστασία των ίδιων των κρατικών οργάνων ή και τρίτων από κινδύνους που θα προκύψουν αχρείαστα συνεπεία της απόφασης των κατοίκων να παραμείνουν στο μέσο της πυρκαγιάς, παρεμποδίζοντας ή δυσχεραίνοντας (με αγαθές κατά τα λοιπά προθέσεις) το έργο της κατάσβεσης. Εάν εμποδίζεται η ρίψη υδάτων σε ορισμένες περιοχές από την παρουσία των κατοίκων που αυτενεργούν, ή εάν οι μηχανισμοί διάσωσης πολυδιασπαστούν σε περισσότερες εστίες με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο κίνδυνος για τη ζωή και την ασφάλεια των κρατικών υπαλλήλων, είναι πιθανό να ανακύψουν τουλάχιστον ποινικές ευθύνες για το αδίκημα της απείθειας (169 ΠΚ) ή της διέγερσης σε ανυπακοή (183 ΠΚ).
Προκύπτει επομένως υποχρέωση του κράτους να ανεχθεί τη, βεβιασμένη και χωρίς τις απαραίτητες πληροφορίες, απόφαση των κατοίκων για παραμονή στην περιοχή υπό κίνδυνο και με ποιο τρόπο θα επιδιώξει άραγε τη συμμόρφωση με την απόφαση απομάκρυνσης; Η απάντηση δεν είναι πάντα εύκολη και θα εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Το κράτος δεν βρίσκεται σε σχέση συμμετρίας με τον ιδιώτη. Πρώτον, τα δυο μέρη δεν διαθέτουν τα ίδια μέσα για την εκτίμηση και αντιμετώπιση του κινδύνου (πληροφορίες για τον καιρό και την πορεία της πυρκαγιάς, τεχνογνωσία, τεχνικά μέσα διάσωσης), δεύτερον, δεν έχουν επιφορτιστεί τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι σε τρίτους και στο περιβάλλον και τρίτον, η (αφηρημένη) ευθύνη του κράτους για ζημιογόνα γεγονότα σε μια χωρική επικράτεια όσον αφορά τη διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής και ακεραιότητας είναι ευρύτερη του ιδιώτη. Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν σε μια δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 609, 582/2020, 116/2019, βλ. ΣτΕ 2432-2433/2018, 2776/2016, 3793/2014, 4133/2011 επταμ. κ.ά.).
Τέλος, το κράτος έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνει αν και σε ποιους πολίτες θα επιτρέψει να καταστούν περιστασιακοί συνεργάτες δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίοι σε περίπτωση θανατηφόρας ή μη βλάβης θα δικαιούνται (οι ίδιοι ή οι κληρονόμοι τους) ειδικής αποζημίωσης. Δηλαδή, η έκθεση σε κίνδυνο εν γνώσει του ατόμου μπορεί να μη δικαιολογεί αστική ευθύνη του κράτους, ωστόσο, η αποδοχή ή η αναζήτηση από το κράτος των υπηρεσιών που παρέχει ένας πολίτης για την αντιμετώπιση της κατάστασης κινδύνου, μπορεί να θεμελιώνει την αξίωση του τελευταίου για παροχή αποζημίωσης σε περίπτωση βλάβης του.
III. Βάσει των ανωτέρω, το κράτος έχει την πρωταρχική αρμοδιότητα και ευθύνη για την αντιμετώπιση μιας φυσικής καταστροφής και άρα το δικαίωμα να αποκρούσει την προσφορά εθελοντικής βοήθειας στην αντιμετώπιση μιας φυσικής καταστροφής. Το εύλογο συναφές συμπέρασμα είναι ότι αν επιχειρήσει με τη βία την εκκένωση ενός οικισμού με σκοπό την προστασία της ζωής ή της ακεραιότητας των κατοίκων του, δεν θα γεννάται, εξαιτίας των συγκεκριμένων ενεργειών, ευθύνη του για παράβαση της ΕΣΔΑ. Αντίστροφα, εάν ένα κράτος βρεθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η επίκληση της απόφασης του θύματος για παραμονή στην απειλούμενη περιοχή, στο πλαίσιο προσφυγής του ίδιου ή των συγγενών του, θα φέρει το καθού σε ιδιαζόντως δύσκολη δικονομικά θέση και δεν είναι απίθανο το Δικαστήριο να κρίνει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ότι έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου 2 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ενδεχομένως, το Δικαστήριο να κρίνει ότι ο προσφεύγων (ή οι συγγενείς του) δεν εμπίπτουν καν στην έννοια του «θύματος», έχοντας προκαλέσει το ίδιο τη βλάβη του. Ωστόσο, η απόδειξη από το κράτος της έγκυρης παραίτησης του θύματος από το δικαίωμα στη ζωή και σε κάθε περίπτωση της έλλειψης κρατικής ευθύνης θα είναι ιδιαζόντως δυσχερής.
Συναφώς, θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίσταση και ο βαθμός εμπλοκής του κράτους στη δημιουργία του κινδύνου ζωής. Αν δηλαδή το κράτος έχει, με τις δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, προκαλέσει τον κίνδυνο ζωής για τα άτομα, η απαίτησή του για συμμόρφωσή τους προς τις εντολές του αποδυναμώνεται κατά κάποιο τρόπο.
Εφόσον τα ακραία και απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα επαναλαμβάνονται και γίνονται πλέον αναμενόμενα, ο βαθμός ελέγχου και πρόβλεψης των καταστροφών που αυτά προκαλούν θα αυξάνεται, με αποτέλεσμα τα κράτη να αποκτούν επιπλέον υποχρεώσεις στο πεδίο της πρόληψης και αποτροπής των κινδύνων. Εάν το κράτος δεν λαμβάνει επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλέψιμων αυτών κινδύνων (παραβαίνοντας εξίσου την Ευρωπαϊκή Σύμβαση), ο εκάστοτε πολίτης θα μπορεί πλέον αυτοδύναμα να κρίνει και να αποφασίζει τα μέσα για τη διαφύλαξη της ζωής του (ή/και άλλων αγαθών του), ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα τη θέτει αχρείαστα σε κίνδυνο. Η ευθύνη του Δημοσίου θα προκύπτει πλέον από την παράλειψή του να ενεργήσει τα δέοντα για τον έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και τη σωτηρία των ευρισκομένων σε κίνδυνο ζωής, συμπεριλαμβανομένων όσων αψήφησαν τις εντολές εκκένωσης και παρέμειναν για να διασώσουν την περιουσία τους ή συμπολίτες τους.
Συμπερασματικά, η αξίωση του κράτους να επιβάλει τις αποφάσεις του διά της βίας ή του καταναγκασμού θεμελιώνεται ισχυρότερα σε συνάρτηση με τη δημοκρατικότητα της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εν γένει την ικανοποίηση των συνταγματικά προβλεπόμενων υποχρεώσεών του.
Γιώργος Σταματιάδης
Δικηγόρος Αθηνών, DEA PARIS X