Με τις αποφάσεις 190/2022 και 191/2022 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση της πλειοψηφίας του Μετοχικού Κεφαλαίου των ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας με τον νόμο 4389/2016. Για να κατανοηθεί το ενδιαφέρον των αποφάσεων θα εκτεθεί η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας (Α), προτού επισημανθούν οι δύο κομβικές κρίσεις των αποφάσεων δηλαδή Β) Η δημόσια ιδιοκτησία των εταιριών παροχής ύδρευσης και Γ) Η παραγωγική λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας.
Α) Η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας
Είναι γνωστό ότι η Διοίκηση παρέχει αγαθά και υπηρεσίες ζωτικής σημασίας στους πολίτες εδώ και πολλές δεκαετίες στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, δραστηριότητα που σε μεγάλο βαθμό πλέον ανταγωνίζεται την παραδοσιακή αστυνομική του δραστηριότητα. Στη Γερμανία είναι γνωστή αυτή η δραστηριότητα ως «παρέχουσα Διοίκηση»[1]. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε την περίφραση «άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού». Χωρίς ποτέ να μπορεί να προταθεί μια έννοια τελείως ακριβολόγα, καθώς το ίδιο το αντικείμενο του κοινωνικού κράτους, η έκτασή του και ο τρόπος λειτουργίας του αποτελούν πάντοτε ένα ιδεολογικό και πολιτικό διακύβευμα, η πληρέστερη νομική επεξεργασία έγινε στη Γαλλία μέσω της έννοιας της «δημόσιας υπηρεσίας». Αυτή είναι α) μια δραστηριότητα γενικού συμφέροντος που β) με κάποιο τρόπο αναλαμβάνεται από τη Διοίκηση[2]. Τα δύο σκέλη του ορισμού δεν είναι απολύτως διακριτά μεταξύ τους, αντιθέτως η ανάληψη από την Διοίκηση μιας δραστηριότητας, γιατί τη θεωρεί γενικού συμφέροντος, χρωματίζει τη δραστηριότητα ως δραστηριότητα δημοσίου συμφέροντος.
Αφ’ ης στιγμής άρχισαν, από τις αρχές του 20ου αιώνα, να συγκροτούνται μαζικά δημόσιες υπηρεσίες που παρέχουν στον πολίτη αγαθά και υπηρεσίες (το κοινωνικό κράτος), νομικά μορφοποιήθηκαν ως εξής: πρώτον ως προς το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους, αυτό θεωρήθηκε παραγωγικό. Η δραστηριότητα της δημόσιας υπηρεσίας ως παραγωγική σημαίνει ότι σκοπός της είναι η παροχή των υπηρεσιών και αγαθών στους πολίτες στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο ποιότητας, με ασφάλεια και πληρότητα. Με αυτό τον τρόπο διακρίθηκε από την εμπορική δραστηριότητα των ιδιωτών, η οποία έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Τούτο το στοιχείο είναι σημαντικό: οι ιδιώτες έμποροι μπορεί να παρέχουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, πάντως ο σκοπός τους (θεμιτός κατά τη νομοθεσία) είναι το κέρδος. Το δημόσιο νοσοκομείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο έχουν κατεξοχήν σκοπό το αντικείμενό τους και όχι το κέρδος[3]. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν οι «νόμοι» της δημόσιας υπηρεσίας, ο τρόπος δηλαδή που λειτουργεί έναντι του κοινού: πρέπει να τηρεί την αρχή της ισότητας/ουδετερότητας, την αρχή της συνέχειας και την αρχή της προσαρμοστικότητας.
Το δεύτερο σημείο της συγκρότησης της δημόσιας υπηρεσίας ήταν το οργανικό. Πως επωμίζεται η Διοίκηση λοιπόν τη δημοσία υπηρεσία; Καταρχήν τη διαχειρίζεται η ίδια μέσω των οργανικών μονάδων του Υπουργείου και των περιφερειακών οργάνων του Κράτους ή συνηθέστερα μέσω της σύστασης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Αυτή η αντιστοίχιση της δημόσιας υπηρεσίας σε λειτουργικό επίπεδο (παρεχόμενη υπηρεσία/αγαθό) και σε οργανικό συγκρότησε τον Μεσοπόλεμο στη Γαλλία μια ιδιάζουσα δημοκρατική νομιμοποίηση της ίδιας της διοικητικής μηχανής[4].
