Α. Εισαγωγικά
Το νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει την εφαρμογή των μεθόδων Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΙΥΑ) στη χώρα μας, έτσι όπως αυτό καθορίζεται από τους νόμους 3089/2002[1] και 3305/2005[2], έχει χαρακτηριστεί, δικαίως, από τα πλέον προοδευτικά και φιλελεύθερα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο[3]. Πρωτοπόρες ρυθμίσεις, όπως η παρένθετη μητρότητα ή η μεταθανάτια γονιμοποίηση, που σε άλλες χώρες της Ευρώπης απαγορεύονται, στην Ελλάδα ρυθμίζονται με τρόπο αναλυτικό και συγκεκριμένο. Γνώμονας του Έλληνα νομοθέτη υπήρξε, κατά τον χρόνο θέσπισης του οικείου νομοθετικού πλαισίου, η σκέψη ότι είναι προτιμότερο διαδικασίες οι οποίες μετά βεβαιότητας θα εφαρμοστούν να ρυθμίζονται διεξοδικά παρά να απαγορεύονται ή να μη ρυθμίζονται καθόλου, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες.
Παρόλα αυτά και όπως ήταν αναμενόμενο, η ευρύτατη εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ και η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και της τεχνολογίας δημιούργησαν στο διάστημα αυτό των 20 ετών που εφαρμόζεται η σχετική νομοθεσία νέα δεδομένα και έκαναν παραπάνω από ορατή την ανάγκη συγκεκριμένες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας να τροποποιηθούν, σε μια προσπάθεια υπέρβασης των πρακτικών ζητημάτων που κατά καιρούς έχουν ανακύψει, αλλά και συμπόρευσης του νομικού πλαισίου με τα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται ότι εντάσσονται και οι πρόσφατες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο για την ΙΥΑ που, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, ο Υπουργός Υγείας εισήγαγε στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Υπουργείου οι επικείμενες αλλαγές πρόκειται να αφορούν:
- την αύξηση του ορίου ηλικίας στα 54 έτη
- την κρυοσυντήρηση ωαρίων όχι μόνο για ιατρικούς αλλά και για κοινωνικούς λόγους, δίνοντας τη δυνατότητα στις γυναίκες να διατηρήσουν τα ωάριά τους και να κάνουν χρήση αυτών όποτε το επιθυμήσουν
- την κατάργηση της απαιτούμενης συναίνεσης του συζύγου για την κρυοσυντήρηση ωαρίων από τη γυναίκα που το επιθυμεί
- τη χρήση των κρυοσυντηρημένων ωαρίων της διαζευγμένης γυναίκας, χωρίς τη συναίνεση του συζύγου/ συντρόφου
- τη δυνατότητα ατόμων που πάσχουν από HIV να υποβληθούν σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή
Βεβαίως, οι ανωτέρω εξαγγελίες δεν έχουν λάβει ακόμα τη μορφή σχεδίου νόμου προς διαβούλευση, ούτως ώστε να αξιολογηθούν ως διατάξεις ενός σχεδίου νόμου. Με την έννοια αυτή, το παρόν κείμενο φιλοδοξεί να παρουσιάσει το ευρύτερο πλαίσιο προβληματισμού που σχετίζεται με τις θεματικές που το Υπουργείο – κατά τις ανακοινώσεις του – προτίθεται να «αγγίξει» σε μια μελλοντική νομοθετική τροποποίηση. Ασφαλώς, υπάρχουν και μια σειρά από ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ, όπως για παράδειγμα τα χρονικά όρια κρυοσυντήρησης του γεννητικού υλικού, η χορήγηση άδειας από την Εθνική Αρχή ΙΥΑ για την εφαρμογή της μεθόδου της προεμφυτευτικής διάγνωσης, η δημιουργία και λειτουργία του Εθνικού Μητρώου Δοτών γεννητικού υλικού, το ζήτημα της ανωνυμίας των δοτών του γεννητικού υλικού, οι προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις για την παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας που προβλέπονται στον ν. 3305/2005 και τα οποία επίσης θα έχρηζαν επικαιροποίησης[4].
