Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συζητήσεως της πρότασης δυσπιστίας, που κατατέθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση, ανέκυψε ένα φαινομενικά “ακίνδυνο” ενδοκοινοβουλευτικό υπηρεσιακό ζήτημα. Συγκεκριμένα, το εν λόγω ζήτημα συνάπτεται με την ανατροπή της αρχικώς θετικής αποκρίσεως του Προέδρου της Βουλής (εφεξής “ΠτΒ”) Κωνσταντίνου Τασούλα, ο οποίος απέρριψε το υποβληθέν εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας (εφεξής “K.O.”) του Κινήματος Αλλαγής (εφεξής “ΚΙΝ.ΑΛ.”) αίτημα προς παραχώρηση της αίθουσας της Γερουσίας της Βουλής, προκειμένου να συνεδριάσει εκεί την Κυριακή· νέο αίτημα τελικώς ικανοποιήθηκε, αφού πρώτα σημειώθηκε η προθυμία να παραπεμφθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων (εφεξής “ΔτΠ”) καθώς όριζε ότι η συνεδρίαση θα γίνει εκτός ωραρίου της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής.
Πρόκειται εν τέλει για αμιγώς υπηρεσιακό ζήτημα; Η τομή του προβλήματος δύναται να ανευρεθεί μέσω της εφαρμογής του συστήματος κανόνων του Κανονισμού της Βουλής. Η διάκριση μεταξύ ανοικτών και κλειστών κανόνων, ανάλογα με την επιδεκτικότητα ή μη των πολλαπλών ερμηνευτικών τους αναγνώσεων δεν είναι άγνωστη στη συνταγματική θεωρία[1], αλλά είναι εννοιολογικώς ισοδύναμη με την παραδοσιακή διαίρεση της συνταγματικής ύλης σε οργανωτικό μέρος και συνταγματικές ελευθερίες. Ζήτημα γεννάται κατά πόσον η διάκριση αυτή ευρίσκει πεδίο εφαρμογής και ως προς την ερμηνεία των κανόνων του ΚτΒ, ο οποίος ρυθμίζει θέματα που συνδέονται άμεσα με το «Σύνταγμα των εξουσίων»[2]. Η διάκριση αυτή μολονότι είναι κρίσιμη, για την κανονιστική αξιολόγηση κυρίως των αποφάσεων της εθνικής αντιπροσωπείας ως προς τις ακολουθούμενες νομοπαραγωγικές διαδικασίες, μάλλον παραβλέπει ότι το Κοινοβούλιο είναι ένα εξίσου «ζωντανό»[3] και δυναμικό πεδίο, το οποίο απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή ερμηνευτική προσαρμοσιμότητα. Εν προκειμένω, ο εφαρμοστής του ΚτΒ, ήτοι ο ΠτΒ διέγνωσε την ανάγκη υποδοχής ενός νέου πραγματικού γεγονότος, όπως η ιδιάζουσα λειτουργία μιας Κ.Ο. με εξωκοινοβουλευτικό αρχηγό κόμματος. Η κανονιστική δύναμη του πραγματικού[4] υπαγόρευσε την καταφυγή σε ένα γνώμονα (standard)[5], δηλαδή σε έναν εν ευρεία εννοία κανόνα, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα δημιουργικής διάπλασης μέσω της στάθμισης.
Εκτός των παραπάνω, γεννάται και μια σειρά ειδικότερων ερωτημάτων που άπτονται της ύλης του ΚτΒ, αλλά και των σχέσεων μεταξύ της Βουλής και των σημαντικότερων κοινοβουλευτικών υποκειμένων, την προτίμηση της συλλογικής λειτουργίας οργάνων έναντι της πρωταρχίας του ΠτΒ και ευρύτερα της αποτελεσματικότητας της αυτορρύθμισης του Κοινοβουλίου ως προσφορότερου μηχανισμού επίλυσης οριακών περιπτώσεων.
ΙΙ. Αρμοδιότητα παραχώρησης αιθουσών σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής
Το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς εντοπίζεται στο άρθρο 18[6] του ΚτΒ, και δη στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, όπου ορίζεται ότι: «η χρήση των αιθουσών και των άλλων χώρων του Βουλευτηρίου και των άλλων κτηρίων, που παραχωρούνται κατά τις παρ. 1 και 2 ή εξυπηρετούν τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και των υπηρεσιών του, επιτρέπεται μόνο για τις λειτουργίες που προορίζονται, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Προέδρου της Βουλής».
Αν και διαδικαστικού χαρακτήρα, η εν λόγω αρμοδιότητα του ΠτΒ έλαβε και πολιτικές διαστάσεις. Το άρθρο 18 δεν οργανώνει με εξαντλητικό και αυστηρό τρόπο την διαδικασία αυτή, αλλά καταλείπει τη σχετική ρυθμιστική ευχέρεια στον ΠτΒ, καθώς και στον υποβάλλοντα το αίτημα αναφορικά με τον χρόνο και τον τρόπο κατάθεσής του. Δεν τίθενται δηλαδή τυπικές προϋποθέσεις, ενώ η μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει, είναι η αίθουσα που προορίζεται να παραχωρηθεί σε Κ.Ο. να εξυπηρετεί την λειτουργία του Κοινοβουλίου. Ο ΠτΒ ως νόμιμο έρεισμα της άρνησής του, επικαλέστηκε[7] τη σχετική αρμοδιότητα, αρυόμενη – μεταξύ άλλων – από την αρχή της αυτονομίας της Βουλής[8], καθώς και το αδόκιμο και μη συνάδον με την εύρυθμη κοινοβουλευτική λειτουργία των ταυτόχρονων συνεδριάσεων.
