Ι
Η, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 84 παρ. 2-7), “πρόταση δυσπιστίας”, ευρύτερα γνωστή με τη δημοσιογραφική ονομασία “πρόταση μομφής”, αποτελεί ένα επιθετικό κοινοβουλευτικό όπλο που τίθεται στη διάθεση της αντιπολίτευσης. Σε αντίθεση με άλλες σημαντικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όπως η διάλυση τη Βουλής, το Σύνταγμα δεν απαιτεί τη συνδρομή συγκεκριμένων λόγων για την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, ούτε καν «σοβαρών» λόγων. Αρκεί (άρθρο 84 παρ. 2) η υποβολή πρότασης από 50 βουλευτές, κάτι που την καθιστά εύκολα προσβάσιμο εργαλείο για την αντιπολίτευση, ιδίως την αξιωματική, καθώς και η «σαφής» παράθεση των θεμάτων τα οποία προκάλεσαν τη δυσπιστία και επί των οποίων θα διεξαχθεί η ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής συζήτηση. Στην πράξη, ούτε τρόπος ελέγχου της «σαφήνειας» των θεμάτων που δικαιολογούν την πρόταση υπάρχει, ούτε τρόπος περιορισμού της κοινοβουλευτικής συζήτησης μόνο επ’ αυτών των θεμάτων – πάντα οι συζητήσεις επί προτάσεων δυσπιστίας εκτείνονται επί παντός του πολιτικώς, και συχνά και μη πολιτικώς, επιστητού.
Λιτή και γενικόλογη, η συνταγματική κατάστρωση έχει εντούτοις δυο ιδιαιτερότητες, που συγκροτούν τον πυρήνα λειτουργίας της πρότασης δυσπιστίας στην Ελλάδα. Η πρώτη είναι η σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλά συμβολικά και πολιτικά σημαντική, διαφοροποίηση σε σχέση με την «ψήφο εμπιστοσύνης» (άρθρο 84 παρ. 1 Συντ.), την οποία πάντα ζητά η ίδια η κυβέρνηση, ειδικά ως προς τον «μαγικό αριθμό» για την έγκρισή της. Στην ψήφο εμπιστοσύνης απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία, αλλά των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα δυο πέμπτα του όλου αριθμού, δηλαδή το κατώφλι είναι στους 121 βουλευτές. Για την πρόταση δυσπιστίας απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού, δηλαδή τουλάχιστον 151 βουλευτές – η ευόδωση της δυσπιστίας είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί από την ανανέωση της εμπιστοσύνης. Η δεύτερη, και στρατηγικά πιο κρίσιμη, ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με τον χρονισμό της υποβολής της: κατά το άρθρο 84 παρ. 2, δεύτερο εδάφιο, πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε άλλη τέτοιου είδους πρόταση (αντίθετα, πρόταση εμπιστοσύνης μπορεί να ζητείται, κατ’ άρθρο 84 παρ. 1, «οποτεδήποτε») – το πότε θα υποβληθεί έχει μεγαλύτερη σημασία από τους λόγους για τους οποίους υποβάλλεται.
Το όπλο είναι συνεπώς επιθετικό, αφού αφενός οι προϋποθέσεις του πληρούνται σχετικά εύκολα και αφετέρου «στριμώχνει» την κυβέρνηση, εφόσον οδηγεί σε διαδικασία γενικευμένη (κατά το άρθρο 84 παρ. 4 του Συντάγματος και 142 του Κανονισμού της Βουλής, η Βουλή διακόπτει τις άλλες εργασίες της και η συζήτηση επί της δυσπιστίας διαρκεί τρεις πλήρεις ημέρες) και περίοπτη (αποτελεί παγίως πρώτο ειδησεογραφικό και πολιτικό θέμα). Είναι, όμως, και ένα επιθετικό όπλο που η αντιπολίτευση οφείλει να χρησιμοποιεί με φειδώ, και πάλι για δύο λόγους: πρέπει να διαλέξει την κατάλληλη στιγμή και είναι πολύ πιθανό – σχεδόν βέβαιο σε περίπτωση κυβερνήσεων που διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών – να «γυρίσει μπούμερανγκ», καθώς ο αριθμός των 151 ψήφων συγκεντρώνεται πολύ δύσκολα. Και αυτό δεν είναι θεωρία, το λέει η Ιστορία: μέχρι σήμερα, από την έναρξη λειτουργίας του παρόντος Συντάγματος, καμία πρόταση δυσπιστίας κατά καμίας κυβέρνησης – και έχουν υποβληθεί πολλές και για πολλούς λόγους – δεν έχει τελεσφορήσει. Τουλάχιστον σε σχέση με τον απώτατο σκοπό της, την ανατροπή της κυβέρνησης από τη Βουλή.