Β. Οι επιμέρους προβλέψεις
1. Αύξηση ορίου ηλικίας στα 54 έτη για τις γυναίκες
α. Η ηλικία μέχρι την οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται οι μέθοδοι ΙΥΑ αποτελεί ένα ζήτημα που απασχόλησε την επιστήμη από την πρώτη αρχή της αξιοποίησης των μεθόδων αυτών[5]. Ειδικά στις μέρες μας που η εξέλιξη της επιστήμης έχει διευρύνει ακόμα περισσότερο την εφαρμογή και τις δυνατότητες των μεθόδων αυτών, πολύ συχνά έρχονται στο φως της δημοσιότητας περιπτώσεις γυναικών μεγάλης ηλικίας που τεκνοποιούν με τη βοήθεια των ειδικών.
Ωστόσο, καταρχάς καθαρά ιατρικοί λόγοι επιβάλλουν η γυναίκα που υποβάλλεται σε μια από τις μεθόδους ΙΥΑ να μην έχει ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο ηλικιακό όριο, καθότι με την πάροδο της ηλικίας αυξάνουν οι κίνδυνοι από την ιατρική αυτή πράξη[6]. Οι κίνδυνοι συνδέονται τόσο με τη διαδικασία εφαρμογής της μεθόδου όσο και με τη μετέπειτα εξέλιξη της κύησης. Ο ανθρώπινος οργανισμός λειτουργεί και αντιδρά διαφορετικά με την πάροδο του χρόνου και ειδικά στην περίπτωση της εγκυμονούσας γυναίκας είναι ευρέως γνωστό ότι οι κίνδυνοι αυξάνονται με την πάροδο της ηλικίας, πόσο μάλλον όταν ο οργανισμός έχει υποστεί και μια ολόκληρη ιατρική διαδικασία για την επίτευξη της εγκυμοσύνης. Ως συχνότεροι κίνδυνοι[7], που συνδέονται με τη μεγάλη ηλικία της εγκυμονούσας γυναίκας τόσο για την ίδια όσο και τη ζωή και την υγεία του παιδιού, αναφέρονται η υπέρταση, η αποκόλληση του πλακούντα, η εμφάνιση διαβήτη, η πρόωρη γέννα, η ανάγκη καισαρικής τομής, οι αυξημένες πιθανότητες αποβολής, η προεκλαμψία, η γέννηση παιδιών με σύνδρομο Down, η γέννηση παιδιών με πολύ μικρό βάρος, ο κίνδυνος εμφάνισης γενετικών ανωμαλιών στα παιδιά, η πρόωρη θνησιμότητα των νεογνών, η γέννηση νεκρών παιδιών, η ανάγκη εισαγωγής των νεογνών στις μονάδες εντατικής θεραπείας κ.λπ.
Παράλληλα, κοινωνικοί λόγοι και πρωτίστως το λεγόμενο συμφέρον του παιδιού, που κατά την παράγραφο 2 του Άρθρου 1 του ν. 3305/2005, πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψιν κατά την εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ, φαίνεται ότι διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του σχετικής νομοθεσίας.
β. i. Στο πλαίσιο αυτό, μετά την εισαγωγή του ν. 3089/2002 στο Άρθρο 1455 ΑΚ ορίζεται ότι … Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου, ενώ το ηλικιακό αυτό όριο προσδιορίστηκε ειδικότερα στην παράγραφο 1 του Άρθρου 4 του ν. 3305/2005, όπου προβλέπεται ότι οι μέθοδοι ΙΥΑ εφαρμόζονται σε ενήλικα πρόσωπα μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Σε περίπτωση που το υποβοηθούμενο πρόσωπο είναι γυναίκα, ως ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής νοείται το πεντηκοστό έτος.
Αντίστοιχα, με μια ενιαία ρύθμιση στο Άρθρο 26 παράγραφος 6 του ν. 3305/2005 ο νομοθέτης αντιμετώπισε τις δύο πιθανές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων ηλικίας των συμμετεχόντων που καθορίζει ο ίδιος νόμος σε προηγούμενα άρθρα του. Έτσι, με βάση τη διατύπωση του νόμου, όποιος προβαίνει σε εφαρμογή μεθόδων ΙΥΑ κατά παράβαση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στα άρθρα 1455 παράγραφος 1 εδ. β’ Α.Κ. και των άρθρων 4 παράγραφος 1 και 8 παράγραφος 7 του παρόντος, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρις ενός έτους[8].
