Από πολύ νωρίς κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος έθεσε το θέμα της απαλλαγής των γιατρών που εμπλέκονται στην περίθαλψη πασχόντων από SARS-COV-2 από την αστική και ποινική ευθύνη τους, λόγω των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας, οι οποίες αποκλείουν ή δυσχεραίνουν την τήρηση του προτύπου της οφειλόμενης ιατρικής επιμέλειας. Δεν είναι, ωστόσο, τυχαίο, ότι τέτοιες ρυθμίσεις «ασυλίας» των γιατρών υπήρξαν, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, κυρίως στις πολιτείες της Ν. Υόρκης και του Ν. Τζέρζεϋ, κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, όπου, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, η κατάσταση στα εκεί νοσοκομεία, ήταν εκτός κάθε ελέγχου, λόγω ιδίως πολιτικών επιλογών σχετικά με την αρχική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Είναι μάλλον περίεργο να τίθεται θέμα ασυλίας των γιατρών στην Ελλάδα, όπου, παρά τα προβλήματα, ουδέποτε η πανδημία οδήγησε σε ακραίες καταστάσεις αδυναμίας περίθαλψης, αλλά δημιούργησε μόνο ισχυρή πίεση στο ΕΣΥ. Το περίεργο του πράγματος εντείνεται, αν ληφθεί υπόψη ότι σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, με της οποίας το νομικό σύστημα συγγενεύει το δικό μας (λ.χ. Γερμανία, Γαλλία), δεν ισχύει κάποιο σύστημα ασυλίας των γιατρών και των υγειονομικών μονάδων στο πλαίσιο της πανδημίας. Υπήρξαν μόνο μεμονωμένες σχετικές προτάσεις από κάποιους φορείς, όπως το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δικαίου (European Law Institute).
Η διάταξη που προτείνεται από τον ΠΙΣ, όπως είδε το φως της δημοσιότητας, εμφανίζει νομοτεχνικές αστοχίες και ασάφειες, ώστε είναι μάλλον απρόσφορη να εξυπηρετήσει το σκοπό της, που είναι, από όσο μπορώ να αντιληφθώ, η απαλλαγή από την ποινική και αστική ευθύνη για ιατρικά λάθη των γιατρών, αλλά και των νοσοκομείων, που παρέχουν υπηρεσίες σε περιστατικά SARS-COV-2, όταν δεν συντρέχει δόλος ή βαριά αμέλεια του ζημιώσαντος. Πάντως, η αναφορά στα δημόσια νοσοκομεία δεν υπάρχει στην πρόταση, οπότε τίθεται το ερώτημα μήπως αυτή αναφέρεται και στους ιδιώτες γιατρούς που εξετάζουν έναν ασθενή με covid ή, συνηθέστερα, του δίνουν τηλεφωνικές οδηγίες. Μάλλον, κατά συσταλτική ερμηνεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπονοείται μόνον η παροχή ιατρικών υπηρεσιών εντός δημόσιου υγειονομικού φορέα, αφού μέχρι στιγμής μόνον αυτοί έχουν εμπλακεί στη διαχείριση της πανδημίας. Σε αυτό το πλαίσιο, του δημόσιου νοσοκομείου, η πρόβλεψη απαλλαγής των γιατρών από την αστική ευθύνη ξενίζει: ο ενταγμένος στο ΕΣΥ γιατρός έτσι κι αλλιώς α) δεν ευθύνεται ατομικά έναντι του ασθενούς β) ευθύνεται μόνον έναντι του νοσοκομείου που κλήθηκε να καταβάλει αποζημίωση στον ασθενή όταν έχει υποπέσει σε ιατρικό σφάλμα από βαριά αμέλεια ή ενήργησε με δόλο. Επομένως η απαλλαγή του από την ευθύνη