Παλαιότερα, ο όρος «λαϊκή δικαιοσύνη» είχε την έννοια της συμμετοχής του λαϊκού στοιχείου (μη επαγγελματιών νομικών) στην απονομή της δικαιοσύνης. Το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 97) υιοθέτησε εν μέρει τη συμμετοχή αυτή με την πρόβλεψη των ενόρκων και των μικτών ορκωτών δικαστηρίων για τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα. Με την εξέλιξη όμως της τεχνολογίας, ο όρος «λαϊκή δικαιοσύνη» μπορεί να περιγράψει ένα άλλο, εξαιρετικά προβληματικό φαινόμενο. Την κατάσταση εκείνη, όπου ο καθένας με βάση τα όσα ακούει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης με περισσή ευκολία «δικάζει», «καταδικάζει» ή «αθωώνει» κατηγορούμενους σε υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, χωρίς βεβαίως να έχει γνώση της δικογραφίας και της ακροαματικής διαδικασίας. Ενίοτε, μάλιστα, ο «λαϊκός δικαστής» όχι μόνο κρίνει για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλά αποφαίνεται και για την επιβλητέα ποινή ή για τον νομικό χαρακτηρισμό της αποδιδόμενης κατηγορίας. Δεν χρειάζεται βέβαια ιδιαίτερη ανάλυση για να τονιστεί ότι πρόκειται για μια αντιθεσμική και επικίνδυνη πρακτική, η οποία ενίοτε δημιουργεί «κλίμα» για την αθώωση ή καταδίκη ορισμένων κατηγορουμένων. Ο κάθε πολίτης δικαιούται τον φυσικό και νόμιμο δικαστή που του εγγυάται το Σύνταγμα (άρθρα 8 και 20) και όχι τον «δικαστή του διαδικτύου». Ας μη σταθούμε όμως στα νομικά επιχειρήματα και ας θυμηθούμε τι γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο έργο του «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη»: «Αν με δικάζατ’ ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ’ αθωώνατε· τόσο πολλοί, δεν μπορείτε… Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερ’ η κρίση τους και πιότερ’ η κάκητα».
Όλα τα ανωτέρω δεν αναιρούν βέβαια τη δημοσιότητα της δίκης, η οποία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 93) και αποτελεί θεμελιώδη δικαιοκρατική αρχή. Γιατί και οι «κρίνοντες κρίνονται» και μέσω της δημοσιότητας αποτρέπονται φαινόμενα αυθαιρεσίας κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Μόνον που και η δημοσιότητα της δίκης πρέπει να διεξάγεται με κανόνες, οι οποίοι διασφαλίζουν ταυτόχρονα την αξία του ανθρώπου και το τεκμήριο αθωότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης θέσπισε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3090/2002, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η «μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή μαγνητοσκόπηση ή φωτογράφηση των προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών». Όποιος μάλιστα παραβαίνει την απαγόρευση αυτή «τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων (20.000) έως διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ». Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης έχει επικυρωθεί με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3586-3590/2014) σε υποθέσεις που αφορούσαν την επιβολή προστίμων από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Παρόλα ταύτα, παραβιάζεται συστηματικά στους προαύλιους χώρους των δικαστηρίων με την ανοχή των δικαστικών αρχών. Να τολμήσουμε να ρωτήσουμε γιατί;
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πηγή: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Το Βήμα, 30.04.2022