Στο παρόν άρθρο κάνω μερικές επισημάνσεις για την ελληνογαλλική συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας, ειδικά για το άρθρο 2 που αναφέρεται στην ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής. Περιορίζομαι στην εν λόγω διάταξη, καθότι περιέχει ρήτρα με κατεξοχήν νομική σημασία, ενώ τα λοιπά θέματα είναι κυρίως, εάν όχι αποκλειστικά, στρατιωτικού χαρακτήρα. Ως μη ειδικός, για να μην πω αδαής επί του θέματος, δεν μπορώ να εκφράσω άποψη.
Καταρχάς, από μόνη της η ρήτρα αυτή είναι πολιτικά σημαντική, εφόσον είναι η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που δύο ευρωπαϊκά κράτη, μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, συμφωνούν να συνδράμει το ένα το άλλο, σε περίπτωση επίθεσης από τρίτο μέρος. Τέτοιες ρήτρες που ήταν συνηθισμένες στο παρελθόν (π.χ. η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής στην αμυντική συμφωνία Γαλλίας και της τότε Τσεχοσλοβακίας την περίοδο του Μεσοπολέμου), κατέστησαν αναχρονιστικές μεταπολεμικά.
Πρώτον, λόγω της ύπαρξης των στρατιωτικών συνασπισμών.
Δεύτερον, γιατί αποτέλεσε πολιτικό δόγμα στις χώρες της Ευρώπης η επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα, με βάση τις αρχές και τους κανόνες του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και αργότερα και της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι.
Η ρήτρα αυτή ωφελεί περισσότερο την χώρα μας παρά την Γαλλία, εφόσον η Ελλάδα είναι που δέχεται απειλή στην επικράτειά της από τρίτο κράτος και μάλιστα με casus belli. Η συνδρομή αφορά όλα τα μέσα, όχι μόνο διπλωματικά αλλά κυρίως στρατιωτικά, ακόμα και με τη χρήση ένοπλης βίας. Στη ρήτρα δεν υπάρχει περιορισμός ως προς τα κράτη που μπορεί να επιτεθούν ενόπλως (μάλιστα δεν γίνεται καν αναφορά σε κράτη και από την γραμματική του ερμηνεία συνάγεται ότι θεωρητικά μπορεί να περιλαμβάνει διεθνείς οργανισμούς και ιδιώτες), άρα ισχύει και για κράτη μέλη του ΝΑΤΟ (βλέπε Τουρκία).
Η ελληνογαλλική συμφωνία
Μόνο με συσταλτική ερμηνεία, όπως έχει γίνει για το άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να γίνει δεκτό κάτι τέτοιο, κάτι όμως που δεν προκύπτει ούτε από το όλο περιεχόμενο της συμφωνίας ούτε από την βούληση και την όλη συμπεριφορά των συμβαλλομένων μερών. Τουναντίον, η ρήτρα αυτή έχει τεθεί, όπως συνάγεται κατ’ απαίτηση δική μας, κυρίως για την Τουρκία, κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ. Διαφορετικά δεν έχει κανένα πρακτικό αντίκρισμα εφόσον η χώρα μας δεν δέχεται απειλή από άλλο κράτος.
Βέβαια, η ρήτρα αυτή – όπως προαναφέρθηκε εξυπηρετεί κυρίως την Ελλάδα – αποδείχθηκε ιδιαίτερα ακριβή γι’ αυτήν, αν γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζεται, ότι το αντάλλαγμά της ήταν η αγορά από την χώρα μας των πανάκριβων γαλλικών αεροπλάνων και κυρίως των φρεγατών. Μια τέτοια σύνδεση, όμως, ήταν αναμενόμενη στο διπλωματικό δούναι και λαβείν και δεν πρέπει να μας ξενίζει, ωσάν να ανακαλύψαμε την Αμερική.
Αυτά είναι τα αναμφισβήτητα θετικά αυτής της συμφωνίας και όποιος δεν τα αναγνωρίζει, καθίσταται αντιπολιτευτικά μεμψίμοιρος και μικρόψυχος. Από εκεί και πέρα υπάρχουν κάποια σημεία που χρειάζονται προσοχή και δεν προσφέρονται για πανηγυρισμούς:
Πρώτον, η ρήτρα απαιτεί ένοπλη επίθεση. Δεν αρκεί δηλαδή η απλή εχθρική ενέργεια, όπως π.χ. η παραβίαση του εναέριου χώρου ή των χωρικών υδάτων, ή πολύ περισσότερο της ΑΟΖ.
Δεύτερον, η ένοπλη επίθεση πρέπει να εκδηλώνεται εις βάρος της επικράτειας ενός εκ των κρατών, δηλαδή ξηρά, αιγιαλίτιδα ζώνη και εναέριο χώρο, στα οποία το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, όπως γίνεται δεκτό τόσο από την θεωρία του Διεθνούς όσο και του Συνταγματικού Δικαίου (ειδικά για την αιγιαλίτιδα ζώνη πρβλ. και άρθρο 2 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982).