Δύναται, η επίκληση περί ελέγχου της εξυπηρέτησης της λειτουργίας του Κοινοβουλίου να εξικνείται μέχρι της αρνήσεως ή η εν λόγω απόφαση συνιστά ανεπίτρεπτη «αντικοινοβουλευτική και αντιδημοκρατική»[9] συμπεριφορά;
ΙΙΙ. Αυτονομία της Βουλής και κοινοβουλευτική πρακτική
Πέραν της σχετικής αρμοδιότητας αλλά και του άρθρου 11 του ΚτΒ που διαλαμβάνει συνολικώς τις αρμοδιότητες του ΠτΒ, αξιοπρόσεκτο είναι ότι: «Κατά την άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων του, ο ΠτΒ υπόκειται στον κανονισμό και δεν μπορεί να λαμβάνει κανένα μέτρο που δεν προβλέπεται άμεσα ή έμμεσα από το εσωτερικό δίκαιο της βουλής. Είναι εύλογο ότι η θέληση της Βουλής είναι το όριο αλλά και η πηγή των αρμοδιοτήτων του»[10].
Οιαδήποτε ενέργεια, κατατείνουσα στην συρρίκνωση ή στον περιορισμό των δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων των Κ.Ο., νοουμένων σύμφωνα με τον ΚτΒ ως των μειζόνων παραγόντων διαμόρφωσης του κοινοβουλευτικού βίου, οφείλει να διαθέτει κανονιστική κάλυψη εκ του γράμματος ή της τελολογίας του Κανονισμού. Ειδάλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος να αναιρεθεί πλήρως η βαρυσήμαντη οργανωσιακή και δικαιοπολιτική αξία του Κανονισμού.
Εν προκειμένω, κανονιστικό θεμέλιο της εξουσίας του ΠτΒ αποτελεί το άρθρο 11 του Κανονισμού που ορίζει τα εξής: «O Πρόεδρoς της Boυλής ασκεί τις αρμoδιότητες πoυ του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, o Kανoνισμός της Boυλής, oι νόμoι και γενικά κάθε αρμoδιότητα πoυ πηγάζει από την αυτoνoμία της Boυλής».Η αυτονομία της Βουλής είναι σύμφυτη με την κυριαρχία του Κοινοβουλίου[11] και καθιστά τη Βουλή φορέα εξουσίας για την παραγωγή κανόνων δικαίων δεσμευτικών έναντι των μελών της, που διέπουν και οριοθετούν την εσωτερική της λειτουργία και δράση, χωρίς τη σύμπραξη άλλου οργάνου. Επρόκειτο ουσιαστικά για κανονιστική αυτονομία[12], η οποία μπορεί να ασκείται σε ορισμένες περιπτώσεις και από τον ΠτΒ . Η εν λόγω διάταξη δεν αναγνωρίζει στον ΠτΒ μια αδέσμευτη και απόλυτη διαπλαστική εξουσία. Η διαπλαστική εξουσία του ΠτΒ που πηγάζει από την αυτονομία της Βουλής επιβάλλει ταυτόχρονα την αυτοδέσμευσή και αυτοπεριορισμό του. Δηλαδή, η lex parlamentaria[13] του ΠτΒ κατατείνει πάντοτε στην υπέρβαση κοινοβουλευτικών κρίσεων και αδιεξόδων, στη διαφύλαξη της τυπικής νομιμότητας των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, στη διατήρηση ενός ελάχιστου έστω fair play, που τονίζει τον υπερκομματικό του χαρακτήρα, αλλά και στη διευκόλυνση της δράσης των υποκειμένων που αναγνωρίζει ο ΚτΒ. Τόσο το Σύνταγμα όσο και ο ΚτΒ απονέμουν στον ΠτΒ αρμοδιότητες, στις οποίες ενυπάρχει ένας έντονα εγγυοκρατικός χαρακτήρας, ο οποίος σχετικοποιεί την διαπλαστική του εξουσία.
Η τελολογία της απόφασης του ΠτΒ να θέσει το ζήτημα στη ΔτΠ έγκειται στην πρόθεσή του να ανεύρει το μεγαλύτερο δυνατό consensus στις αποφάσεις της Βουλής. Το ίδιο έπραξε και κατά την υγειονομική κρίση και τους περιορισμούς που εισήχθησαν πρώτα ωςπρακτική[14], έπειτα έλαβαν χαρακτήρα απόφασης συλλογικού οργάνου μέσω της ΔτΠ[15], και τελικώς τυποποιήθηκαν με την τροποποίηση του Κανονισμού[16] (βλ. π.χ. διεύρυνση περιπτώσεων επιστολικής ψήφου).
