Ερώτημα Πολίτη:
Τα ερωτήματα είναι τα εξής: πρέπει η πολιτεία να ορίσει χρονικό όριο στην επιβολή αναστολής των υγειονομικών διότι το «έως τη λήξη της πανδημίας» είναι αόριστο?
Επίσης, έχει την ίδια βαρύτητα ένας υπάλληλος γραφείου σε νοσοκομείο με έναν ιατρό ή έναν νοσηλευτή; Δεν θα έπρεπε η πολιτεία να μεριμνήσει για αυτόν τον διαχωρισμό, τη στιγμή που ο υπάλληλος ενδεχομένως θα μπορούσε να εργαστεί και από την οικία του ή με διαφορετικό ωράριο εργασίας;
Νοείται υποχρεωτικότητα τη στιγμή που κάποιος δεν έχει κάνει την τρίτη δόση εμβολίου, διότι δεν είναι υποχρεωτική και βάσει επιστημονικών στοιχείων η όποια προφύλαξη διαρκεί περίπου 6 έως 8 μήνες & οι υγειονομικοί έχουν στην πλειοψηφία τους εμβολιαστεί από τον Ιανουάριο του 2021 και αυτή την στιγμή ο ένας στερείται μισθό, ενώ ο άλλος θεωρείται ασφαλής, ενώ βάσει επιστημονικών δεδομένων θεωρητικά δεν είναι;
Απάντηση:
- Βασικό στοιχείο για την κρίση της αναλογικότητας στην αξιολόγηση περιορισμών είναι ο χρονικός τους περιορισμός, η προσωρινότητά των μέτρων. Η πρόβλεψη που αφορά τη λήξη της πανδημίας δεν είναι αόριστη – υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες για τον τρόπο που θα κριθεί ότι δεν υπάρχει πανδημία τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο. Οι φάσεις της πανδημίας μπορεί να δικαιολογούν διαφοροποιήσεις των περιοριστικών μέτρων, όμως είναι εύλογο να πιθανολογήσει κανείς ότι οι περιορισμοί στους υγειονομικούς δεν εξαρτώνται από τις φάσεις αυτές, αλλά από τη λήξη της πανδημικής κρίσης. Άλλωστε, η πολιτεία δεν μπορεί στην παρούσα φάση να προβλέψει πότε θα λήξει η πανδημία και έτσι η αδυναμία αυτή δεν αποτελεί λόγο αντισυνταγματικότητας. Μόνο σε ένα μελλοντικό υποθετικό σενάριο όπου είχε πράγματι λήξει η πανδημία, ο ΠΟΥ και ο ΕΜΑ θα είχαν κάνει τις αντίστοιχες διαπιστώσεις και μια χώρα θα διατηρούσε μέτρα με γνώμονα την πλασματική συνέχισή της, θα δημιουργούνταν συνθήκες παραβίασης του Συντάγματος. Ένα νομικό πλάσμα συνέχισης της πανδημίας που θα διατηρούσε ένα «παρασύνταγμα». Αυτό το σενάριο θα μπορούσε να είναι σχετικό σε χώρες, όπου ο συνταγματισμός οπισθοδρομεί σε συνθήκες αυταρχισμού. Δεν πρέπει όμως να συγχέεται αυτό με τις αυξημένες απαιτήσεις προάσπισης της υγείας, που μπορούν να τεθούν και μετά τη λήξη της πανδημίας σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων όπως είναι οι υγειονομικοί. Η προστασία των ασθενών μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στα δικαιώματα των υγειονομικών όχι μόνο υπό συνθήκες υγειονομικής κρίσης, όχι πια εξαρτημένη από τη διάρκειά της, ούτε με αυτή τη δικαιολογητική βάση, αλλά με μία νέα εφαρμογή της αναλογικότητας με βάση τα τότε ιατρικά δεδομένα.
