Ερώτημα Πολίτη:
Είναι συνταγματικός ο διαχωρισμός των ασφαλισμένων μητέρων ανηλίκων τέκνων ως προς την κατοχύρωση δικαιώματος πρόωρης σύνταξης;
Απάντηση:
Α) Παρουσίαση νομοθεσίας νομολογίας κλπ.
ΑΝ 1846/1951 αρ 28 παρ. 3 εδ. δ’( προστέθηκε με τον ν. 1902/90 αρ. 27 παρ. 1) – Μητέρες ασφαλισμένες στο ΙΚΑ μέχρι 31/12/1991:
«Ασφαλισμένη μητέρα με ανήλικα παιδιά ή παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας που είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, η οποία έχει πραγματοποιήσει χρόνο ασφάλισης 5.500 ημερών και δεν λαμβάνει σύνταξη από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή άλλο οργανισμό κύριας ασφάλισης, δικαιούται πλήρη σύνταξη γήρατος με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας της.
Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις και συμπληρώνεται το 50ό έτος της ηλικίας δικαιούται σύνταξη μειωμένη κατά ποσοστό 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από το απαιτούμενο πλήρες όριο ηλικίας συνταξιοδότησης. Στην περίπτωση λήψης μειωμένης σύνταξης το ποσό αυτής δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το κάθε φορά κατώτατο όριο συντάξεων.»
Ν . 3655/2008 αρ. 144 παρ. 1: «Για τις μητέρες ανηλίκων παιδιών το ανωτέρω προβλεπόμενο όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καταργείται σταδιακά, με την αύξηση αυτού κατά ένα (1) χρόνο, από 1.1.2010 και για κάθε επόμενο έτος, μέχρι τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής ορίου ηλικίας για λήψη πλήρους σύνταξης.»
Ν . 3863/2010 αρ. 10 παρ. 17 . εδ .α’: «Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τις παραγράφους 2 και 3 περ. α΄ του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 για τη συνταξιοδότηση μητέρων με ανήλικα παιδιά, καθορίζεται:από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, δ΄, σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας η ασφαλισμένη μητέρα ακολουθεί το όριο ηλικίας, όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω και ισχύει κατά τη συμπλήρωση του απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, εφόσον συντρέχει και η ανηλικότητα του παιδιού.»Ν 2084/1992 αρ 24 παρ 6. – Μητέρες ασφαλισμένες στο ΙΚΑ από 01/01/1992:
«Μητέρα με ανήλικα ή ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιά, η οποία έχει πραγματοποιήσει χρόνο ασφάλισης 6.000 ημερών ή 20 ετών, δικαιούται σύνταξη με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας και με τη μείωση της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού με τη συμπλήρωση του 50ού έτους.»
Ν . 3863/2010 αρ 10 παρ 17 . εδ .ε’: «Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 2084/1992 για τη συνταξιοδότηση μητέρων με ανήλικα τέκνα, καθορίζεται από 1.1.2013 στο 65ο έτος της ηλικίας.
Το όριο ηλικίας για μειωμένη σύνταξη καθορίζεται από 1.1.2013 στο 60ό έτος.Στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, δ΄, σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας η ασφαλισμένη μητέρα ακολουθεί το όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω και ισχύει κατά τη συμπλήρωση του απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, εφόσον συντρέχει και η ανηλικότητα του παιδιού.»
Ν. 4093/2012 υποπαράγραφος ΙΑ.4. αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης:1. Από 1.1.2013 για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και της Τράπεζας της Ελλάδος, εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις του ν. 3863/2010 (Α΄115), όπως ισχύει, ως προς τα όρια ηλικίας και τον χρόνο ασφάλισης, όπως αυτά διαμορφώνονται με τις ανωτέρω διατάξεις από 1.1.2015.
2. Από 1.1.2013, όλα τα όρια ηλικίας της παραγράφου 1, καθώς και όλα τα ισχύοντα την 31.12.2012 όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου αυτά προβλέπονται, αυξάνονται κατά δύο (2) έτη.
