Δημοσιεύθηκε η με αριθμό 4242/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που έκρινε ως παράνομη την απεργία, που προκήρυξαν η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΔΟΕ), η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ), η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ειδικής Αγωγής (ΠΟΣΕΕΠΕΑ) και η Ομοσπονδία Ιδιωτιών Εκπαιδευτικών λειτουργών Ελλάδας (ΟΙΕΛΕ) και επιπλέον, απαγόρευσε να συνεχιστεί η κηρυχθείσα από αυτές απεργία, καθώς και να απέχουν οι ανωτέρω συνδικαλιστικές οργανώσεις από κάθε διαδικασία ή ενέργεια που συνδέεται με τη διαδικασία αξιολόγησης, εσωτερικής αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης και εσωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, με την απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος κάθε μίας ποσού 3.000 ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης.
Το νομικό καθεστώς για τις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων
Η συνδικαλιστική δράση ρυθμίζεται στο νόμο 1264/1982. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, είναι νόμιμη όταν:
- Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων κηρύσσεται από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (άρθρο 30 παρ. 8 περ. β του ν. 1264/1982)[1]. Δεν ισχύει το ίδιο στον ιδιωτικό τομέα, όπου η απεργία στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, εκτός εάν το καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά.
- Η κήρυξη της απεργίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις μέρες, από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν με έγγραφο που κοινοποιείται, με δικαστικό επιμελητή στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, στο Υπουργείο Οικονομικών, στο Υπουργείο που υπάγονται οι υπάλληλοι αυτοί, καθώς επίσης και στις διοικήσεις των φορέων που εποπτεύονται απ` αυτό, όταν πρόκειται για απεργία υπαλλήλων τους (άρθρο 30 παρ. 8 περ. α).
- Κατά τη διάρκεια της απεργίας, η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία την κηρύσσει, έχει υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων (Προσωπικό Ασφαλείας) (άρθρο 21 παρ. 1)
- Πέραν του προσωπικού ασφαλείας διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας (Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας), οι οποίες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας (άρθρο 21 παρ. 2).
- Τέλος, με το άρθρο 3 του ν. 2224/1994, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 94 Ν.4808/2021, εισήχθη η επιπλέον προϋπόθεση πως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ, καθώς και σε φορείς, υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 19, υποχρεούνται να καταθέσουν ενώπιον του ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) αίτηση διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας. Η αίτηση αυτή, μαζί με κατάλληλη πρόσκληση σε συνάντηση ανάδειξης μεσολαβητή στον τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζει ο ΟΜΕΔ, επιδίδεται στον εργοδότη με δικαστικό επιμελητή, με ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κηρύσσουν την απεργία, το αργότερο συγχρόνως με τις πιο πάνω αναφερόμενες επιδόσεις που προβλέπονται για την κήρυξη της απεργίας, ήτοι προ 4 πλήρων ημερών.