Φαίνεται, λοιπόν, βαθμηδόν να εμπεδώνεται μια ευρύτερη πρακτική υποκατάστασης του ΠτΒ στα συντεταγμένα καθήκοντά του από τη Διάσκεψη[17], αποκρυσταλλωμένη και στο σώμα του ΚτΒ, μέσω της συγχύσεως αναφορικά με το ποιος φέρει την αρμοδιότητα εξέτασης της ημερήσιας διάταξης[18]. Μήπως, υποσκελίζεται η κανονιστική πρωταρχία του μονοπρόσωπου οργάνου του Προέδρου υπέρ μιας συλλογικής και διακομματικής συναπόφασης της Διάσκεψης, επικυρώνοντας τοιουτοτρόπως μιαν ευρύτερη φιλυποψία απέναντι στη συσσώρευση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων σε μονοπρόσωπους φορείς εξουσίας; Το φαινομενικώς αμετάβλητο του πραγματικά κυρίαρχου, λόγω της διατήρησης του συσχετισμού κοινοβουλευτικών δυνάμεων[19] μέσω της σύνθεσης της ΔτΠ (βλ. παρ. 1 του άρθρου 13 του ΚτΒ) υπέρ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, υπολαμβάνοντας ότι η πηγή κομματικής προέλευσης μεταξύ ΠτΒ και μετεχόντων εις την ΔτΠ είναι κοινή, προσκρούει στην ιδιότυπη συνταγματοπολιτική θέση του ΠτΒ ως βασικού πολιτειακού παράγοντος με σημαίνοντα καθήκοντα αμερόληπτης και αδιάκριτης ενάσκησης των αρμοδιοτήτων του. Η συλλειτουργία του ΠτΒ και της ΔτΠ δεν είναι άγνωστη στην κοινοβουλευτική πράξη άλλων εννόμων τάξεων[20]. Αντιθέτως, η εκχώρηση της προνομίας του ΠτΒ, ως προς τη σύνταξη της ημερήσιας διάταξης, σε ένα συλλογικό όργανο συμβάλλει στον εξορθολογισμό και την εκλογίκευση[21] του κοινοβουλευτισμού. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση αυτή δεν μεταβάλλεται το κέντρο βάρους μεταξύ ενός μονοπρόσωπου οργάνου που απολαμβάνει άμεσης νομιμοποίησης, και ενός συλλογικού αντιπροσωπευτικού οργάνου, πηγή νομιμοποίησης του οποίου είναι ο ΚτΒ. Διαπιστώνεται εσχάτως η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ ΠτΒ και ΔτΠ, καθώς ο πρώτος απεκδύεται της άσκησης αποκλειστικών αρμοδιοτήτων, τις οποίες είτε τις συνασκεί είτε τις εκχωρεί στην ΔτΠ, η οποία εκ μόνης της πολυπροσώπης και αναλογικής της σύνθεσης θεωρείται πως διαθέτει περισσότερα εχέγγυα αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Η διαρκής ενδυνάμωση της ΔτΠ με αρμοδιότητες πέραν αυτών, που τις απονέμονται ρητώς, θέτει και το ζήτημα του ελέγχου των αποφάσεών της, αλλά και της απόδοσης ευθυνών στα μέλη της. Εν αντιθέσει, με τον ΠτΒ που υπόκειται στον άμεσο έλεγχο του Κοινοβουλίου, με την ενεργοποίηση λόγου χάριν της διαδικασίας μομφής[22] εναντίον του, η ΔτΠ δεν υπέχει άμεσης κοινοβουλευτικής ευθύνης.
Ο Πρόεδρος άλλωστε, διαθέτει ακέραια τη δυνατότητα, επιδεικνύοντας τρόπον τινά μια κοινοβουλευτική πυγμή, να στραφεί ως ύστατο καταφύγιο νομιμοποίησης της απόφασής του στην κοινοβουλευτική πρακτική, προκειμένου να καλύψει τον καταληφθέντα από τις τυποποιημένες διαδικασίες αρρύθμιστο χώρο. Ο ΠτΒ εδύνατο, κατ’ αρχήν, να προσδώσει στη διαδικασία το ένα εκ των δύο στοιχείων της έννοιας της κοινοβουλευτικής πρακτικής, αυτό της επαναληπτικότητας. Ο διαρκής χαρακτήρας θα προστίθετο, εάν ο ΠτΒ με όμοιες αποφάσεις του μέχρι και το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, διέθετε στην Κ.Ο. του ΚΙΝΑΛ αίθουσα του Κοινοβουλίου, προκειμένου να συνεδριάζει ακόμα καιταυτοχρόνως με τις λοιπές κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Προκριτέα επομένως, ως περισσότερο συνάδουσα με την αποτελεσματικότερη διαφύλαξη της ακώλυτης άσκησης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, είναι η προσφυγή στη διαδικασία τροποποίησης του ΚτΒ[23], μέσω συναφούς υποβολής προτάσεως, είτε από τον ΠτΒ είτε από βουλευτές, καθώς ακόμα και στην περίπτωση που η παρούσα ΔτΠ αποφασίσει με συγκεκριμένο τρόπο την επίλυση του ζητήματος αυτού, δεν αποκλείεται με νεότερη απόφασή της ή με νέα σύνθεση, κατά τη διάρκεια επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, να ρυθμίσει διαφορετικά το ίδιο ζήτημα. Η ασφάλεια των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ίσως επιβάλλει την κανονιστική ρύθμιση του ζητήματος για τη σαφή και πλήρη δέσμευση όλων των υποκειμένων του Κοινοβουλίου, ακόμα και αν η κοινοβουλευτική πρακτική αρκεί για να επιλυθεί το ζήτημα υπέρ της ελευθερίας της Κ.Ο.
ΙV. Συνεδριάσεις Κοινοβουλευτικών Ομάδων και Ολομέλεια: πεδίο σύγκρουσης ή τομής;
Η θέση περί σχετικής αυτονομίας της κοινοβουλευτικής ομάδας[24], απορρέουσα από την ιδιάζουσα νομικοπολιτική θέση της, συνταυτίζεται με τη σημαίνουσα για τον κοινοβουλευτισμό λειτουργία της ως μείζον κοινοβουλευτικό υποκείμενο. Αναδεικνύεται εναργώς η δικαιοπολιτική αναγκαιότητα απεξάρτησης της διαμόρφωσης της κρίσιμης ακολουθητέας κοινοβουλευτικής στρατηγικής από ένα στενό κομματικό πλαίσιο και η μετάθεση της διαδικασίας διαμόρφωσης των επιλογών που συνάπτονται με τις τρέχουσες κοινοβουλευτικές εργασίες σε επίπεδο συνεδριάσεως της κοινοβουλευτικής ομάδας ως συλλογικού οργάνου. Παρά ταύτα, η πολιτική πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνει την παραπάνω ανάγκη, καθώς οι Κ.Ο. λειτουργούν περισσότερο ως εκφραστές της βούλησης[25], του κόμματος στο οποίο εντάσσονται τα μέλη της, παρά ως αυτόνομοι παράγοντες διάπλασης πολιτικής. Άλλωστε τόσο η ανάγκη αναβάθμισης της ποιότητας του κοινοβουλευτικού λόγου όσο και η διασφάλιση της ελευθερίας του πολιτικού ανταγωνισμού[26] και εντός της εθνικής αντιπροσωπείας, επιτάσσουν την εύρυθμη εσωτερική λειτουργία της Κ.Ο. μέσω της τακτικής συγκλήσεως της, ώστε οι συναπαρτίζοντες αυτή βουλευτές να προετοιμάζονται όσο το δυνατόν πληρέστερα και να ευρίσκονται στη μέγιστη δυνατή ετοιμότητα, ανταποκρινόμενοι στις αυξημένες απαιτήσεις του σύγχρονου κοινοβουλευτικού και νομοθετικού έργου.
Υποστηρίζεται[27] ότι η ομαδοποίηση των βουλευτών και η ένταξή τους σε Κ.Ο., λόγω της κομματικής πειθαρχίας, συγκρούεται με την απεριόριστη ελευθερία έκφρασης του βουλευτή. Ωστόσο, πολλές φορές η Κ.Ο λειτουργεί ως συλλογικός εκφραστής της γνώμης των βουλευτών, που τη συναποτελούν λόγω της σύμπτωσης των βουλήσεών τους. Επιτελεί, συνεπώς, καθοριστικό ρόλο για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, νομοπαραγωγική και ελεγκτική, η ανεμπόδιστη λειτουργία μιας Κ.Ο. είτε αυτή τοποθετείται στην συμπολίτευση είτε στην αντιπολίτευση.
Η λειτουργία μιας Κ.Ο. είναι διττή, καθώς άλλα ζητήματα άπτονται της εσωτερικής της λειτουργίας και άρα ανήκουν στο πεδίο της αυτοθέσμισής[28] της, ενώ άλλα συνδέονται με την κοινοβουλευτική της παρουσία και δράση και επομένως διέπονται από τον ΚτΒ. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης συνεδρίασης είναι πως, μολονότι αποτελεί εσωτερικής φύσεως ζήτημα, αποκτά χαρακτηριστικά εξωτερίκευσης και δημοσιότητας κυρίως λόγω των θεμάτων που συζητήθηκαν «ενδοκομματικά», τα οποία συνδέονται άμεσα με την εν εξελίξει συνεδρίαση της Ολομέλειας. Η ανάγκη δε η εν λόγω συνεδρίαση να προσλάβει έναν τέτοιον χαρακτήρα, είναι απόρροια της, sui generis για τα εγχώρια κοινοβουλευτικά χρονικά, μη σύμπτωσης στο πρόσωπο του Προέδρου της και της ιδιότητας του αρχηγού του κόμματος, από το οποίο προέρχεται.
Η σημαίνουσα αξία της εν Ολομελεία κοινοβουλευτικής δράσης έναντι των λοιπών θεσμικών σχηματισμών που μπορεί να προσλάβει το αντιπροσωπευτικό σώμα, καταδεικνύεται αυτονόητα τόσο εκ της επιφύλαξης υπέρ της αποκλειστικής της αρμοδιότητας κατά το άρθρο 72 του Συντάγματος[29] όσο και λόγω της «πανηγυρικής» φύσεως των συνεδριάσεων και του δημόσιου χαρακτήρα τους, όπου, ανάλογα με τη διαδικασία, επιδεικνύεται ιδιαίτερη μέριμνα να εξαντληθούν τα χρονικώς εφικτά διαβουλευτικά όρια με τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή όλων των Κ.Ο. και όλων των «μερίδων»[30] του Κοινοβουλίου, μέσω της έκφρασης γνώμης όσο το δυνατόν περισσότερων βουλευτών.
Καθίσταται, εκ των παραπάνω, σαφές ότι μια κοινοβουλευτική διαδικασία όπως η πρόταση δυσπιστίας[31], που αποτελεί το σημαντικότερο μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, έχει μια βαρύνουσα δικαιοπολιτική αξία, καθώς μεταξύ άλλων οι λοιπές εργασίες της Βουλής, βάσει του άρθρου 142 ΚτΒ, διακόπτονται και το κοινοβουλευτικό έργο μονοπωλείται από τη διαδικασία της δυσπιστίας. Συγκεκριμένα, μέσω αυτής ασκείται ένας ευρύς και εις βάθος έλεγχος στα κυβερνητικά πεπραγμένα, παράλληλα, όμως, μεταφέρεται εντός του Κοινοβουλίου έστω και διαμεσολαβητικά, η δυσαρέσκεια και η αποδοκιμασία ενός μέρους του εκλογικού σώματος. Η παρεμβολή επομένως μιας διαδικασίας που συνέχεται δευτερευόντως με τη λειτουργία του Κοινοβουλίου, όπως αυτή της συνεδρίασης της Κ.Ο. και της ταυτόχρονης προβολής ή σύγκλησής της, απομειώνει τη σημασία της διεξαγόμενης στην Ολομέλεια συζήτησης, και εμμέσως τη δυνατότητα των εκλογέων να ασκήσουν έλεγχο στους αντιπροσώπους τους. Η μεμονωμένη έγκριση παρεμφερούς αιτήματος, κατά τη διάρκεια συζητήσεως του προσφάτως εγκεκριμένου προϋπολογισμού, ανασύρει στο προσκήνιο έναν ενδιαφέροντα προβληματισμό αναφορικά με τη διακριτή λειτουργία των δύο διαδικασιών. Η αποφατική αντιμετώπιση δε εκ μέρους του ΠτΒ στα πλαίσια της παρούσης συγκυρίας, δεν μπορεί να εκληφθεί ως μιαν βεβιασμένη «αντικοινοβουλευτική» πρακτική, τουναντίον επιχειρηματολογικά θεμελιώνεται σε μια πραγματιστική διάθεση συγκεκριμένων συνταγματολογικών παραδοχών που τείνουν να εξομοιώνουν τη διαδικασία του προϋπολογισμού με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Η διαιρετική τομή μεταξύ των δύο θεσμών ανιχνεύεται στη βαθύτερη δικαιοπολιτική διασύνδεση της πρότασης δυσπιστίας με την πιθανότητα, εάν τυχόν ευδοκιμήσει, της κατίσχυσης του «πολιτικού» στοιχείου της νομοθετικής λειτουργίας έναντι του κυβερνητικού της εκτελεστικής, ενώ η διαδικασία του προϋπολογισμού προβάλλει ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία επανεπικύρωσης της συνοχής της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ισοδυναμώντας με μια πλειοψηφική κατίσχυση του κυβερνητικού έναντι του πολιτικού.
V. Αντί Επιλόγου: Ισότητα των όπλων ή εξωκοινοβουλευτική δυσπιστία;
Μία εκ των βασικών αρχών που διέπουν την κοινοβουλευτική και πολιτική αντιπαράθεση συνιστά η ισότητα των όπλων[32], ήτοι η εγγύηση ότι έκαστος παίκτης μετέχων του κοινοβουλευτικού βίου απολαμβάνει σύμμετρων εργαλείων και ευκαιριών, ώστε να πραγματώσει την αξίωση συμμετοχής του στο πολιτικό γίγνεσθαι και στον πολιτικό ανταγωνισμό. Στην παρούσα συγκυρία, ετέθη, με όρους ισότιμης μεταχείρισης το πρόβλημα της απορρίψεως χορήγησης αίθουσας για να συγκληθεί η Κ.Ο. της ήσσονος, ενώ ήδη είχε παρασχεθεί συναφής δυνατότητα στην Κ.Ο. της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Αν και prima facie, το ζήτημα περιορίζεται στον χρόνο συνεδρίασης της Κ.Ο., στην πραγματικότητα η αξίωση του ΚΙΝΑΛ, όπως αποτυπώθηκε και στις αγορεύσεις των βουλευτών του, φαίνεται να συνδεόταν έστω και εμμέσως, και με την αξίωση ισηγορίας ενός εξωκοινοβουλευτικού αρχηγού με τους επικεφαλής των λοιπών Κ.Ο., οι οποίοι διαθέτουν την βουλευτική ιδιότητα. Κάτι τέτοιο, εάν τυχόν ικανοποιούνταν, θα δημιουργούσε την εντύπωση μιας «υπερεκπροσώπησης» της Κ.Ο. σε κορυφαίο επίπεδο, μιας και θα διατηρούσε ακέραια τη δυνατότητα αγορεύσεως του Προέδρου της Κ.Ο., και επ’ αυτής θα προσετίθετο σε σύγχρονα χρονικά πλαίσια με εκείνα της Ολομέλειας και η αγόρευση του αρχηγού του κόμματος εκ βήματος φαινομενικά κοινοβουλευτικού. Προξενώντας μια ιδιότυπη μετακύλιση της υπαρκτής δυαρχίας[33] στον μείζονα για τον δημόσιο διάλογο χώρο του Κοινοβουλίου, κατά τη διάρκεια της ύψιστης κοινοβουλευτικής διαδικασίας, ικανή να αντιστρέψει την ανισομέρεια των όπλων προς όφελος της Κ.Ο. τους και εις βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων. Επομένως, η εν λόγω αρχή προβάλλει ως ένα χρήσιμο και πειστικό επιχείρημα με διττή όψη.
Ο μηχανισμός της αυτορρύθμισης του Κοινοβουλίου ως τρόπος οργάνωσης είναι ήδη γνωστός στα πρώτα ελληνικά αντιπροσωπευτικά σώματα[34]. Ο ΠτΒ δύναται είτε ως διερμηνευτής της βούλησης του σώματος είτε ως «έμψυχος κανονισμός της Βουλής» να εκφράζει μια δυσπιστία απέναντι στην παρείσφρηση εξωκοινοβουλευτικών στοιχείων. Κείται, όμως, εκτός των ορίων της αυτονομίας η ανατροπή μιας ευμενούς συμπεριφοράς ή πρακτικής, που απολήγει στον περιορισμό της ελεύθερης δράσης μιας Κ.Ο. Θα ήταν επομένως απολύτως βάσιμες, οι οποιεσδήποτε ενστάσεις περί «αντικοινοβουλευτικής πρακτικής» αν ο ΠτΒ απαγόρευε απόλυτα στην Κ.Ο. του ΚΙΝΑΛ να συνεδριάσει. Ωστόσο, ο ΠτΒ κάνοντας χρήση της «συμβιβαστικής εξουσίας» του ορθώς προέβη σε μια προσπάθεια εναρμόνισης μεταξύ της ελεύθερης λειτουργίας της Κ.Ο. και της αδιατάρακτης διεξαγωγής της κοινοβουλευτικής συζήτησης, εγκρίνοντας το σχετικό αίτημα περί διεξαγωγής της συνεδρίασης της Κ.Ο. πριν την έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια.
* Ο Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας και ο Πάρης Τσούτσης είναι μεταπτυχιακοί φοιτητές στο ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής του Δ.Π. Θράκης με ειδίκευση στο Συνταγματικό Δίκαιο.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. χαρακτηριστικά για τον σχετικό προβληματισμό Καραβοκύρη Γ., Το ερμηνευτικό ζήτημα του άρθρου 86 παρ.3 του Συντάγματος: ποινική ευθύνη υπουργών και αποσβεστική προθεσμία, σε: ΕφημΔΔ 6/2012, σελ.733 επ.
[2] Μανιτάκης Α., Συνταγματική Οργάνωση του Κράτους: Κράτος- Έθνος- Σύνταγμα- Κυριαρχία- Παγκοσμιοποίηση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2001, σελ. 6 επ.
[3] Για την έννοια του «ζωντανού» βλ. Balkin J., Το Ζωντανό Σύνταγμα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2018.
[4] Σπυρόπουλος Φ., Η κανονιστική δύναμη του πραγματικού, σε: περιοδικό ΤοΣ-2/1983, σελ.7επ.
[5] Κοντιάδης Ξ., Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2015, σελ. 84 και τις εκεί παραπομπές.
[6] Κρητικός Π., Ο Κανονισμός της Βουλής: Ερμηνεία- Ανάλυση- Σχόλια, εκδ. Καμαρινόπουλος, Αθήνα, 1990, σελ. 49-50.
[7] Πρακτικά της 28ης .1.2022, Ξ’ Συνεδρίασης (ΙΗ’ Περίοδος, Γ’ Σύνοδος), σελ. 34-39 διαθέσιμα σε hellenicparliament.gr.
[8] Βλ. σχετικά το άρθρο 11 του ΚτΒ σε Κρητικός, όπ.π, σελ 33-35. Εν γένει για την εννοιολόγηση της αυτονομίας του αντιπροσωπευτικού σώματος, βλ. Γεραπετρίτης Γ., Σύνταγμα και Βουλή: Αυτονομία και ανέλεγκτο των εσωτερικών του σώματος, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σελ. 9-14.
[9] Βλ. ανακοίνωση γραφείου τύπου Κινήματος Αλλαγής, διαθέσιμη σε: kinimaallagis.gr.
[10] Νικολόπουλος Η., Ο θεσμός του Προέδρου της Βουλής (συμβολή στο ελληνικό και Συγκριτικό Συνταγματικό Δίκαιο), εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα, 2016, σελ.142.
[11] Μαυριάς Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 6η έκδοση, εκδ. Π.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 2021, σελ. 77.
[12] Δερβιτσιώτης Α., Σημειώσεις Συνταγματικού Δικαίου, Ι. Οργάνωση του Κράτους 5η έκδοση, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2021, σελ. 66-67.
[13] Γεραπετρίτης Γ., όπ.π, σελ. 66-67.
[14] Νοούμενη- κατά την αναλυτική διάκριση του Dicey- ως κατά συνθήκην πρακτική πολιτειακή συμπεριφορά (practice),βλ. σχετικά Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο Τόμος Α’: Θεωρητικό Θεμέλιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1994, σελ. 425 επ.
[15] Βλ. για τα σχετικά μέτρα την ειδησεογραφία διαθέσιμη σε: vouliwatch.gr και tovima.gr.
[16] ΦΕΚ 81 Α’/10.4.2020 και 187 Α’/1.10.2020, διαθέσιμο σε: hellenicparliament.gr.
[17] Μαυριάς Κ. όπ.π., σελ. 604επ.
[18] Βλ. σχετικά άρθρο 11 παρ.3 για τον ΠτΒ, άρθρο 14Α για την Διάσκεψη των Προέδρων.
[19] Για μια ενδιαφέρουσα ιστορική επισκόπηση του συσχετισμού δυνάμεων συμπολίτευσης-αντιπολίτευσης στη ΔτΠ βλ. Γεωργοπούλου Β., Η Διάσκεψη των Προέδρων: ένα άγνωστο, αλλά σημαντικό όργανο της Βουλής σε: ΕφημΔΔ 1/2016, σελ.110επ.
[20] Λόγου χάριν ενδεικτικά, της γαλλικής Conférence des Présidents (άρθρο 47 του κανονισμού της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης), της ιταλικής Conferenza dei Presidenti di Gruppo (άρθρο 13 του Κανονισμού της Ιταλικής Βουλής) και της γερμανικής Ältestenrat (άρθρο 6 του Κανονισμού της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής). Βλ. σχετικά Νικολόπουλος Η., όπ.π., σελ. 172-179.
[21] Βλ. σχετικά Γεραπετρίτης Γ., Η αναθεωρητική πορεία προς έναν έλλογο κοινοβουλευτισμό, στο Συλλογικό Έργο, Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών- ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου» (Συνέδριο 25-26 Φεβρουαρίου 2013, Αθήνα), επιστημονική επιμέλεια: Ακριβοπούλου Χ. και Παπαχρήστος Ν, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2013, σελ. 27 επ.
[22] Μηναϊδης Σ., Η πρόταση κατά του/της Προέδρου της Βουλής ή μέλους του διακομματικού προεδρείου(αρθρ.65παρ.3εδ.γ.), διαθέσιμο σε: paratiritis-news.gr.
[23] «Άρθρο 118 : 1. Oι πρoτάσεις για τρoπoπoίηση τoυ Kανoνισμoύ υπoβάλλoνται από τoν Πρόεδρό της ή τoυς Boυλευτές στη Boυλή και παραπέμπoνται στην Eπιτρoπή Kανoνισμoύ για επεξεργασία και εξέταση.
2. H Eπιτρoπή Kανoνισμoύ υπoβάλλει στη Boυλή σχέδια μεταβoλής τoυ Kανoνισμoύ με τις πρoσθήκες και τις τρoπoπoιήσεις πoυ κρίνει αναγκαίες. Tα σχέδια αυτά εγγράφoνται σε ειδική ημερήσια διάταξη, συζητoύνται και ψηφίζoνται από την Oλoμέλεια της Boυλής σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ 76 τoυ Συντάγματoς. 3. H απόφαση της Boυλής πoυ τρoπoπoιεί διατάξεις τoυ Kανoνισμoύ δημoσιεύεται με παραγγελία τoυ Πρoέδρoυ της Boυλής στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή της. 4. Mετά κάθε τρoπoπoίηση η Eπιτρoπή Kανoνισμoύ πρoβαίνει στην ένταξη των νέων διατάξεων στo αρχικό κείμενo σημειώνoντας τη σχετική απόφαση της Boυλής με την oπoία θεσπίστηκαν. 5. Σε περίπτωση εκτεταμένων μεταβoλών η Eπιτρoπή Kανoνισμoύ πρoβαίνει με απόφασή της στην κωδικoπoίηση των παλαιών και νέων διατάξεων. Kατά την κωδικoπoίηση επιτρέπoνται: α) η αναδιάταξη γενικά της ύλης, η μεταβoλή της σειράς των άρθρων, παραγράφων και εδαφίων, η σύμπτυξη και διαίρεσή τoυς και η δημιoυργία νέων· β) oι φραστικές μεταβoλές πoυ δεν αλλάζoυν τo νόημα των παλαιών και νέων διατάξεων. H μνεία των απoφάσεων της Boυλής με τις oπoίες θεσπίστηκαν τα άρθρα ή oι επί μέρoυς διατάξεις τoυς είναι υπoχρεωτική. 6. Oι διατάξεις τoυ Kανoνισμoύ της Boυλής πoυ αναφέρoνται στην oργάνωση και τη λειτoυργία των υπηρεσιών της (Mέρoς B΄ – Πρoσωπικό) τρoπoπoιoύνται με πρoτάσεις τoυ Πρoέδρoυ της Boυλής. Oι πρoτάσεις αυτές εισάγoνται για συζήτηση στη Boυλή ύστερα από επεξεργασία τoυς από την Eπιτρoπή Kανoνισμoύ της Boυλής. H συζήτηση και η ψήφισή τoυς γίνoνται με τη διαδικασία των κωδίκων.»