3. Από την αύξηση των ορίων ηλικίας ή/και του χρόνου ασφάλισης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εξαιρούνται: α) οι ασφαλισμένες που θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις ως μητέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων, καθώς και οι χήροι πατέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία τέκνων, β) οι ασφαλισμένοι στους ανωτέρω φορείς κοινωνικής ασφάλισης που έχουν ενταχθεί σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας του ν. 4024/2011 (Α΄ 226).
4. Θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μέχρι 31.12.2012, λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και ορίων ηλικίας, όπου αυτά προβλέπονται, δεν θίγονται και δύνανται να ασκηθούν οποτεδήποτε.
Ν. 4336/2015 υποπαράγραφος Ε.3: σταδιακή αύξηση ορίων ηλικίας πλήρους και μειωμένης συνταξιοδότησης:
«1. α) Από 1.1.2022 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων, των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, ορίζονται το 62ο έτος της ηλικίας (με 40 έτη ή 12.000 ημέρες ασφάλισης) και το 67ο έτος της ηλικίας (με 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης), με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ν. 3863/2010 (Α΄115).
β) Από 1.1.2022 ως όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, όπου αυτή προβλέπεται σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές , ειδικές ή καταστατικές διατάξεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, ορίζεται το 62ο έτος της ηλικίας με 4.500 ημέρες ή 15 χρόνια ασφάλισης.
2. α) Τα όρια ηλικίας των ασφαλισμένων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, που μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα πλήρους ή μειωμένης σύνταξης, αυξάνονται σταδιακά έως την 1.1.2022 στα προβλεπόμενα από τις ανωτέρω παραγράφους 1α και 1β, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ν. 3863/2010 ( Α΄115), σύμφωνα με τους πίνακες του άρθρου αυτού.»Πόρισμα Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την πρόταση ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος (ΥΑ 37564/Δ9.10327/21.8.2015 σελ. 11:
«Να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα, τη διαγενεακή ισότητα, καθώς και την ίση κατανομή των θυσιών. Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήματος να χορηγεί συντάξεις στους τωρινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά υπηρετεί το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενεές που βρίσκεται στη βάση κάθε διανεμητικού συστήματος. Με το ισχύον σύστημα η σημερινή γενεά εργαζομένων θα πληρώσει περισσότερα απ’ όσα θα λάβει. Η μέριμνα για την προστασία της βιωσιμότητας χάριν των επόμενων γενεών ανάγεται στις κύριες υποχρεώσεις του κράτους (ΣτΕ Ολομ. 2290/15, αρ. 7).»Συμβούλιο της Επικρατείας Τμήμα α’ απόφαση 3281/2017 σκ.17:
«Επειδή, από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις (μεταβατικού μάλιστα χαρακτήρα λόγω της σταδιακής αυξήσεως των ορίων ηλικίας από τις 19.8.2015 μέχρι την 1.1.2022) εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος συνταξιοδοτικής μεταρρυθμίσεως που άρχισε με τις προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις των ετών 2010 και 2012 (ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, …», Α΄ 115, ν. 3865/2010 «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου …», Α΄ 120, ν. 4093/2012) και επικεντρώνεται σε μέτρα για την αποτροπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων ενισχύοντας μακροπρόθεσμα την βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ειδικότερα σκοπός των υπό κρίση διατάξεων είναι η βαθμιαία κατάργηση των κεκτημένων δικαιωμάτων συνταξιοδοτήσεως και των δυνατοτήτων πρόωρης συνταξιοδοτήσεως πριν από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως με την σταδιακή προσαρμογή του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στα 67 έτη ή στα 62 έτη με 40 έτη εισφορών έως το 2022, οπότε θα ισχύουν τα νέα αυτά όρια ηλικίας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4336/2015 περί της σταδιακής αυξήσεως των ορίων ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (οι οποίες αποτελούν συνέχεια των ρυθμίσεων που έχουν ήδη θεσπιστεί για την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδοτήσεως με τους προαναφερθέντες νόμους) αποβλέπουν πρωτίστως στον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος με την αποτροπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων πριν από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως και δευτερευόντως στην εξοικονόμηση πόρων. Ως εκ τούτου, εξυπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα (πρβ. ΣτΕ 734/2016 0λ. σκ.27, 660/2016 7μ. σκ.18).»