Οι παραδοχές των δικαστικών αποφάσεων για την υπό κρίση απεργία
Οι ανωτέρω συνδικαλιστικές οργανώσεις προκήρυξαν – η πρώτη επέδωσε σχετικώς την 16.9.2021 την από ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωσή της, η δεύτερη στις 13.9.2021, η τρίτη στις 21.9.2021 και η τέταρτη στις 20.9.2021 – απεργία – αποχή από κάθε ενέργεια, που συνδέεται με την εφαρμογή των διαδικασιών, που προβλέπονται στο ν. 4692/2020, όπως συμπληρώθηκαν με το ν. 4823/2021 και περαιτέρω ρυθμίστηκαν στην Υπουργική Απόφαση 108906/ΓΔ4/ΦΕΚ4189/10.9.2021 «Συλλογικός Προγραμματισμός εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων». Κατόπιν, στις 30.9.2021, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή, η οποία εκδικάσθηκε αυθημερόν κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με σύντμηση προθεσμιών κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1264/82[2], και με την οποία ζητούσε:
1. να κηρυχθεί η απεργία παράνομη, διότι α) κηρύχθηκε από αναρμόδιο όργανο για τις τρεις πρώτες των εναγόμενων, β) παρέλειψαν να ακολουθήσουν τη διαδικασία δημόσιου διαλόγου στον ΟΜΕΔ, γ) δεν μερίμνησαν για τη διάθεση του αναγκαίου προσωπικού ασφαλείας και του προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας και δ) πρόκειται για «πολιτική απεργία», καθόσον η ικανοποίηση των απεργιακών αιτημάτων εξαρτάται από την κρατική εξουσία, και 2. να κηρυχθεί η απεργία καταχρηστική, διότι οι εναγόμενες στοχεύουν, μέσω αυτής, να επιβάλλουν μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής[3]. Με βάση τα ανωτέρω, το δημόσιο ζητούσε να αναγνωριστεί ο παράνομος και καταχρηστικός χαρακτήρας της, να απαγορευτεί η συνέχιση αυτής και να καταδικαστεί, άλλως να απειληθεί σε βάρος καθεμίας από αυτές χρηματική ποινή 10.000 ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της παρούσας. Ζητούσε, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση, που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά έξοδά του.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η απεργία είναι παράνομη, γιατί οι συνδικαλιστικές οργανώσεις 1. δεν υπέβαλαν στον ΟΜΕΔ αίτηση διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας – αποχής, κατ’ άρθρο 3 του ν. 2224/1994, 2. δεν διέθεσαν κατά τη διάρκεια της απεργίας – αποχής προσωπικό εγγυημένης ελάχιστης υπηρεσίας κατ’ άρθρο 21 του ν. 1264/82 και 3. επιπλέον παράνομη για τις ΔΟΕ και ΠΟΣΕΕΠΕΑ, διότι, παρ’ όλο που είναι δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, την απόφαση για την ένδικη απεργιακή κινητοποίηση έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο κάθε μίας και όχι η Γενική τους Συνέλευση, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 30 παρ. 8 του ν. 1264/82. Επιπλέον, η πρωτοβάθμια απόφαση κήρυξε ως μη νόμιμα τα αιτήματα περί απαγόρευσης συνέχισης της επίμαχης απεργίας[4], περί απαγγελίας χρηματικής ποινής για την περίπτωση παράβασης των διατάξεων της απόφασης και περί κηρύξεως της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής[5], ενώ δεν προχώρησε καθόλου στην εξέταση του ζητήματος περί καταχρηστικότητας της απεργίας.
Κατόπιν της εκδόσεως της ανωτέρω απόφασης, οι εκεί διάδικοι άσκησαν εντός της τριήμερης κατ’ άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1264/82, προθεσμίας εφέσεις, τις οποίες εξέτασε το τρίτο τμήμα του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και δημοσίευσε την 13.10.2021 τη με αριθμό 4242/2021 απόφαση του, με την οποία δέχθηκε τα εξής:
- Ότι τα αιτήματα περί απαγόρευσης συνέχισης της απεργίας και περί καταδίκης άλλως απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων για κάθε παραβίαση της απόφασης που θα εκδοθεί, είναι νόμιμα.
- Ως προς τη ΔΟΕ και τη ΠΟΣΕΕΠΕΑ: Επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αναρμοδιότητα του οργάνου που προκήρυξε την απεργία, και ως εκ τούτου δεν προχώρησε σε εξέταση του λόγου έφεσης περί μη υποχρέωσης της ΔΟΕ να προσφύγει στον ΟΜΕΔ ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο.
