1. Με το άρθρο 72 Ν. 4908/22 προστέθηκε παρ. 6 στο άρθρο 187 Π.Κ. που προβλέπει ότι: «στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ»
2. Η θέσπιση της διάταξης αυτής, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε διαβούλευση, αποτελεί συνέχεια πρόσφατων αποσπασματικών νομοθετικών παρεμβάσεων ( Ν. 4637/19) στο σώμα του νέου Π.Κ. ( Ν. 4619/2019), που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής με βάση συγκυριακά περιστατικά. Πρόκειται για νομοθετικές μεταβολές εν θερμώ χωρίς αιτιολογημένη δογματική θεμελίωση, τις οποίες διαπερνά το ιδεολογικό στίγμα του «τιμωρητισμού» σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις για την αντεγκληματική πολιτική, την προστασία του πολίτη από την κατάχρηση της ποινικής καταστολής και την εφαρμογή της αρχής του κράτους δικαίου.
3. Η προσθήκη της διάταξης αυτής στο άρθρο 187 Π.Κ. προσκρούει:
α) Στον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου που επιβάλλει το Σύνταγμα στο άρθρο 2 παρ. 1 και εξειδικεύεται στο άρθρο 7 παρ. 2, 3 και 4. Εν προκειμένω ανεπίτρεπτα χρησιμοποιείται ο κατηγορούμενος ως μέσο άσκησης γενικοπροληπτικής αντεγκληματικής πολιτικής.
β) Στην αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ.4 του Συντάγματος (η οποία συχνά παραβιάζεται με αποσπασματικές ρυθμίσεις), αφού παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα παροχής αναστολής της ποινής και ανασταλτικού χαρακτήρα στην ασκηθείσα έφεση για αδικήματα που απειλούνται με πρόσκαιρη ή ισόβια κάθειρξη, ενώ με την παρούσα ρύθμιση αποκλείεται παντελώς (sic « με κανένα τρόπο») η δυνατότητα χορήγησης αναστολής ή ανασταλτικού αποτελέσματος ακόμη και σε καταδίκη για πλημμελήματα!!
γ) Στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ περί Δίκαιης Δίκης, αφού το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης δίνει την ευχέρεια στον ασκήσαντα έφεση να επιτύχει την επανεκτίμηση της υποθέσεώς του χωρίς στο μεταξύ να υφίσταται τις δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες.
δ) Στις νομικές απαιτήσεις, που απορρέουν από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και άρθρο 71 Κ.Π.Δ ) αφού η οριστική ανατροπή του επέρχεται με την αμετάκλητη καταδίκη . Η απαγόρευση χορήγησης αναστολής ή ανασταλτικού αποτελέσματος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την κατοχυρωμένη σε διεθνή κείμενα δυνατότητα έφεσης και επανάκρισης της υποθέσεως από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
4. Είναι πρόδηλο ότι η παρούσα ρύθμιση πλήττει ευθέως τις αρχές του φιλελεύθερου Ποινικού Δικαίου, υποβιβάζει το επίπεδο του νομικού μας πολιτισμού και εντάσσεται σε σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων στα πλαίσια άκριτης ποινικής καταστολής.
Τάκης Καζής
Δικηγόρος