[24] Κοντιάδης Ξ., Ελλειμματική Δημοκρατία: Κράτος και κόμματα στη σύγχρονη Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2009, σελ.78 επ.
[25] Κοντιάδης Ξ., Η θεσμική λειτουργία των Κοινοβουλευτικών Ομάδων: μια πολιτειολογική θεώρηση, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1996, σελ.144 επ..
[26] Τον οποίον εγγυώνται αποτελεσματικώς οι αρχές της ισότητας των ευκαιριών και της ισοπολιτείας, βλ. Παπαδημητρίου Γ., Δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, εκδ.Αντ.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1994, σελ. 48-52.
[27] Βλ. μεταξύ άλλων Σπουρδαλάκης Μ., Κομματική πειθαρχία και κρατικοποίηση των κομμάτων, σε: Το Μέλλον του Ελληνικού Κοινοβουλίου: Συνταγματικές και Πολιτικές Διαστάσεις, επιστημονική επιμέλεια: Κοντιάδης Ξ.- Σπυρόπουλος Φ., εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα,2011, σελ. 99επ.
[28] Κατ’αναλογίαν της αυτοθέσμισης των κομμάτων, Δερβιτσιώτης Α., Η ανάδειξη της κομματικής ηγεσίας, διαθέσιμο στον ιστότοπο του Εργαστηρίου Συνταγματικού Δικαίου «Λεύκιππος» του Τμήματος Νομικής ΔΠΘ leucippus-conlaw.blogspot.com.
[29] Γεραπετρίτης Γ, Άρθρο 72, σε: Συλλογικό Σύνταγμα Κατ’ άρθρον ερμηνεία, επιμέλεια: Κοντιάδης Ξ.- Ανθόπουλος Χ.- Σπυρόπουλος Φ.- Γεραπετρίτης Γ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2017, σελ.1155 επ.
[30] Φουντεδάκη Π., Τα Δικαιώματα των Βουλευτών: Βουλή των Βουλευτών ή Βουλή των Κοινοβουλευτικών Ομάδων;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1993, σελ.45 επ.
[31] Βλ. σχετικά Γεωργοπούλου Β., Κοινοβουλευτική αντιπολίτευση: Θεσμικές διαστάσεις και πολιτική πράξης 1975-2015, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2019, σελ.80 επ. και Καλυβιώτου Μ., Κοινοβουλευτικός έλεγχος: συνταγματικά πλαίσια και όρια, εκδ. Σάκκουλας Α.Ε., Αθήνα, 2017, σελ. 57-65.
[32] Νοούμενη ως λειτουργική όψη της ισότητας των ευκαιριών, βλ. Ξηρός Θ., Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα, 2015 σελ. 366.
[33] Για τις πιθανές θεσμικές περιπλοκές της υπάρξεως δυαρχίας βλ. Μποτόπουλος Κ., Μια ταπείνωση, δύο υποχωρήσεις και μια ελπίδα για το ΠΑΣΟΚ διαθέσιμο σε: liberal.gr.
[34] Χαρακτηριστικό είναι ότι υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1844, ελλείψει ΚτΒ, η κοινοβουλευτική πρακτική αποτελούσε τον μοναδικό ρυθμιστή του αντιπροσωπευτικού σώματος, βλ. Νικολόπουλος Η., όπ.π., σελ. 104. Εν σπέρματι, την σχετική αρμοδιότητα του προέδρου να ερμηνεύει το ΚτΒ με γνώμονα την αυτονομία συναντάμε στον οριστικό ΚτΒ, ο οποίος ψηφίστηκε στις 6 και 7 Ιουλίου του 1865, και δη στο άρθρο 12 αυτού, όπου ορίζει ότι “Καθήκον του Προέδρου είναι […] να αγορεύει εν ονόματι αυτής κατά το φρόνημα της”. Βλ. σχετικά Βολουδάκης Β., Οι κανονισμοί των ελληνικών πολιτικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων (1821-1991), Τόμος ΙΙ: Οι Κανονισμοί της Βουλής, εκδ. Ινστιτούτο Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας και Συνταγματικής Επιστήμης, Αθήνα, 1992,σελ. 139.