ΙΙ
Η πρόταση δυσπιστίας, που αναγγέλθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση και ετοιμάζεται να κατατεθεί και να συζητηθεί, έχει όλα τα στοιχεία που την κατατάσσουν στα «στρατηγικά» και όχι στα θεσμικά διαβήματα: δεν έχει καμία πιθανότητα ευόδωσης (η κυβερνητική πλειοψηφία είναι πολύ πάνω από το όριο των 151 βουλευτών, ενώ οι προβαλλόμενοι λόγοι και η συγκυρία καθιστούν εντελώς απίθανο να υπάρξει διαφοροποίηση από κυβερνητικό βουλευτή), στηρίζεται σε τρεις εξαιρετικά γενικές, εν είδει προγραμματικής αντίκρουσης, αιτιάσεις (η κυβέρνηση «κατηγορείται» για τη διαχείριση της πανδημίας, τη διαχείριση της πρόσφατης κακοκαιρίας και την ακρίβεια) και έρχεται σε στιγμή κατά την οποία η ίδια η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα αξιοπιστίας, όπως ιδίως, αλλά όχι μόνο, αποτυπώνονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
De lege ferenda, αν και είδαμε ότι το Σύνταγμα δεν θέτει αυστηρές προϋποθέσεις, δεν φαίνεται ότι οι λόγοι που αναγγέλθηκαν ότι θα στηρίξουν το διάβημα υπηρετούν την ουσία της συνταγματικής διάταξης. Το νόημα της πρότασης δυσπιστίας είναι να δώσει την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να αμφισβητήσει την ίδια τη νομιμοποίηση της, διαθέτουσας την εμπιστοσύνη της Βουλής, κυβέρνησης, λόγω ενός εξαιρετικού και θεσμικά σημαντικού γεγονότος (όπως ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο ή μια αστοχία σε εθνικά θέματα ή μια πολιτική επιλογή που αμφισβητείται ευρέως από την κοινωνία και διαχέεται στις τάξεις και της ίδιας της πλειοψηφίας). Φυσικά, τόσο μια πανδημία που συνεχίζει να έχει τόσα θύματα, όσο και μια προαναγγελθείσα κακοκαιρία που δεν πήρε μεν ανθρώπινες ζωές, αλλά παρέλυσε δρόμους γειτονιές και υπηρεσίες, καθώς ίσως (αλλά εδώ πρέπει κανείς να τανύσει τη φαντασία του στα ακρότατα όριά της) και ένα κύμα ακρίβειας, αν και είναι παγκόσμιο και δεν εξαρτάται καθόλου από κυβερνητικές επιλογές, αποτελούν σημαντικά γεγονότα, που αγγίζουν τη ζωή όλων των πολιτών. Είναι, όμως, περισσότερο εξωτερικά-«φυσικά» γεγονότα, παρά αποτελούν θεσμικές δυσλειτουργίες, όπως υπονοεί το Σύνταγμα.
Προφανώς, άρα, η κίνηση τη αντιπολίτευσης οφείλεται στις τρεις κλασικές αιτίες που οδηγούν σε προτάσεις δυσπιστίας καταδικασμένες να αποτύχουν: αιφνιδιασμός, αντιπερισπασμός, συσπείρωση κατά της κυβέρνησης. Ο αιφνιδιασμός σπάνια λειτουργεί σε μια χώρα και ένα πολιτικό σύστημα που είναι διαρκώς έτοιμα για όλα, διαμορφώνουν και διατυπώνουν σενάρια κάθε μέρα και ζητούν παραίτηση της κυβέρνησης και εκλογές από την πρώτη μέρα μετά την εκλογή της. Η αντικυβερνητική συσπείρωση έχει μεγαλύτερο νόημα, αφού το πιθανότερο είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα σύρει στο άρμα της και τις λοιπές αντιπολιτευτικές δυνάμεις – το αντίθετο θα ήταν σα να έλεγαν πως όλα πηγαίνουν καλά στη χώρα μέσα στις αλλεπάλληλες κρίσεις, πιθανότατα όμως θα είναι μια συσπείρωση πρόσκαιρη και χωρίς πολιτικό βάθος, αφού οι διαφωνίες μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι πολύ περισσότερες από τα κοινά σημεία. Μένει ο αντιπερισπασμός, που, όπως τις περισσότερες φορές, αποτελεί το κλειδί των εξελίξεων: η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί ότι η στιγμή να αντεπιτεθεί είναι κατάλληλη, ότι με μια γενικευμένη και, εκτός απίθανου απροόπτου, «εκρηκτική» συζήτηση θα μπορέσει, όπως λέγεται, να «αλλάξει την ατζέντα» και να ρίξει φως όχι σε αυτά που δεν κάνει και δεν πετυχαίνει η ίδια, αλλά στις ασφαλώς υπαρκτές αδυναμίες της κυβέρνησης.
Καιροφυλακτεί, όπως προειπώθηκε, ο κίνδυνος του μπούμερανγκ. Πολιτικού, μέσα από τη σύγκριση και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, για τους εμπνευστές του διαβήματος. Και θεσμικού, για όσους ενδιαφέρονται ακόμα για τους θεσμούς, με την έκπτωση μιας σοβαρής κοινοβουλευτικής διαδικασίας και την αδιαφορία έως δυσφορία εκ μέρους του κοινωνικού σώματος.
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος, Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος