Υπάρχουν κάποια σενάρια, υποθετικά ή ρεαλιστικά, με τα οποία συχνά αποφεύγουμε να αντιπαρατεθούμε στη νομική επιστήμη επειδή αφορούν εξαιρετικά δύσκολες και στενάχωρες καταστάσεις. Και όμως: το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, με μια πρόσφατη απόφασή του (16.12.2021), αντιμετώπισε ένα τέτοιο ζήτημα. Η απόφαση έκρινε επί προσφυγής ατόμων με αναπηρία, τα οποία υποστήριξαν ότι θα υφίσταντο δυσμενή μεταχείριση σε περίπτωση που δεν επαρκούσαν οι διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ για τη νοσηλεία των νοσούντων από κορωνοϊό. Καταρχάς, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι ρεαλιστικό το σενάριο, να μην επαρκούν οι διαθέσιμες δομές υγείας για την αντιμετώπιση ενός εύκολα μεταδιδόμενου ιού, που απειλεί ακόμα και τη ζωή των ανθρώπων. Προς επίρρωση μάλιστα της παραδοχής αυτής, αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Βόρειας Ιταλίας αλλά και σε μεμονωμένα περιστατικά στην ίδια τη Γερμανία.
Περαιτέρω, οι Γερμανοί δικαστές δέχθηκαν ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για το ότι τα άτομα με αναπηρία κινδυνεύουν περισσότερο από τα υπόλοιπα άτομα: Τόσο γιατί έχουν την ανάγκη υποστήριξης άλλων ανθρώπων, με τους οποίους έρχονται σε στενή επαφή, όσο και γιατί υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να νοσήσουν βαριά, όπως στην περίπτωση όσων πάσχουν από σοβαρά νοσήματα του αναπνευστικού. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο βαθμός πιθανότητας για την επιτυχή αντιμετώπιση του ενός συγκεκριμένου ιατρικού περιστατικού μπορεί να αποτελέσει επιτρεπτό κριτήριο για την εισαγωγή στις ΜΕΘ όταν δεν επαρκούν οι εκεί κλίνες, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί επιτρεπτό κριτήριο το προσδόκιμο της ζωής ενός ανθρώπου, τομέας στον οποίο δυστυχώς υπάρχουν στερεότυπα όσον αφορά τα άτομα με αναπηρία. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι στην πράξη υφίσταται κίνδυνος δυσμενούς μεταχείρισης των ατόμων με αναπηρία ως προς την εισαγωγή τους στις ΜΕΘ και, ως εκ τούτου, ότι η έλλειψη σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού παραβιάζει το άρθρο 3 παρ. 3 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης και τις αντίστοιχες διεθνείς συμβάσεις που απαγορεύουν τη μειονεκτική μεταχείριση των ατόμων με αναπηρία. Με το σκεπτικό αυτό, υποχρέωσε τον Γερμανό νομοθέτη να θεσπίσει χωρίς καθυστέρηση τις κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Η απόφαση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως «γροθιά στο στομάχι». Βέβαια, είναι υποχρέωση κάθε έννομης τάξης να μην τίθενται διλήμματα ως προς την ιατρική φροντίδα ασθενών. Όταν όμως έρθει εκείνη η ώρα, ποιος θα αποφασίσει; Ο νομοθέτης κατόπιν δικαστικής διαταγής ή ο γιατρός με βάση τη συνείδησή του και την ιατρική δεοντολογία; Πόσο μπορούν να «δικαστικοποιηθούν» βαθιά ανθρώπινα, ηθικά και ιατρικά διλήμματα; Ή, μήπως, είναι καλύτερο να αντιμετωπίζονται τέτοια προβλήματα, έστω από τον δικαστή και τον νομοθέτη, από το να «κρύβονται κάτω από το χαλί»; Και τελικά: Πόσο πολιτισμένη είναι άραγε μια οποιαδήποτε κοινωνία που χρειάζεται νομοθετικές διατάξεις για το αυτονόητο, την προστασία και την αποφυγή της δυσμενούς μεταχείρισης των ατόμων με αναπηρία;
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η Καθημερινή, 09.01.2022