Αρκετά χρόνια μετά τη θέσπιση των μνημονιακών περικοπών στις αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου, τα δικαστήρια της χώρας εξακολουθούν να ασχολούνται με τη συνταγματικότητα των μέτρων αυτών. Πρόκειται ουσιαστικά για τις τελευταίες συναφείς δικαστικές «εκκρεμότητες», με το τέλος των οποίων κλείνει, ελπίζουμε οριστικά, μια από τις πιο έντονες, πολιτικά και νομικά, περιόδους της σύγχρονης ιστορίας μας. Κατά την περασμένη δεκαετία, τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας κλήθηκαν να κρίνουν τη συνταγματικότητα μεγάλου αριθμού μνημονιακών μέτρων, προβαίνοντας συχνά σε οριακές δικαιικές σταθμίσεις, υπό το βάρος μάλιστα των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών των όποιων αποφάσεών τους. Σε ένα τέτοιο πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον αναδείχθηκε εξάλλου η – εν πολλοίς αναπόφευκτη – διαμεσολάβηση των προερμηνευτικών επιλογών του δικαστή κατά την εκφορά της δικανικής κρίσης του. Η «μνημονιακή νομολογία» των ανωτάτων δικαστηρίων μας εμπεριέχει, σε γενικές γραμμές, επαρκή τεκμηρίωση, αν και δεν απουσιάζουν αντιφάσεις στην εξέλιξή της.
Η πρόσφατη υπ’ αριθμ. 3/2022 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αφορά τη συνταγματικότητα των διατάξεων του βασικού μνημονιακού ν. 4093/2012, με τις οποίες επιβλήθηκαν δραστικές περικοπές στους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μεταξύ δε αυτών, των ιατρών που απασχολούνται στο Ε.Σ.Υ. με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου οι εν λόγω μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. υπερβαίνουν το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Κατά την ίδια κρίση, το προβαλλόμενο έννομο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επιβλήθηκαν οι ανωτέρω μειώσεις δεν επαρκεί για να τις δικαιολογήσει. Απολύτως κρίσιμο στοιχείο που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην ανωτέρω κρίση του ανωτάτου πολιτικού δικαστηρίου της χώρας αποτελεί, όπως προκύπτει από το συνολικό σκεπτικό της απόφασης, το γεγονός ότι οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. εντάσσονται στα λεγόμενα «ειδικά μισθολόγια».
Ζήτημα γεννάται πάντως ως προς το εάν η ένταξη μιας κατηγορίας υπαλλήλων σε «ειδικό μισθολόγιο» επαρκεί προκειμένου να διαφοροποιηθεί – και μάλιστα έκδηλα – η κρίση των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας αναφορικά με τη συνταγματικότητα ή μη των «μνημονιακών μισθολογικών περικοπών». Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση της προαναφερόμενης αποφάσεως του Αρείου Πάγου (3/2022), είχε εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 1/2021 απόφαση – επίσης της πλήρους Ολομελείας – του Δικαστηρίου, η οποία αφορούσε, αντίστοιχες με τις ανωτέρω, περικοπές των μισθών των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίοι δεν εντάσσονται ωστόσο σε «ειδικά μισθολόγια». Η διαφοροποίηση της κρίσης του Δικαστηρίου, η οποία λήφθηκε μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία, είναι στην περίπτωση αυτή πρόδηλη. Σύμφωνα με αυτήν, οι σχετικές διατάξεις του ιδίου νόμου (ν. 4093/2012) είναι, προκειμένου για τους υπαλλήλους που δεν ανήκουν σε «ειδικό μισθολόγιο», συνταγματικά ανεκτές, αφού αποβλέπουν στην αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, ενώ εντάσσονται στο ευρύτερο, ολοκληρωμένο, πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας. Τοιουτοτρόπως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, «το επίδικο μέτρο, που συνεπάγεται την περαιτέρω διπλή μείωση των αποδοχών του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο καταλαμβάνει γενικά όλους τους μισθωτούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών του Δημοσίου. Ακόμη, η εκτίμηση του νομοθέτη, ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης κατάστασης, υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο, δεδομένου ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους».
Η κατά τα ανωτέρω – εντόνως διαφοροποιημένη – αντιμετώπιση εκ μέρους του Δικαστηρίου των υπαλλήλων με βάση το κριτήριο της εντάξεώς τους ή μη σε «ειδικό μισθολόγιο», ίσως να μην παρίσταται πάντοτε επαρκώς δικαιολογημένη. Καταλείπει ενδεχομένως αμφιβολίες, οι οποίες δύσκολα μπορεί να αμβλυνθούν στους κόλπους της κοινωνίας και, πιθανόν λιγότερο, της επιστημονικής κοινότητας. Σε κάθε περίπτωση, η πιο πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου (3/2022), η οποία εντάσσεται στην ίδια λογική που διέπει την αντίστοιχη νομολογία των άλλων δυο ανωτέρω δικαστηρίων της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο) για τις μνημονιακές περικοπές στα «ειδικά μισθολόγια», αποτελεί, δίχως αμφιβολία, προάγγελο για παρόμοιες αντίστοιχες υποθέσεις που αφορούν τα μισθολόγια αυτά.
Δρ. Απόστολος Παπακωνσταντίνου
Συνταγματολόγος – Δικηγόρος