Στο σύγχρονο κράτος δικαίου, ο δικαστής απέχει πολύ από το παράδειγμα του Montesquieu, καθώς από αυτόματο «στόμα του νόμου», όπως τον αποκαλούσε ο πατέρας της διάκρισης των εξουσιών, έχει αναχθεί σε συνδιαμορφωτή του και ελεγκτή της πολιτικής βούλησης, σε οιονεί αντιπρόσωπο του λαού, που αναλαμβάνει να θέσει το πιο ισχυρό φρένο στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Οι δικαστές κρίνουν και κρίνονται διαρκώς, τόσο από τους διαδίκους, που εναποθέτουν σε αυτούς την ελπίδα επίλυσης της διαφοράς τους, όσο και στη δημόσια σφαίρα, στην οποία δοκιμάζονται οι πιο σημαντικές τους αποφάσεις, για παράδειγμα στην οικονομική κρίση και την πανδημία. Στην ιστορική φράση του μυλωνά του Πότσνταμ «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο» συνοψίζεται η εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής της ανεξαρτησίας του δικαστή και η ιδανική αναπαράστασή του ως «φύλακα» του Συντάγματος.
Η δικαστική ανεξαρτησία έχει δύο αλληλένδετες πτυχές: την προσωπική και τη λειτουργική (87 παρ. 1 και 93 παρ. 4 Σ). Η διάκριση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, σε ό,τι αφορά τον διορισμό και τις υπηρεσιακές μεταβολές του δικαστή, διαφυλάσσει την πρώτη. Αυτή υπονομεύεται ανοικτά σε ανελεύθερες δημοκρατίες, όπως στην Πολωνία και την Ουγγαρία, με τις αθέμιτες και αιφνίδιες παρεμβάσεις στη δικαστική σταδιοδρομία. Στην ελληνική έννομη τάξη, με την εξαίρεση της επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, που εύλογα, όπως στις ΗΠΑ ή τη Γαλλία, ανάγεται σε κυβερνητικό προνόμιο και συνδέει τη Δικαιοσύνη με τη λαϊκή κυριαρχία, κατοχυρώνεται η δικαστική αυτοδιοίκηση. Μια σειρά από εγγυήσεις, όπως ο διορισμός των δικαστών μετά από αδιάβλητο διαγωνισμό και φοίτηση στη Σχολή Δικαστών, η ισοβιότητα, η αξιολόγηση και ο πειθαρχικός έλεγχος από τους συναδέλφους τους, διαμορφώνουν την απρόσβλητη δικαστική σφαίρα.
Ωστόσο, η αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων του δικαστή δεν συναρτάται αποκλειστικά με τη θεσμική του θωράκιση, ούτε εξαντλείται στις νομικές της διαστάσεις. Η λειτουργική ανεξαρτησία, σύμφωνα με την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση τον νόμο και τη συνείδησή του, προϋποθέτει τη συνοχή και το βάθος της εσωτερικής του θέσης, ώστε να μην ενδίδει στις προσωπικές του πεποιθήσεις, πολιτικές, ηθικές ή θρησκευτικές. Στο λειτούργημά του, αλλά και στην ιδιωτική του ζωή, ο δικαστής οφείλει να μην αφήνει την παραμικρή σκιά για την εντιμότητα και την ακεραιότητά του. Η ιδιότητά του τον ακολουθεί παντού και επιβεβαιώνεται συνεχώς, ηθικά και γνωστικά. Σε αυτή την κατεύθυνση συντελεί η εισαγωγή κώδικα δικαστικής δεοντολογίας και η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των δικαστών, όπως και της αξιολόγησής τους, ώστε να μην εκπίπτει σε τυπική διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για τις προαγωγές τους, που πρέπει να ξεφύγουν από τη στενή λογική της αρχαιότητας και να υπαχθούν σε μια πιο πλούσια αντίληψη της αρχής της αξιοκρατίας. Η μεταρρύθμιση των εσωτερικών θεμάτων του δικαστικού σώματος δεν ενισχύει μόνο τον διάλογο του δικαστή με τον εαυτό του, ούτε έχει εσωστρεφή επίδραση. Αντιθέτως, συμβάλλει στην εμπέδωση μιας ηθικής της ευθύνης και της λογοδοσίας, που θεμελιώνει τη σχέση εμπιστοσύνης του δικαστή με την κοινωνία. Η αποτελεσματική δικαστική προστασία μας πραγματώνεται μέσα από την αξιοσύνη των δικαστικών λειτουργών.
Γιώργος Καραβοκύρης
Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (16.12.2021)