- Ως προς την ΟΛΜΕ: Επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση ότι η εν λόγω συνδικαλιστική οργάνωση κήρυξε παράνομα την απεργία, διότι δεν υπέβαλε στον ΟΜΕΔ αίτηση διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας – αποχής και πρόσκληση στον εργοδότη σε συνάντηση για την ανάδειξη μεσολαβητή, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με το νόμο 3. 2224/1994[6], και ως εκ τούτου δεν προχώρησε στην εξέταση του σχετικού λόγου έφεσης περί μη υποχρέωσής της να διαθέσει προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι η απεργία – αποχή που προκήρυξε κάθε μία από τις ανωτέρω συνδικαλιστικές οργανώσεις, κρίθηκε από το δικαστήριο ως παράνομη για λόγο που αφορά αποκλειστικά σε διαδικαστική προϋπόθεση, που θέτει η νομοθεσία για τη νομότυπη προκήρυξη απεργίας και που στην εν λόγω περίπτωση δεν τηρήθηκαν.
Αντιθέτως, νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κρίσεις του δικαστηρίου σχετικά με την προκήρυξη της απεργίας – αποχής από την ΟΙΕΛΕ. Υπενθυμίζεται ότι η ανωτέρω συνδικαλιστική οργάνωση, σε αντίθεση με τις άλλες τρεις, αντιπροσωπεύει εκπαιδευτικούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχε υποχρέωση, παρά μόνο δικαίωμα, να ζητήσει τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου ενώπιον του ΟΜΕΔ, όπως επίσης, δεν είχε υποχρέωση να διαθέσει κατά τη διάρκεια της απεργίας προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, παρά τα όσα αντίθετα είχε δεχθεί η πρωτόδικη απόφαση. Ωστόσο, το Εφετείο δέχθηκε πως η απεργία είναι παράνομη, όχι για τους ανωτέρω διαδικαστικούς λόγους, αλλά παράνομη ως καταχρηστική, καθώς συνιστά στην πραγματικότητα πολιτική απεργία[7]. Το δικαστήριο υπήγε την εν λόγω απεργία, που προκήρυξε η ΟΙΕΛΕ, στον όρο της πολιτικής απεργίας για τους εξής λόγους:
- Μοναδικό αίτημα της απεργίας, που προκηρύχθηκε, είναι να αποσύρει η κυβέρνηση τις ρυθμίσεις για την «αξιολόγηση», ήτοι να καταργηθούν οι νομοθετικές διατάξεις, που αποβλέπουν στην αξιολόγηση και βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Το ανωτέρω αίτημα, κατά το δικαστήριο, δε συνδέεται με την επίλυση των προβλημάτων, τα οποία ενδεχομένως υφίστανται οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λόγω των πρόσθετων, πέραν του εκπαιδευτικού τους έργου, υποχρεώσεων, τις οποίες αναλαμβάνουν βάσει των επίμαχων διατάξεων.
- Η προκήρυξη δεν ανέφερε συγκεκριμένη διάρκεια, που θα έχει η απεργία («μέχρι το πέρας της διαδικασίας αξιολόγησης»), με αποτέλεσμα αυτή να είναι αόριστη[8].
- η ικανοποίηση του αιτήματος της απεργίας- αποχής, ήτοι να καταργηθούν οι νομοθετικές διατάξεις, που αποβλέπουν στην αξιολόγηση και βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, δεν εξαρτάται από τη βούληση του Δημοσίου, αλλά από τη βούληση του ελληνικού κοινοβουλίου[9].
Μετά τις ανωτέρω παραδοχές, το δικαστήριο κατέληξε πως «.. ως πολιτική απεργία είναι παράνομη και καταχρηστική, αφού επιχειρεί να καταλύσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί σε ζήτημα μάλιστα που ανήκει στην αποκλειστική ρυθμιστική εξουσία της, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο στάσιμο το προσφερόμενο εκπαιδευτικό έργο προς βλάβη των μαθητών και των οικογενειών τους..», ενώ επιπλέον επισήμανε πως «..λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης να υπόκειται σε συνεχή αξιολόγηση προκειμένου να επικαιροποιείται και να βελτιώνεται.» και πως «από την κρινόμενη απεργία -αποχή από τη διαδικασία αξιολόγησης των σχολικών μονάδων αλλά και των εκπαιδευτικών, η οποία (διαδικασία) στοχεύει στη βελτίωση και διασφάλιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου προκαλεί βλάβη τόσο στο ενάγον (ενν. Δημόσιο) όσο και στο κοινωνικό σύνολο και ιδίως στους μαθητές».
Συνοψίζοντας, η με αριθμό 4242/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών παρουσιάζει έντονο νομικό ενδιαφέρον, καθώς αφενός υπάγει την απεργία της ΟΙΕΛΕ στην πολιτική απεργία, νομικός χαρακτηρισμός όχι και τόσο συχνός στην ελληνική πραγματικότητα και αφετέρου διατυπώνει την κρίση ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης να υπόκειται σε συνεχή αξιολόγηση. Τέλος, παρατηρείται ότι η απεργία – αποχή, που κήρυξε η κάθε μία από τις υπόλοιπες τρεις συνδικαλιστικές οργανώσεις, μπορεί να κρίθηκαν επίσης παράνομες, ωστόσο η παρανομία τους έγκειται σε ελαττώματα που δεν άγονται στην ουσία των αιτημάτων τους, αλλά σε διαδικαστικές παρατυπίες, αβλεψίας ή και βιασύνης, που εν τέλει δυστυχώς αδίκησαν το όλο εγχείρημα.
Γιάννης Καρούζος
Δικηγόρος – Εργατολόγος
Ελευθερία Στόικου
Δικηγόρος – Δημοσιολόγος
Υποσημειώσεις:
[1] Από 30.9.2021 γνωμοδότηση του καθηγητή Γ. Λεβέντη, σελ. 5: «Σύμφωνα λοιπόν με το αρθρ. 30 § 8β Ν. 1264/82, η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων δεν μπορεί να κηρύσσεται από πρωτοβάθμιες οργανώσεις ούτε με απόφαση του ΔΣ. Η διάταξη αυτή εξηγείται από την ιδιορρυθμία του συνδικαλισμού των δημοσίων υπαλλήλων (βλ. Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση Ρ1Δ, 14.6.1982, Αθήνα 1982, σελ. 4688/4689) και έχει ήδη κριθεί από τη νομολογία ως σύμφωνη με το Σύνταγμα (βλ. Προεδρ. Εφ. Αθην. 1/1992, ΔΕΝ 1992, 298, ΜονΠρωτΑθην 2435/90, ΕΕργΔ 1990, 840, ΜΠΑ 3706/1991, ΔΕΝ 1991, 1234, ΜΠΑ 2182/1994, ΕΕργΔ 1994, 1124).»
[2] Άρθρο 22 παρ. 4 του ν. 1264/1982: «Για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19 – 22 αποφασίζει το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έχει κηρύξει την απεργία κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 έως 676 του Κώδικα πολιτικής Δικονομίας. Σε επείγουσες περιπτώσεις οι πρόεδροι των αρμόδιων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων προσδιορίζουν σύντομη δικάσιμη και συντέμνουν τις προθεσμίες επίδοσης των δικογράφων, ώστε η συζήτηση να πραγματοποιηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από την κατάθεσή τους ανεξάρτητα από τον αριθμό των υποθέσεων που εκκρεμούν.»
[3] ΜΠΑ 534/2021, φύλλο 2. «…να κηρυχθεί η απεργία καταχρηστική, διότι οι εναγόμενες στοχεύουν, μέσω αυτής, να επιβάλλουν μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής, καθώς η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου» περιλήφθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης, οι οποίες υπερψηφίστηκαν, από το Κοινοβούλιο, έχουν ως αίτημά τους τον εξαναγκασμό του Κοινοβουλίου να καταργήσει τα επίμαχα νομοθετήματα, απεργούν για αόριστη διάρκεια, ενώ παρόμοιες κινητοποιήσεις πραγματοποίησαν και κατά το προηγούμενο έτος, καταδικάζουν το προσφερόμενο εκπαιδευτικό έργο σε ανεπίτρεπτη στασιμότητα και πλήττουν, κυρίως, τους μαθητές, όταν ελλείπει η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου…»
[4] ΜΠΑ 534/2021 σελ. 2η φύλλου 2. « μη νόμιμο και συνεπώς απορριπτέο είναι το αίτημα της αγωγής περί απαγόρευσης συνέχισης της επίμαχης απεργίας, καθόσον δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για τη δικαστική διακοπή της ούτε χωρεί εν προκειμένω, αναλογική εφαρμογή διατάξεων του ΑΚ, όπως εκείνων πχ που αφορούν τη νομή..»