του έναντι του νοσοκομείου για ιατρικά σφάλματά του που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια υφίσταται ήδη. Ίσως η στόχευση της ρύθμισης είναι να «εξασφαλιστούν» οι ιδιώτες γιατροί που θα παράσχουν υπηρεσίες στα δημόσια νοσοκομεία για την αντιμετώπιση της πανδημίας είτε οικιοθελώς είτε με επίταξη των υπηρεσιών τους. Πράγματι, είναι λογικό αυτοί οι ιδιώτες γιατροί να υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς αστικής ευθύνης με τους γιατρούς του δημόσιου νοσοκομείου, για όσο χρόνο συνδράμουν τη λειτουργία του τελευταίου, επομένως θα έπρεπε κι αυτοί να απαλλαγούν από τις ατομικές αγωγές αποζημίωσης και από την αστική ευθύνη για ελαφρά αμέλεια. Γι’ αυτό, πάντως, θα αρκούσε μια απλή ρύθμιση εξομοίωσης με τους ενταγμένους στο ΕΣΥ γιατρούς. Το βασικό ερώτημα, ωστόσο, είναι άλλο: Για ποιο λόγο να μην ευθύνεται αστικά ούτε το νοσοκομείο, αν όντως έχει υπάρξει ιατρικό σφάλμα από ελαφρά αμέλεια; Αν ο γιατρός διαπράττει χωρίς βαριά αμέλεια ιατρικό σφάλμα ή το νοσοκομείο υποπίπτει σε σφάλμα οργάνωσης (λ.χ. δεν οργανώνει σωστά την εφημερία του, δεν εξασφαλίζει τον απαραίτητο εξοπλισμό, ενώ αυτό είναι δυνατό), πώς δικαιολογείται η απαλλαγή του νοσοκομείου από την αστική ευθύνη, δηλαδή ότι ο ζημιωθείς θα μείνει αναποζημίωτος; Περαιτέρω, η προτεινόμενη διάταξη προφανώς στοχεύει στην απαλλαγή των γιατρών και από την ποινική ευθύνη, απαλλαγή για την οποία επίσης τίθεται το ερώτημα τια ποιο λόγο θα έπρεπε να προβλεφθεί. Σύμφωνα με γνωστές παραδοχές του δικαίου της ιατρικής ευθύνης, ο γιατρός έτσι κι αλλιώς δεν ευθύνεται, όταν λόγω αντικειμενικών έκτακτων συνθηκών δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο σύνηθες πρότυπο της ιατρικής επιμέλειας. Ο γιατρός που έχει μόνο 5 κλίνες ΜΕΘ για 25 ασθενείς προφανώς δεν υποπίπτει σε ιατρικό σφάλμα, όταν αφήνει εκτός ΜΕΘ τους 20, αφού τίποτε άλλο δεν ήταν δυνατό (προφανώς δεν μπορεί να αφήσει και τους 25 εκτός ΜΕΘ, για λόγους ισότητας). Για την επιλογή αυτών που θα έχουν προτεραιότητα προτείνονται αντικειμενικά κριτήρια από διάφορους επιστημονικούς φορείς, τα οποία ήταν γνωστά, τουλάχιστον στους γιατρούς της επείγουσας ιατρικής, και πολύ πριν την πανδημία. Ο γιατρός, πάντως, που επιλέγει έναν ασθενή έναντι άλλου, όταν οι πόροι δεν αρκούν για την περίθαλψη και των δυο, δεν ευθύνεται, βάσει των αρχών της κατάστασης ανάγκης ή της σύγκρουσης καθηκόντων. Ο γιατρός που καλείται να διαχειριστεί ένα περιστατικό SARS-COV-2, ενώ δεν ανήκει στην κατάλληλη ειδικότητα, εφόσον πρόκειται για επείγουσα περίπτωση ή αν ειδική διάταξη του το επιβάλλει, επίσης δεν ευθύνεται, αν πράξει αυτό που θα έπραττε στη θέση του ο μέσος συνετός γιατρός της ειδικότητάς του. Κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, δεν είναι κατανοητό γιατί ο γιατρός πρέπει να απαλλάσσεται από την ποινική ευθύνη.
Το πρόβλημα των μηνύσεων και διώξεων από αρνητές, που προβλήθηκε ως αιτιολόγηση της πρότασης, είναι μεν υπαρκτό δεν πρέπει όμως να διογκώνεται υπερβολικά. Εξάλλου, είναι σαφές ότι η προτεινόμενη από τον ΠΙΣ διάταξη δεν αποβλέπει σε αυτό, αλλά σε ένα γενικό ακαταδίωκτο των γιατρών και των νοσοκομείων για ελαφρά αμέλεια. Τίποτε, ωστόσο, δεν εμποδίζει έναν αρνητή να παρακάμψει αυτό το ακαταδίωκτο, υποβάλλοντας μήνυση ή αγωγή αποζημίωσης ισχυριζόμενος ότι ο γιατρός ή το νοσοκομείο μέσω των οργάνων και προστηθέντων του επέδειξαν βαριά αμέλεια ή (ιδίως) δόλο. Όπως όμως απέδειξε η «εξαφάνιση» των διώξεων κατά διευθυντών σχολείων, με την κατάλληλη διαχείριση από πλευράς εισαγγελιών και Υπουργείου Παιδείας, υπάρχουν πολύ καλύτερες λύσεις για το πρόβλημα των προφανώς αβάσιμων διώξεων, από ένα ακαταδίωκτο για ιατρικά λάθη, το οποίο απλώς δίνει εσφαλμένο μήνυμα στην κοινωνία, αλλά και παραβλέπει την προληπτική λειτουργία της ευθύνης. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ένα από τα σταθερά προβαλλόμενα επιχειρήματα των αρνητών της πανδημίας και του εμβολίου ήταν άλλο ένα ατυχές και περιττό «ακαταδίωκτο», αυτό που προβλέφθηκε για τις γνωμοδοτικές επιτροπές ειδικών (λοιμωξιολόγων και εμβολιασμού). Στο θέμα των αβάσιμων διώξεων κατά γιατρών και νοσοκομείων από αρνητές θα μπορούσε λ.χ. να προβλεφθεί ότι ειδικώς δεν διώκεται αστικά ή ποινικά ο γιατρός που προβαίνει στην αναγκαία για την αποτροπή του θανάτου ή σοβαρής βλάβης της υγείας ιατρική πράξη, σεβόμενος τις αρχές της συναίνεσης του ενημερωμένου ασθενούς. Ή ότι, ειδικά στις περιπτώσεις που ο γιατρός κατηγορείται για μια τέτοια πράξη (ιδίως αναφέρομαι στη διασωλήνωση), τα έξοδα της νομικής του υπεράσπισης αναλαμβάνει το Υπουργείο Υγείας.
Η πανδημία είναι μια κατάσταση πρωτόγνωρη, αλλά το ιατρικό δίκαιο και ιδίως το δίκαιο της ιατρικής ευθύνης έχει διαμορφωμένες αρχές, που επιλύουν τα περισσότερα ζητήματα. Αυτό που απουσιάζει είναι η, μάλλον αναγκαία υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες, επίσημη και ενιαία νομική καθοδήγηση των επαγγελματιών υγείας και των νοσοκομείων. Ίσως θα έπρεπε το Υπουργείο Υγείας να εξετάσει το ενδεχόμενο της σύστασης μιας επιτροπής νομικών εμπειρογνωμόνων, της οποίας οι γνωμοδοτήσεις επί συγκεκριμένων νομικών ζητημάτων που τίθενται κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας (λ.χ. ασθενής που αρνείται τη διασωλήνωση, αιτήματα νεκροψίας, triage), θα περιόριζαν ή και θα απέκλειαν τις διώξεις κατά γιατρών και νοσοκομείων.
Κατερίνα Φουντεδάκη
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