Η επόμενη φάση στην εξέλιξη ήταν η συνταγματοποίηση του κοινωνικού κράτους[5]: με τα μεταπολεμικά Συντάγματα (στην Ελλάδα, το Σύνταγμα του 1975) κατοχυρώθηκε το κοινωνικό κράτος. Αυτό αμέσως δημιούργησε την αναρώτηση αν κάποιες από αυτές οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν συνταγματικής περιωπής, δηλαδή έξω από τον έλεγχο της εκάστοτε Βουλής/Κυβέρνησης και πράγματι τούτο έγινε δεκτό[6].
Παράλληλα, όμως, μεταπολεμικά υπήρξαν τόσο τεχνικές όσο και κυρίως οικονομικές και ιδεολογικές εξελίξεις που θόλωσαν κατά πολύ το ανωτέρω σχήμα: η κρίση της δεκαετίας του 1970 επανέφερε στο προσκήνιο πιο φιλελεύθερες πολιτικές με έμβλημα την αποτελεσματικότερη παροχή αγαθών/υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Επιπρόσθετα, σε μεγάλο βαθμό επικράτησαν, τουλάχιστον στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι κατά κυριολεξία νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις: ο «νέος φιλελευθερισμός», ο γερμανικός ορντολιμπεραλισμός[7], είναι υποψιασμένος για την πιθανότητα η τελείως φιλελεύθερη αγορά να παρεκτραπεί, το κράτος αναλαμβάνει ρυθμιστική λειτουργία για να προστατέψει την αγορά από τον εαυτό της, η οποία αγορά είναι η καταλληλότερη για να παρέχει αγαθά και υπηρεσίες[8].
Το ως άνω πλαίσιο συνοδεύτηκε από την ίδια τη μεταμόρφωση των κρατικών δομών: εν μέρει από ιδεολογία, εν μέρει γιατί βόλευε, εν μέρει από την οικονομική πίεση που προκάλεσε το άνοιγμα των συνόρων για το κεφάλαιο, εν μέρει από τη σταδιακή υποκατάσταση των αρχών του κλασικού διοικητικού δικαίου από τις τεχνικές του public management και την εμφιλοχώρηση μέσων αυτών, λογικών της «αγοράς» η εικόνα άλλαξε. Το ίδιο το κράτος πρώτον ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα «εμπορικές» δραστηριότητες και δεύτερον αλλοίωσε πολλές από τις παραγωγικές του δραστηριότητες, καθ’ υπόθεση του κοινωνικού κράτους, με μια πιο «εμπορική» διάσταση, δηλαδή με την ανύψωση του κέρδους σε σκοπό πολλών από αυτές. Τούτο το έκανε ιδρύοντας μαζικά δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσιες εταιρίες ιδιωτικού δικαίου[9]. Οπότε, στο ανωτέρω πλαίσιο τέθηκε πολύ φυσιολογικά το ζήτημα της υπαγωγής των δραστηριοτήτων αυτών στις ρυθμίσεις περί ανταγωνισμού, αφού οι δραστηριότητες αυτές θεωρήθηκε ότι συμμετέχουν στην αγορά.
Σε όλα τα ανωτέρω καταλύτης υπήρξε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη στιγμή που «παραγωγικές» δραστηριότητες εντάχθηκαν στην αγορά, ρυθμίζονται από τους νόμους της, την ανάγκη καταπολέμησης της κατάχρησης μονοπωλιακών δυνατοτήτων ανάμεσα στα άλλα. Η σχέση του φορέα διαχείρισης των δραστηριοτήτων αυτών με την κλασική Διοίκηση αποδυναμώνεται, καθώς καθίσταται περισσότερο δέκτης της εποπτείας παρά παραγωγός «δημόσιας ρύθμισης». Πρώτον, δεν μπορεί να ενισχύονται οικονομικά από το κράτος (υπονομεύει τον αμιγή παραγωγικό σκοπό, που πάντως ήδη είχε καταστεί θολός όπως προαναφέρθηκε) και δεύτερον υπάγεται στις δεσμεύσεις περί ανταγωνισμού στις οποίες υπάγονται οι ιδιώτες[10].
