Πρόσφατα ανέκυψαν αντιδράσεις στο δημόσιο διάλογο εξαιτίας της συμφωνίας μεταξύ του Υπουργείου Εργασίας και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος αναφορικά με την εργασία παιδιών ηλικίας από 16 ετών και άνω, προερχόμενα από δομές φροντίδας ανηλίκων, σε ξενοδοχειακές μονάδες. Από τη μια μεριά η κυβέρνηση αναφέρεται σε «ομαλή αποϊδρυματοποίηση των παιδιών», από την άλλη μεριά η αντιπολίτευση κάνει λόγο και για πρακτικές που αποσκοπούν στην προώθηση της «φθηνής εργασίας» και για «αναβίωση του μοντέλου της Βασιλικής Πρόνοιας της Φρειδερίκης». Στην κατωτέρω ανάπτυξη επιδιώκουμε την αδρομερή παρουσίαση του νομικού πλαισίου της εργασίας ανηλίκου άνω των 15 ετών[1], ώστε να τεθεί ο δημόσιος διάλογος σε στέρεη βάση.
Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία η εργασία ανηλίκου άνω των 15 ετών είναι νόμιμη υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις[2]. Αρχικά, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη δικαιοπρακτική ικανότητα αυτού. Πράγματι, αυτός δεν έχει τη δικαιοπρακτική ικανότητα σύναψης σύμβασης εργασίας αυτοτελώς, μιας και, καταρχήν, είναι ικανός, εφόσον συναινούν οι ασκούντες την επιμέλεια, όπως προβλέπεται ρητά στο άρθρο 136 ΑΚ. Η συναίνεση αυτή έχει διττή μορφή, είτε, δηλαδή, είναι γενική και αφορά σε κάθε απασχόληση, είτε είναι ειδική και παρέχεται για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας. Στην περίπτωση, όμως, μη παροχής της απαιτούμενης συναίνεσης, γενικής ή ειδικής, ο ανήλικος μπορεί να προσφύγει στο καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο, με σκοπό να του χορηγηθεί άδεια για την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας[3]. Ακολούθως, ο ανήλικος υποχρεούται να εφοδιαστεί με βιβλιάριο εργασίας, το οποίο εκδίδεται από την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας και αφορά στην εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας ή ομάδας εργασιών. Αυτό εκδίδεται, κατόπιν υποβολής του ανηλίκου σε ιατρικές εξετάσεις, όπου διαπιστώνεται ότι δε διατρέχει κίνδυνο η σωματική και ψυχική του υγεία από την απασχόληση που επέλεξε[4]. Επίσης, αυτός επιτρέπεται να απασχολείται όχι σε όλες τις εργασίες, αλλά σε αυτές που κατά τη φύση τους δεν μπορούν να βλάψουν την υγεία και την ασφάλειά του ή να προσβάλλουν την ηθική του[5]. Σε διαφορετική συνθήκη ο νομοθέτης απαγορεύει την απασχόληση αυτή. Σε κάθε περίπτωση ο ανήλικος δεν μπορεί να αναλαμβάνει επικίνδυνες για την υγεία του εργασίες, κατάλογος των οποίων εκδίδεται κατόπιν απόφασης του Υπουργού Εργασίας και μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας[6].
Τούτων δοθέντων η εργασία ανηλίκων 16-18 ετών, τα οποία διαμένουν στα ιδρύματα της χώρας, σε ξενοδοχειακές μονάδες είναι νόμιμη, εφόσον παρέχεται η γενική ή ειδική συναίνεση του διευθυντή των κατά τόπους ιδρυμάτων, είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο εργασίας ειδικό για την εκτέλεση εργασίας σε ξενοδοχεία από την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, δεν απασχολούνται σε εργασίες που εκ της φύσεως αυτών ή τις συνθήκες εκτέλεσής τους μπορεί να βλάψουν την υγεία, την ασφάλεια ή προσβάλλουν την ηθική τους και δεν αναλαμβάνουν επικίνδυνη εργασία, όπως ως τέτοια ορίζεται στην αντίστοιχη απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Αν μία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν τηρηθούν, τότε λαμβάνει χώρα παράνομη απασχόληση, καθώς αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία.
Γιάννης Καρούζος
Δικηγόρος, Εργατολόγος
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. για την προβληματική αυτή ειδικά σε Ζερδελή Δ., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2019, σελ. 437 – 438.
[2] Για την αποτελεσματική διερεύνηση του υπό εξέταση νομικού πλαισίου θα πρέπει να ανατρέξει κανείς τόσο στις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί έγκυρης σύναψης σύμβασης εργασίας όσο και σε ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
[3] Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται από τη συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 136 εδ. β ΑΚ, 740 παρ. 1 ΚΠολΔ και 797 ΚΠολΔ.
[4] Βλ. τα άρθρα 8 Ν. 1837/1989 και 57 Ν. 3850/2010.
[5] Βλ. το άρθρο 65 παρ. 4 Ν. 3850/2010, όπου ορίζεται ότι οι «απαγορευμένες» εργασίες καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας.
[6] Βλ. σχετικά τα άρθρα 2 παρ.2 Ν. 1837/1989 και 51 παρ. 2 Ν. 3850/1990.