- Η διάκριση γιατρών και νοσηλευτών με τους διοικητικούς υπάλληλους θα μπορούσε να δικαιολογήσει διαφοροποιήσεις βασισμένες στο είδος υπηρεσίας που προσφέρουν. Η πολιτεία, αν κάποιος υπάλληλος θα μπορούσε να προσφέρει υπηρεσίες αποκλειστικά εξ αποστάσεως χωρίς αυτό να επηρεάσει την εύρυθμη λειτουργία της μονάδας, θα όφειλε να το προβλέψει. Μια στάθμιση, όμως, που θα επέβαλε στην πολιτεία να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας των μονάδων υγείας, ώστε να ανταπεξέλθει στην παροχή δυνατότητας εξ αποστάσεως εργασίας όσων δεν επιθυμούν τον εμβολιασμό, δεν μπορεί να στηριχθεί συνταγματικά. Αντίστοιχα, η επιλογή της πολιτείας να καταστήσει τους χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας covid free θα αξιολογούνταν ευχερώς ως συνταγματικά ανεκτός, αν όχι και επιβαλλόμενος, σκοπός. Η μόνη συνταγματικά επιβαλλόμενη στην πολιτεία ειδική πρόβλεψη για ανεμβολίαστους αφορά όσους δεν μπορούν να εμβολιαστούν για αντικειμενικούς λόγους υγείας , μια πρόβλεψη που και πάλι οφείλει να μη θέσει σε κίνδυνο την υγεία των ασθενών.
- Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που δημοσιοποίησε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μετά την ολοκλήρωση των δικαστικών διασκέψεων, χωρίς να αναμένει, όπως συνήθως, τη δημοσίευσή της, δείχνει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το Δικαστήριο και την τύχη που θα έχουν αμφισβητήσεις των περιορισμών που στηρίζονται στην αρχή της ισότητας.
Κρίθηκε λοιπόν ότι «η υποχρέωση εμβολιασμού δεν παραβιάζει τις αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, διότι η διαφορετική μεταχείριση με κριτήριο τον εμβολιασμό ερείδεται επί αντικειμενικού κριτηρίου, κυρίως λόγω της μη αμφισβητούμενης ούτε από τους αιτούντες, μειωμένης συχνότητας και έντασης με την οποία νοσούν και μεταδίδουν τη νόσο οι εμβολιασμένοι σε σχέση με τους ανεμβολίαστους» και ειδικά «όσον αφορά το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό λόγω της αυξημένης ευθύνης που έχει ως προς τη διαφύλαξη της υγείας των ασθενών». Απλουστεύοντας, η μειωμένη μεταδοτικότητα του ιού από τους εμβολιασμένους είναι επαρκής βάση για την επιβολή της υποχρεωτικότητας στους υγειονομικούς, καθώς έχουν αυξημένη ευθύνη για τη διαφύλαξη της υγείας των ασθενών. Η τεχνική γνώση για την συμβολή της τρίτης δόσης λοιπόν, θα μπορούσε να αποτελέσει επιχείρημα για την καθιέρωση της υποχρεωτικότητάς της και όχι για την άρση περιορισμών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση του ΣτΕ, που αναμένεται να δημοσιευτεί την άνοιξη, θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα συνταγματική θεωρίας. Είναι η ζωή και η υγεία υπέρτερα συνταγματικά αγαθά; Είναι αναγκαία μια τέτοια ιεράρχηση για να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί; Είναι απαραίτητη η επίκληση της αλληλεγγύης, ή είναι επαρκής η αναλογικότητα για την προσέγγιση της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και με ποιο τρόπο συνδυάζονται; Τα ερωτήματα αυτά θα προωθήσουν τη μελέτη του Συνταγματικού Δικαίου. Ελάχιστη όμως επίδραση έχουν στην πιθανολόγηση της ευδοκίμησης επιχειρημάτων που θεωρούν αντισυνταγματική την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στους υγειονομικούς και τις επιβαλλόμενες δυσμενείς συνέπειες.
Αλκμήνη Φωτιάδου
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος
Για πιο λεπτομερή επιχειρηματολογία σας παραπέμπουμε στις εξής αναλύσεις: