Η τραγωδία που λαμβάνει χώρα τον τελευταίο καιρό στα σύνορα της Λευκορωσίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση – και συγκεκριμένα στα σύνορα τριών χωρών: της Πολωνίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας – έχει κυρίως πολιτική και ανθρωπιστική διάσταση. Η πολιτική συνίσταται στην “εργαλειοποίηση” εκ μέρους του δικτατορικού καθεστώτος Λουκασένκο ανθρώπων από τρίτες χώρες που επιζητούν τη μετάβαση τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στη διαμόρφωση της σχέσης μεταξύ Λευκορωσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης με επίκεντρο αυτή την εξέλιξη. Η προφανής ανθρωπιστική πτυχή περιστρέφεται γύρω από την αντιμετώπιση των ανθρώπων που, ασχέτως του τρόπου προσέλευσής τους, βρίσκονται στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει και η νομική/θεσμική διάσταση, συμπληρωματική των δυο άλλων και – εκ των συνθηκών, λόγω πολυπλοκότητας ή από επιλογή – ασθενέστερη στην πράξη. Σε αυτήν θα επικεντρωθούν οι σύντομες αναλύσεις που ακολουθούν, μέσα από μια προσπάθεια διερεύνησης ορισμένων κρίσιμων εννοιών και των αντίστοιχων θεσμικών προβλέψεων.
“Υβριδικός πόλεμος”
Η κρίση στα σύνορα της Ένωσης αποκλήθηκε επισήμως από αρμόδια ευρωπαϊκά χείλη ως “υβριδικός πόλεμος”. Με την έκφραση αυτή νοείται η εσκεμμένη χρησιμοποίηση από το καθεστώς της Λευκορωσίας ανθρώπων προερχόμενων από τρίτες χώρες – στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πλειοψηφία από χώρες της Μέσης Ανατολής – για άσκηση πίεσης επί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τη μορφή απειλής (“θα σας γεμίσουμε μετανάστες και πρόσφυγες”) ή για την αποκομιδή διπλωματικών ή οικονομικών ανταλλαγμάτων. Διεθνείς οργανισμοί και διεθνή μέσα ενημέρωσης έχουν καταλογίσει στο καθεστώς Λουκασένκο συνειδητή υποβοήθηση πολιτών τρίτων χωρών να μεταβούν από τις πατρίδες τους στη Λευκορωσία, μέσω παροχής ειδικής βίζας, δωρεάν εισιτηρίων χωρίς επιστροφή, ναύλωσης ειδικών πτήσεων από τον κρατικό αερομεταφορέα της Λευκορωσίας Belavia και, στη συνέχεια, μεταφοράς τους στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ώθησης τους, ακόμα και με τη βία, για πέρασμα σε κάποια από τις συνοριακές χώρες, άρα για εισδοχή εντός του εδάφους της Ένωσης. Η πρακτική αυτή, εφόσον αποδειχθεί ότι εφαρμόζεται από το καθεστώς της Λευκορωσίας, είναι πολλαπλώς παράνομη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το οποίο δεν επιτρέπει ούτε “χρήση” ανθρώπων ως εργαλείων για πολιτικές κινήσεις και επιδιώξεις, ούτε “κρατική ώθηση” ανθρώπων σε μετανάστευση. Δεν έχει, όμως, επιρροή επί της αντιμετώπισης των έτσι ωθούμενων ανθρώπων από τη χώρα, ή την ευρύτερη κοινότητα, “υποδοχής” τους.
Με άλλα λόγια: ούτε οι πιεζόμενες συνοριακές χώρες, ούτε η Ένωση ως πολιτικό σύνολο έχουν, έναντι της Λευκορωσίας (αλλά και έναντι των δικών τους κοινωνιών, καθώς και του συνόλου των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) υποχρέωση αποχής από δράση και αντίδραση. Έχουν ωστόσο υποχρεώσεις έναντι των ανθρώπων οι οποίοι έχουν, έστω έτσι, φτάσει στα σύνορά τους.
“Άμυνα συνόρων”
Η Ένωση διαθέτει εξωτερικά σύνορα, τα οποία έχει ευθύνη να διαφυλάσσει, όμως η μέθοδος “διαφύλαξης” γνωρίζει ορισμένα όρια.