Πόρισμα της επιτροπής ειδικών για το ασφαλιστικό κατευθυντήριες αρχές και προτάσεις για την αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης Αθήνα Μάρτιος 2010 σελ .3:
«Οι συντάξεις θα πρέπει να είναι βιώσιμες και επαρκείς. Η διατήρηση ενός συστήματος κρίνεται όχι μόνο από τη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας του, αλλά κι από την ικανότητά του να λειτουργήσει προστατευτικά υπέρ των ασφαλισμένων. Σε περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο αυτούς δηλωμένους στόχους εντείνεται, ενώ καθίσταται δυσκολότερος ο συμβιβασμός τους. Αναζητείται ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα στο πλαίσιο βιώσιμων δημόσιων οικονομικών.Το ελληνικό δημόσιο σύστημα συντάξεων αναπτύχθηκε με αποσπασματικό τρόπο και κάτω από την πίεση συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων, στοιχεία που οδήγησαν στον έντονο κατακερματισμό του. Χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη πολυνομία, η οποία δημιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, αφού αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις πολιτών με διαφορετικό τρόπο. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (χρόνος ασφάλισης και όρια ηλικίας), τα ποσοστά αναπλήρωσης, οι κατώτατες συντάξεις, οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, οι κοινωνικοί πόροι (καταργηθέντες ή υπό κατάργηση) και η κρατική χρηματοδότηση διαφέρουν τόσο μεταξύ των ταμείων όσο και μεταξύ ασφαλισμένων στο ίδιο ταμείο.»
Β) Η απάντηση που προτείνω βάσει των ανωτέρω είναι η εξής:
Από τη γενική επισκόπηση της νομολογίας και της βιβλιογραφίας προκύπτει πως ο νομοθέτης διαθέτει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια αναφορικά με την αναθεώρηση ή την κατάργηση προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, εφόσον οι σχετικές επιλογές τεκμηριώνονται επαρκώς και συνοδεύονται από την αντίστοιχη αναλογιστική μελέτη. Η συνταγματική εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν συνεπάγεται τη δέσμευση του νομοθέτη για τη διαχρονική εφαρμογή ενός δεδομένου συνταξιοδοτικού πλαισίου. Ειδικότερα, η κοινωνική προστασία των μητέρων θα μπορούσε να υλοποιηθεί με μια εναλλακτική μεθοδολογία που θα αποσκοπεί στην απόκτηση και την ανατροφή τέκνων κι όχι στη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών κατά την περίοδο που το τέκνο δε θα βρίσκεται πλέον σε μικρή ηλικία. Επιπρόσθετα, οι αλλαγές στην κρινόμενη νομοθεσία συνοδεύονταν από σχετικές μεταβατικές ρυθμίσεις. Για τους λόγους αυτούς και το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έκρινε ως αντίθετες στο Σύνταγμα ή άλλες συναφείς συνθήκες τις νομοθετικές παρεμβάσεις που αφορούν τόσο τις μητέρες ανηλίκου όσο κι άλλες κατηγορίες συνταξιοδότησης. Συμπερασματικά, η στάθμιση του οφέλους της χορήγησης συντάξεων σε μικρότερη ηλικία από τη γενική ηλικία συνταξιοδότησης, θα πρέπει να διενεργείται με γνώμονα τη συνολική βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και σε συσχέτιση με τις εν γένει κοινωνικές, οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να επιλεγούν τα κατάλληλα μέτρα που θα προωθούν συνολικά την κοινωνική προστασία, προς την κατεύθυνση ενός ευρύτερου κοινωνικού οφέλους, αποφεύγοντας παράλληλα πρακτικές που καταλήγουν σε δημοσιονομική επιβάρυνση του συνταξιοδοτικού συστήματος, επιβάρυνση που βάσει των συνθηκών δεν κρίνεται αιτιολογημένη.
Αριστείδης Πρεδάρης
Υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Master 2 de droit public spécialisé – υπάλληλος e -ΕΦΚΑ