Δεν περιλαμβάνεται η ΑΟΖ
Τρίτον, ως συνέπεια του δεύτερου, δεν περιλαμβάνονται οι νέες ζώνες που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, στις οποίες το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα (υφαλοκρηπίδα μετά από οριοθέτηση, ΑΟΖ μετά από ανακήρυξη και οριοθέτηση) ή ασκεί διοικητικές αρμοδιότητες, όπως έλεγχο και δικαιοδοσία (συνορεύουσα ζώνη κ.α.). Τα παραπάνω μπορούν να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας μόνο με διασταλτική ερμηνεία, η οποία όμως θα πρέπει να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ή με διευκρινιστική δήλωση.
Δεδομένου ότι η απειλή της Τουρκίας προς την Ελλάδα προς το παρόν εκδηλώνεται ακόμα και έμπρακτα στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ (οριοθετηθείσα με την Αίγυπτο και εν δυνάμει), μάλλον δεν θα ήταν πρόθυμη η γαλλική πλευρά να δεχθεί μία τέτοια διασταλτική ερμηνεία. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, από το γεγονός ότι προφανώς η ελληνική πλευρά θα ζήτησε μία ευρύτερη διατύπωση στο κείμενο, την οποία η γαλλική πλευρά προφανώς απέρριψε.
Βέβαια, η διατύπωση της ρήτρας δεν σημαίνει ότι η Γαλλία δεν μπορεί να προστρέξει σε βοήθεια, σε περίπτωση παραβίασης της υφαλοκρηπίδας ή της ΑΟΖ εκ μέρους της Τουρκίας, όπως έγινε και με την Ελλάδα και με την Κυπριακή Δημοκρατία με την αποστολή του αεροπλανοφόρου “Ντε Γκωλ” στις επίμαχες περιοχές. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνιστά συμβατική υποχρέωση της Γαλλίας.
Καλές οι συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ, αλλά να ξέρουμε τα όριά τους…
Αποτρεπτικό όπλο
Τέταρτον, η συνδρομή παρέχεται εάν τα συμβαλλόμενα μέρη από κοινού διαπιστώσουν την ένοπλη επίθεση, άρα δεν αποτελεί μονομερές δικαίωμα του ενός εξ αυτών να το ζητήσει από το άλλο. Γίνεται κατανοητό ότι σε μια τέτοια περίπτωση το μέρος του οποίου ζητείται η συνδρομή (Γαλλία), πέραν των νομικών κριτηρίων για τη διαπίστωση της ύπαρξης της έννοιας “ένοπλη επίθεση” θα το κρίνει κυρίως με κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας.
Έτσι π.χ. σε μία περίπτωση ένοπλης επίθεσης από παράνομους μετανάστες κατόπιν χειραγώγησης από το τουρκικό κράτος εναντίον των συνόρων και της εδαφικής επικράτειας της χώρας μας, ανάλογης αυτής του υβριδικού πολέμου του Μαρτίου 2020, η πολιτική σκοπιμότητα θα επηρεάσει, εάν όχι θα καθορίσει, τη νομική ερμηνεία που θα δώσει η γαλλική πλευρά στο εάν μία τέτοια επίθεση εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής. Η άποψή μου περί αυτού είναι ότι μία τέτοια περίπτωση συνιστά ένοπλη επίθεση υπό την έννοια του άρθρου 2, τουλάχιστον εάν μπορεί να καταλογισθεί – υπό προϋποθέσεις μπορεί – στο τουρκικό κράτος.
Είναι πράγματι πολύ θετική η ελληνογαλλική συμφωνία για πολλούς λόγους και κυρίως η ρήτρα της αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής, αλλά μη φαντασιωνόμαστε ότι θα μας λύσει από μόνη της τα προβλήματα με τους γείτονές μας. Κάτι τέτοιο σίγουρα δεν είναι στις προθέσεις των φίλων μας των Γάλλων και κατά πάσα πιθανότητα δεν το περιμένει και η ελληνική κυβέρνηση.
Πάντως, μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό αποτρεπτικό όπλο εάν το δουν σοβαρά και οι Γάλλοι. Η ενεργοποίησή του, όμως, θα εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις και τις εκάστοτε ισορροπίες που θα διέπουν αυτές τις συνθήκες και το οποίο μένει να δούμε κατά πόσο θα αποτρέψει στην πράξη τους Τούρκους από τις επιθετικές τους ενέργειες εις βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης
Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων ΔΣΑ, Δικηγόρος
Πηγή: Αναδημοσίευση από το slpress.gr (03.10.2021)