Κατά πρώτον, η διαφύλαξη των συνόρων κάθε χώρας είναι μεν αρμοδιότητα της συγκεκριμένης χώρας, όμως υπάρχει και ένα εξειδικευμένο και νομιμοποιημένο “κοινοτικό” όργανο, η Frontex, που δεν πρέπει να παραμερίζεται. Η αποκλειστική εθνική αρμοδιότητα ενδεχομένως κάμπτεται, μετά από πρωτοβουλία της χώρας που αντιμετωπίζει πρόβλημα και με συμβολή της Ένωσης κατά τις διατάξεις των ακόλουθων άρθρων της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: 28 (όταν μια διεθνής κατάσταση απαιτεί επιχειρησιακή δράση εκ μέρους της Ένωσης, το Συμβούλιο εκδίδει τις αναγκαίες αποφάσεις), 42 παρ. 7 (“ρήτρα συνδρομής”: όταν ένα κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη πίεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια με κάθε μέσο, λαμβάνοντας υπόψη τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις δεσμεύσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ) και 44 (ανάληψη, σε εθελοντική βάση, από ομάδα κρατών, “αποστολής” με απόφαση του Συμβουλίου). Υπάρχει επίσης, μάλλον εν είδει “πυρηνικής βόμβας”, το άρθρο 4 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ που προβλέπει διαπραγματεύσεις για ανάληψη στρατιωτικής δράσης “εφόσον απειλείται η εδαφική και πολιτική ακεραιότητα ή ασφάλεια” μιας χώρας-μέλους.
Δεύτερον, η εθνική αρμοδιότητα μπορεί, εφόσον η κατάσταση στα σύνορα και ο εξ αυτής κίνδυνος είναι πολύ αυξημένος, να πάρει τη μορφή – όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση, και από τις τρεις συνοριακές χώρες – κήρυξης “κατάστασης πολιορκίας” (state of emergency). Ούτε, όμως, η μετάπτωση σε αυτό το προσωρινό και ιδιαίτερο καθεστώς εξαιρεί τη χώρα στην οποία επιβλήθηκε από τις υποχρεώσεις της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από την τήρηση των νόμιμων κανόνων έναντι των πολιτών που βρίσκονται στα σύνορα. Ακραία αλλά όχι αυτομάτως παράνομη (υπάρχει εξάλλου και το ελληνικό προηγούμενο) είναι, σε περίπτωση απειλών στα σύνορα, η έγερση κάποιου είδους “φράχτη” από την αμυνόμενη χώρα – στη συγκεκριμένη περίπτωση, τέτοιο φράχτη άρχισε να εγείρει η Λιθουανία. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, από καθαρά πολιτική-συμβολική άποψη, μια τέτοια πρωτοβουλία δεν προάγει, για να το πω έτσι, την “Ευρώπη της ελευθερίας”, ενώ η δήλωση που έγινε από την αρμόδια Επίτροπο ότι ο φράχτης της Λιθουανίας “είναι μια καλή ιδέα, αλλά δεν θα τον χρηματοδοτήσει η Ένωση”, δεν τιμά ούτε την ίδια ούτε το όργανο το οποίο εκπροσωπεί.
Τρίτον, η διαφύλαξη δεν επιτρέπεται να γίνεται με κόστος ζωής ή υγείας των ανθρώπων που βρίσκονται στα σύνορα. Οι συνθήκες υπό τις οποίες πολίτης τρίτης χώρας φτάνει στα σύνορα της Ένωσης δεν έχουν επιρροή ως προς τα προκύπτοντα από τις Διεθνείς Συνθήκες, και ιδίως της Διεθνούς Συνθήκης για τους Πρόσφυγες, δικαιώματα των πολιτών αυτών και τις υποχρεώσεις των χωρών στα σύνορα των οποίων βρίσκονται.
Τέταρτον, η νόμιμη “άμυνα” δεν καταλύει την υποχρέωση αντιμετώπισης ενδεχομένων αιτημάτων παροχής ασύλου σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Αντιμετώπιση μεταναστών και προσφύγων.
Δεν επιτρέπεται η αποτροπή ανθρώπων τρίτων χωρών από το να ζητήσουν άσυλο, ούτε η μη εξέταση ενδεχόμενης τέτοιας αίτησης (“pushbacks”). Το γεγονός ότι η Πολωνία έχει περάσει νομοθεσία με την οποία επιτρέπει τα “pushbacks” δεν τα καθιστά νόμιμα ούτε από πλευράς διεθνούς, ούτε από πλευράς ενωσιακού δικαίου. Ούτε έχει νομική επιρροή το γεγονός ότι η Πολωνία δεν “αναγνωρίζει” την υπεροχή, και συχνά και τους ίδιους τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου, αφού αρμόδιο για την εφαρμογή του είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και όχι τα δικαστήρια κάθε κράτους-μέλους. Ούτε βέβαια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα από την Πολωνία – γιατί από τις τρεις χώρες αυτή είναι που, λόγω κυβερνητικής “γραμμής”, παραμελεί ή παραβιάζει περισσότερο το δίκαιο – ότι, πριν από τη Λευκορωσία του Λουκασένκο και η Τουρκία του Ερντογάν είχε “εργαλειοποιήσει” τους μετανάστες-πρόσφυγες, και ότι, πριν από την Πολωνία και άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Κροατία και, κατά την κρίση του 2015, η Αυστρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, είχαν “κλείσει” τα σύνορά τους με όχι συναινετικό τρόπο.
Αλλά και αυτοί που δεν δικαιούνται ασύλου – οι λεγόμενοι “οικονομικοί μετανάστες”, που δεν πληρούν τον ορισμό του “πρόσφυγα”, δεν έχουν δηλαδή εγκαταλείψει τη χώρα τους λόγω πολέμου, βίας ή καταστροφής, αλλά προς αναζήτηση καλύτερης τύχης σε μια άλλη χώρα – και αυτοί δεν επιτρέπεται να “επαναπροωθούνται”, πόσο μάλλον να ασκείται βία εις βάρος τους. Το καθεστώς τους και οι ενδεχόμενες αιτήσεις τους, πρέπει πρώτα να κρίνονται από τις αρχές της χώρας στην οποία προσφεύγουν και στη συνέχεια, εφόσον η κρίση είναι αρνητική, να “στέλνονται πίσω”, και πάλι σύμφωνα με τους κανόνες της διεθνούς νομιμότητας.
Άλλο “είσοδος για εξέταση αίτησης”, άλλο αποδοχή παραμονής. Άλλο διαφύλαξη συνόρων, άλλο σεβασμός των νόμιμων διαδικασιών (due process) και τήρηση των αρχών του διεθνούς δικαίου ως προς την αντιμετώπιση των ανθρώπων. Η εξασφάλιση “ανθρωπιστικών συνθηκών διαβίωσης” πέραν της αυτονόητης απλής επιβίωσης (ωστόσο 11 τουλάχιστον άνθρωποι έχουν μέχρι στιγμής χάσει τη ζωή τους από την αρχή της συγκεκριμένης κρίσης) συνιστά υποχρέωση της Ένωσης και της κάθε χώρας της χωριστά.
Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί πραγματική “Ένωση” σε σχέση με την αντιμετώπιση μεταναστών και προσφύγων, αλλά και όταν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους “εξωτερικές” απειλές, εικονογραφείται, πέραν των νομικών κειμένων, στην πράξη: οι όποιες διπλωματικές προσπάθειες άρχισαν κατόπιν τηλεφωνικής συνομιλίας του Λουκασένκο με τη Γερμανίδα Καγκελάριο και διεξάγονται επί γερμανικού εδάφους. Ούτε βέβαια για κάποιο στοιχειωδώς οργανωμένο σχέδιο “υποδοχής” και ορθής μεταχείρισης των ανθρώπων που βρίσκονται στα σύνορα μπορεί να γίνει λόγος.
Το γεγονός ότι το νόμιμο “οπλοστάσιο” της Ένωσης δεν επιτρέπεται να φτάσει ως την παραβίαση δικαιωμάτων, δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά περιορισμένο – σημαίνει, όμως, ότι κείται εντός του πολιτικού-διπλωματικού κυρίως πεδίου. Εμπορικές και οικονομικές κυρώσεις και αντίμετρα (sanctions) κατά της Λευκορωσίας, απαγόρευση υπερπτήσεων των αεροπλάνων της στον ενωσιακό εναέριο χώρο, οργάνωση επαναπατρισμού μεταναστών που κρίθηκαν και απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους, διπλωματική και πολιτική απομόνωση της Λευκορωσίας (έστω και εν γνώσει ότι πίσω της υπάρχει η Ρωσία, με την οποία τα πράγματα είναι διαφορετικά) – όλα αυτά είναι νόμιμα και εφικτά μέτρα. Εγκατάλειψη, εξαθλίωση ή θανάτωση ανθρώπων, απαγόρευση πρόσβασης στα σύνορα δημοσιογράφων, εθελοντών, του ίδιου του Ερυθρού Σταυρού, λόγια και πράξεις μισαλλοδοξίας – αυτά (θα έπρεπε να) βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκής λογικής.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Δικηγόρος