[5] ΜΠΑ 534/2021 σελ. 2η φύλλου 2 “.. λόγω της αναγνωριστικής φύσης της αγωγής..”
[6] ΜΕφΑΘ 4242/2021 σελ. 2η του 7ου φύλλου: «Η παράλειψη του ελληνικού Δημοσίου να ζητήσει το ίδιο ως εργοδότης τη διενέργεια δημοσίου διαλόγου ενώπιον του ΟΜΕΔ, όπως είχε δικαίωμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απαλλάσσει τη συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει την απεργία από τη σχετική υποχρέωση»
[7] Από 30.9.2021 γνωμοδότηση του καθηγητή Γ. Λεβέντη, σελ. 7 -8 : «..Η απεργία όμως αυτή δεν είναι μία συνηθισμένη διεκδικητικη απεργία, αλλά μία απεργία διαμαρτυρίας, η οποία δεν έχει και δεν μπορεί να έχει ως σκοπό να υποχρεώσει τα αρμόδια νομοθετικά όργανα της πολιτείας να υποκύψουν στα αιτήματα των απεργών, αλλά να προσελκύσει υπέρ των απεργών την κοινή γνώμη και να ασκήσει κάποια πίεση υπέρ των απεργών στα αρμόδια πολιτειακά όργανα.. Το Σύνταγμα (βλ. άρθρ. 26, 51 § 2, 60 § 1, 79 § 8, 82 § 1, 106 §§ 1, 2) δεν επιτρέπει την εξάρτηση των πολιτειακών οργάνων από οργανωμένα συμφέροντα. Για το λόγο αυτό, όταν η απεργία διαμαρτυρίας παρατείνεται πέρα από ορισμένα χρονικά όρια υπερβαίνει το σκοπό της και γίνεται καταχρηστική (βλ. Λεβέντη, ΝοΒ 1984, σελ. 245, ΜονΠρωτΑθην 2182/1994, ΕΕργΔ 1994, 1124, ΜονΠρωτΛαμ 60/1986, ΔΕΝ 1986, 680)..»
[8] Από 30.9.2021 γνωμοδότηση του καθηγητή Γ. Λεβέντη, σελ. 7 -8: «Η απεργία όμως αυτή δεν είναι μία συνηθισμένη διεκδικητική απεργία, αλλά μία απεργία διαμαρτυρίας .. η απεργία αυτή είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας (Εφ.Αθην. 5817/1985, ΔΕΝ 1985, 895 (899), Μον.Πρωτ. Αθην 1708/2002, ΔΕΝ 2003, 604, Μον.Πρωτ. Αθην. 1713/2001, ΔΕΝ 2002, 232, Μον.Πρωτ.Αθην. 3706/1991, ΕΕργΔ 1992/323). Κατά συνέπεια η παραπάνω απεργία παύει να είναι νόμιμη, όταν μεταβάλλεται σε συνηθισμένη διεκδικητική απεργία που έχει σκοπό να κάμψει τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία και για το λόγο αυτό παρατείνεται χρονικά μέχρις ότου τα αρμόδια πολιτειακά όργανα υποκύψουν και αποδεχθούν τα αιτήματα των απεργών (βλ. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό, σελ. 665, 653, Δ. Παπασταύρου, Απεργία, γ’ έκδ., σελ. 130/131).»