Και πώς συνδυάζεται το ανωτέρω με τη συνταγματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών; Με αναγνώριση ευρείας διακριτικής ευχέρειας στον νομοθέτη για την οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών που συναποτελούν το κοινωνικό κράτος και με την «ανάσταση» της παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας προς τους ιδιώτες έναντι εποπτείας. Αυτοί με τη σειρά τους αναλαμβάνουν, όταν κατέχουν δεσπόζουσα θέση – το οποίο για δομές ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών είναι ο κανόνας – την υποχρέωση να διασφαλίζουν στο κοινό τις ως άνω υπηρεσίες σεβόμενοι την αρχή της ισότητας και της ουδετερότητας. Αυτό είτε γίνεται δεκτό με την αντίληψη ότι έχουν αναλάβει δημόσια υπηρεσία κατά παραχώρηση, είτε με την αντίληψη ότι τα συνταγματικά δικαιώματα «τριτενεργούν» σε ιδιωτικές σχέσεις[11]. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καθιερώσει τη – μινιμαλιστική πάντως σε σχέση με τις εθνικές παραδόσεις – έννοια των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, στις οποίες αναγνωρίζεται ευχέρεια εξαιρέσεων από τις ενωσιακές ρυθμίσεις περί απαγόρευσης ενισχύσεων και ανταγωνισμού και στην οποία προστίθεται η πολύ ενδιαφέρουσα αρχή της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή της παροχής καθορισμένης στοιχειώδους δέσμης υπηρεσιών σε όλους του τελικούς χρήστες σε προσιτή τιμή[12] .Πάντως η σχετική προβληματική για την ερμηνεία των συνταγμάτων κάθε άλλο παρά έχει οδηγήσει σε consensus[13].
Β) Είναι στο ως άνω πλαίσιο που οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε συνέχεια παλαιότερων αποφάσεων που αναφέρονται στο κείμενό της, ελέγχει πιο αυστηρά τις απαιτήσεις της δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα της ύδρευσης. Ξεκινά με την παραδοχή ότι δεν πρόκειται για σκληρό πυρήνα κρατικής εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι η μορφή των οργανισμών ύδρευσης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μπορεί να είναι αυτή των ανωνύμων εταιριών. Είναι στο σημείο αυτό που αποφαίνεται ότι πάντως το Δημόσιο πρέπει να διατηρεί το 50% του μετοχικού κεφαλαίου με όλα τα δικαιώματα του πλειοψηφούντος μετόχου στις εταιρίες αυτές. Τυχόν ιδιωτικοποίησή τους, δηλαδή απώλεια της πλειοψηφίας των μετοχών από το Δημόσιο, είναι αντισυνταγματική.
Πώς θεμελιώνει το Δικαστήριο αυτήν του την κρίση; Πρώτον χαρακτηρίζει την υπηρεσία ύδρευσης ως υπηρεσία «κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σημασίας». Τούτο δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί αλλά ελλείψει ρητής συνταγματικής επιταγής και αφού το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι δεν εντάσσεται η δραστηριότητα αυτή πάντως στον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας, δεν εξαρκεί. Και στην παροχή ρεύματος ισχύει αυτό, αλλά πάντως πλέον υπάρχει αγορά με ιδιώτες εμπόρους που δραστηριοποιούνται. Δεύτερον, και εδώ βρίσκεται η καρδιά της κρίσης του Δικαστηρίου, ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της παροχής ύδρευσης. Δηλαδή η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΔΑΘ είναι ταυτόχρονα οι διαχειριστές του δικτύου ύδρευσης και παρέχουν και την υπηρεσία ύδρευσης. «Υπό τις παρούσες συνθήκες», λοιπόν, ισχύει αυτή η κρίση του Δικαστηρίου.
Η ανάλυση αυτή προσπαθεί να συμβιβάσει τις ευρωπαϊκές εξελίξεις με την προφανή σημασία της δραστηριότητας ύδατος. Σε άλλους τομείς όπου ιδιωτικοποίηση του τομέα έχει γίνει δια της αδειοδότησης/παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας σε ιδιώτες, αυτό κατά τις ευρωπαϊκές οδηγίες συνοδεύεται από τη διάσπαση του φορέα διαχείρισης του δικτύου της υπηρεσίας, όταν αυτό είναι μονοπωλιακό και των φορέων παροχής της υπηρεσίας στο κοινό. Παράδειγμα: στον τομέα της ενέργειας, τα «καλώδια» της παλιάς ΔΕΗ είναι μονοπωλιακά. Γι’ αυτό και η παλιά ΔΕΗ διασπάστηκε στη ΔΕΔΔΗΕ, που διαχειρίζεται το δίκτυο και τη ΔΕΗ η οποία παρέχει υπηρεσίες στο κοινό έναντι ιδιωτών ανταγωνιστών. Αυτή η διάσπαση ήταν προϋπόθεση της «ιδιωτικοποίησης».
Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο στο σημείο αυτό, σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται, λαμβάνει μάλλον προσεκτική θέση. Όσο ο φορέας μονοπωλιακού δικτύου και παροχής υπηρεσίων είναι ενιαίος, δεν μπορεί παρά να είναι δημόσια ιδιοκτησία, απαγορεύεται η κατά πλειοψηφία ιδιωτικοποίησή του. Συγκεράζει την ένδοξη εποχή της συνταγματοποίησης του κοινωνικού κράτους με τον ευρωπαϊκό ορντολιμπεραλισμό.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας μάς λέει ότι σε υπηρεσία κοινής ωφέλειας ζωτικής δραστηριότητας, η οποία διαχειρίζεται ταυτόχρονα το μονοπωλιακό δίκτυο και την παροχή υπηρεσιών προς το κοινό, η «ρυθμιστική εποπτεία» από το κράτος δεν αρκεί: πραγματικός έλεγχος είναι μόνο ο ιδιοκτησιακός. Είναι στο σημείο αυτό ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι θεωρητικά ο δημόσιος έλεγχος ενός μονοπωλίου είναι μια τεχνική καταπολέμησης του ανταγωνισμού, έστω και αν δεν έχει χρησιμοποιηθεί γιατί οι τεχνικές εποπτείας των μονοπωλίων θεωρούνται πιο πρόσφορες[14]. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στο Γαλλικό Σύνταγμα, με διάταξη στο Προοίμιο έτους 1946 υπάρχει ρύθμιση που αναγράφει ότι «τα εν τοις πράγμασι μονοπώλια πρέπει να δημοσιοποιούνται», η οποία όμως μέσω της πάγιας ερμηνείας της από τα δικαστήρια έχει αδρανοποιηθεί.
Είναι στο επόμενο σημείο που το Συμβούλιο της Επικρατείας κυρίως εντυπωσιάζει με την κρίση του.
Γ) Δεν είναι άγνωστη στο Συμβούλιο της Επικρατείας η δαιδαλώδης μορφή των κρατικών δομών που αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά. Η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας είναι δημόσια εταιρία. Το ίδιο το Δικαστήριο στις αποφάσεις του αυτές διευκρινίζει ότι όταν λέει ότι το Δημόσιο πρέπει να ελέγχει τουλάχιστον το 50% του μετοχικού κεφαλαίου των ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ δεν εννοεί ότι αυτό σημαίνει το Δημόσιο κατά κυριολεξία: μπορεί ο έλεγχος να γίνεται πιο έμμεσα, μέσω της «παρεμβολής» άλλου δημοσίου νομικού προσώπου, δηλαδή ιδιοκτήτης του 50% του μετοχικού κεφαλαίου να είναι άλλο δημόσιο πρόσωπο. Επομένως ποιο είναι το πρόβλημα με τη μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών των εταιριών ύδρευσης Αθήνας και Θεσσαλονίκης στην ΕΕΣΥΠ;
Είναι στο σημείο αυτό που το Συμβούλιο της Επικρατείας «συνταγματοποιεί» τη διάκριση παραγωγικής και κερδοσκοπικής δραστηριότητας, ως έκφανση της συνταγματικής κατοχύρωσης του κοινωνικού κράτους. Δεν απαγορεύεται στο Δημόσιο να έχει πλέον, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «κερδοσκοπικές», «ταμειακές» δραστηριότητες. Αυτές, όμως, κατά την παραδοσιακή αντίληψη δεν αποτελούν, με τη στενή έννοια, δημόσιο συμφέρον. Εδώ είναι που το Δικαστήριο, για δραστηριότητες ζωτικές και ως το ίδιο είχε ήδη διευκρινίσει, μονοπωλιακές, περιορίζει το θεμιτό δημόσιο συμφέρον στη διαχείρισή τους μόνο στην παραγωγική λειτουργία. Ορίζει δε την παραγωγική δραστηριότητα κατά τρόπο συμβατό με τις ενωσιακές οδηγίες ως αρχή της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή της παροχής καθορισμένης στοιχειώδους δέσμης υπηρεσιών σε όλους του τελικούς χρήστες σε προσιτή τιμή. Το πρόβλημα κατά το Δικαστήριο είναι ότι ο σκοπός της ΕΕΣΥΠ είναι κατεξοχήν ταμειακός. Εξ’ αυτού του λόγου η παρεμβολή του ως ιδιοκτήτη δεν είναι νόμιμη.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να αντιλέξει ότι σκοπός της ΕΕΣΥΠ είναι ο καθοριζόμενος από το νόμο και τίποτα δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να θέσει στην ΕΕΣΥΠ δύο ή τρεις ή τέσσερις σκοπούς. Η πρώτη απάντηση του Δικαστηρίου : δεν αλλάζουν οι καταστατικοί σκοποί της ΕΕΣΥΠ. : «Η ΕΕΣΥΠ ΑΕ διαχειρίζεται, εκ του νόμου, και την μεταβιβασθείσα σε αυτήν ΕΥΔΑΠ ΑΕ κατά τον πλέον πρόσφορο για την επίτευξη των καταστατικών σκοπών της ΕΕΣΥΠ τρόπο, με τον εντεύθεν αποδεκτό από τον νομοθέτη κίνδυνο: η διαχείριση, υπό περιστάσεις, να είναι δυνατόν να αποβαίνει εις βάρος της ποιότητας, της καθολικότητας ή της προσιτής τιμής των παρεχομένων από την ΕΥΔΑΠ ΑΕ υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης». Η δεύτερη απάντηση του Δικαστηρίου: η νομική μορφή της ΕΕΣΥΠ, της οποίας το Διοικητικό Συμβούλιο δεν ορίζεται από το Δημόσιο και η οποία είναι διαρθρωμένη να λειτουργεί με τεχνικές ιδιωτικοοικονομκές, χωρίς την ύπαρξη εργαλείων διοικητικού δίκαιου (διοικητική διαδικασία, δημόσια εξουσία) καθιστά τη διασφάλιση της παραγωγικής δραστηριότητας απρόσφορη.
Κατά βάθος, σε έναν τομέα όπου οι ευρωπαϊκές νόρμες δεν έχουν ακόμη εισχωρήσει, σε έναν τομέα που καθ’ υπόθεση, ευχερώς θα εντασσόταν στην ευρωπαϊκή έννοια της «γενικής υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος» το Συμβούλιο της Επικρατείας, προσεκτικά αλλά με σαφήνεια συνταγματοποιεί την ορθολογικότητα του διοικητικού δικαίου του κοινωνικού κράτους. Παραγωγικότητα, όχι δημόσιο management και «performance » βάσει των κριτηρίων αυτού. Νόμοι δημόσιας υπηρεσίας όχι νόμοι αγοράς υπό κρατική εποπτεία οι οποίοι καθ’ υπόθεση θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Βεμπεριανή ορθολογικότητα του νόμου και της γραφειοκρατικής ευχέρειας της ενεργού Διοίκησης, έστω υπό καθεστώς δημόσιας εταιρίας και όχι οικονομική αποτελεσματικότητα.
Το σημείο αυτό της κρίσης του Δικαστηρίου είναι ανοικτό σε συζήτηση. Είναι μεν δημόσιες επιχειρήσεις οι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ αλλά έχουν τη μορφή ανωνύμων εταιριών. Ήδη μια κάποια ιδιωτικοοικονομική λογική είναι υπαρκτή στην λειτουργία τους εξ αυτού του γεγονότος. Θα ήταν πρόχειρο να πάρω θέση για τη συνταγματική πτυχή χωρίς περαιτέρω έρευνα σε ζητήματα πολλά και λεπτά. Διαπιστώνω όμως ότι το Σύνταγμα παρεμβαίνει λοιπόν στις λεπτομέρειες, στις λεπτές γραμμές, στα όρια των πολυσχιδών μορφών της κρατικής οργάνωσης και των εταιρικών σχηματισμών, όχι στη βασική διασκευή τους. Το Σύνταγμα δεν αναχωρεί[15], εμφιλοχωρεί, στα διάκενα του public management, ως αποθετήριο της κλασικής κρατικής ορθολογικότητας.
Ιωάννης Κουτσούκος
Δικηγόρος Αθηνών
Υποσημειώσεις:
[1] «Παροχική» είναι η μετάφραση που έχει επικρατήσει, ΠΔ Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Σάκκουλα, 7η εκδοση, 2015.
[2] J Petit -P-L Frier, Droit Administratif, 14η έκδοση, LGDJ, Précis Domat, 2020. Αναλυτικότατα για όλα τα κατωτέρω, Π. Παυλόπουλος, Η δημόσια υπηρεσία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
[3] Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, Νομική Βιβλιοθήκη, 14 εκδοση, 2011
[4] P. Rosanvallon, La Légitimité démocratique. Impartialité, réflexivité, proximité, Points, 2010
[5] Γ. Κατρούγκαλος, Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής, , Αντ. Ν. Σάκκουλα, Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη, 1998, Ξ. Κοντιάδης, Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα. Συμβολή στην ερμηνεία των μορφών συνταγματοποίησης της κοινωνικής προστασίας, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Συνταγματικό Δίκαιο στην Ευρώπη, 1997
[6] P. Esplugas, Conseil constitutionnel et service public, LGDJ, Bibliothèque constitutionnelle et science politique, 1994
[7] Αναλυτικά και με συμπάθεια στο ρεύμα, F. Bilger, La pensée économique en Allemagne contemporaine, LGDJ, Bibliothèque d’économie politique, 1964
[8] S. Ziani, Du service public à l’obligation de service public, LGDJ, Bibliothèque de droit public, 2015
[9] Ε. Σπηλιωτόπουλος, Η δημόσια επιχείρησις, 1961, ανατύπωση ως 2η έκδοση, Σάκκουλα, 2010, Α Ηλιάδου, Δημόσιες Επιχειρήσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Εγχειρίδια δημοσίου δικαίου και ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου, 2016
[10] Α. Πλιάκος, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η εκδοση, 2018, P. Craig, G de Burca, EU Law, Oxford University Press, 7η έκδοση, 2020
[11] Κ. Χριστοδούλου, Προστασία της προσωπικότητας και της συμβατικής ελευθερίας στα κοινωφελή δίκτυα. Προσωπικά δεδομένα και ανταγωνισμός σε ενέργεια, επικοινωνίες και μεταφορές, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Πραγματείες Αστικού Δικαίου, 2007
[12] Ε. Πρεβεδούρου, Η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας, σε https://www.prevedourou.gr/%CE%B7-%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%85%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA/
[13] Ενδεικτικά: για μια ευρεία ερμηνεία των συνταγματικών δεσμεύσεων, Α. Καϊδατζή, Συνταγματικοί περιορισμοί των ιδιωτικοποιήσεων, Σάκκουλα, Μελέτες Συνταγματικού Δικαίου και Πολιτειολογίας, 2006. Για μία ερμηνεια ότι το Σύνταγμα δεν περιέχει καμία δέσμευση, R. De Bellescize, Les services publics constitutionnels, LGDJ, Bibliothèque de droit public, 2005
[14] L. Vogel, Droit de la concurrence et concentration économique, Économica, Études et recherches, 1986
[15] Γ. Δρόσος, Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, Αντ. Σάκκουλας, 1996