Συνεπώς, μέχρι σήμερα αποτελούν αξιόποινη συμπεριφορά με βάση τα οριζόμενα στο νόμο:
α) η εφαρμογή των μεθόδων ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής γενικά κάτω των 18 ετών, ενώ μόνον κατ’ εξαίρεση και λόγω σοβαρού νοσήματος που επισύρει κίνδυνο στειρότητας επιτρέπεται η εφαρμογή των μεθόδων αυτών και σε ανήλικα πρόσωπα, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα τεκνοποίησης,
β) η εφαρμογή των μεθόδων ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής μετά την ηλικίαφυσικής ικανότητας αναπαραγωγής και αν πρόκειται για γυναίκα μετά την ηλικία των πενήντα ετών (άρθρο 4 §1) και
γ) η διάθεση σπέρματος μετά το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του δότη και η διάθεση ωαρίων μετά το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της δότριας (άρθρο 8 §7).
ii. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει μια επιλογή του νομοθέτη που συνδέεται με την προηγούμενη αξιολόγησή του σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζει ο παράγοντας «ηλικία» στην εφαρμογή των μεθόδων ιατρικής υποβοήθησης αναπαραγωγής[9].
Ξεκινώντας από το κατώτερο ηλικιακό όριο, που ο νομοθέτης θέτει στο εδ. γ’ της §1 του άρθρου 4, η εφαρμογή κάποιας από τις μεθόδους ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής επιτρέπεται στην περίπτωση των ανηλίκων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (κίνδυνος στειρότητας) και με ειδικές προϋποθέσεις[10]. Προφανές είναι ότι με τη συγκεκριμένη ρύθμιση αφενός μεν σκοπείται να εξασφαλιστεί η μελλοντική δυνατότητα τεκνοποίησης στις περιπτώσεις σοβαρών νοσημάτων αφετέρου δε επιχειρείται να κατοχυρωθεί ένα minimum πνευματικής ωριμότητας, τεκμήριο της οποίας φαίνεται ότι αποτελεί η ηλικία των 18 ετών.
Αναφορικά με το ανώτατο όριο των πενήντα ετών, κυρίαρχη σκέψη για τον προσδιορισμό του ήταν η ακόλουθη: δεν θα μπορούσε ο νομοθέτης να επιτρέπει χωρίς κανένα περιορισμό την εφαρμογή κάποιας μεθόδου ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής που θέτει σε κίνδυνο την υγεία ή ακόμα και τη ζωή της γυναίκας, αλλά και του ίδιου του παιδιού που θα γεννηθεί με τον τρόπο αυτό. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής αυτοσκοπό που επιδιώκεται με οποιοδήποτε κόστος, ενώ η απόκτηση απογόνων είναι ένα μέσο προς την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Η ανάπτυξη της προσωπικότητας, όμως, του ατόμου προϋποθέτει αφενός μεν ότι αυτό βρίσκεται στη ζωή αφετέρου δε ότι η κατάσταση της υγείας του είναι τέτοια που δεν του «απαγορεύει» τη συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις της ζωής.
Πέρα, όμως, από τους καθαρά ιατρικούς λόγους, το ηλικιακό όριο ετέθη και για κοινωνικούς λόγους, δεδομένου ότι το συμφέρον του παιδιού[11], που αποτελεί τον γνώμονα και σε παρεμφερείς ρυθμίσεις του ΑΚ[12], υπαγορεύει την απόκτηση τέκνων μέχρι μια ηλικία, ούτως ώστε να μπορεί ο γονέας να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του ρόλου του και να αναθρέψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το παιδί του.
Τέλος, το ηλικιακό αυτό όριο των 50 ετών αντικατοπτρίζει και το μέσο όρο ηλικίας κατά την οποία οι γυναίκες εισέρχονται στη φάση της εμμηνόπαυσης και άρα αυτή η επιλογή του νομοθέτη υπήρξε συνεπής προς τη γενικότερη φιλοσοφία που διέπει την εφαρμογή των μεθόδων αυτών και η οποία είναι η «μίμηση» της φυσικής διαδικασίας αναπαραγωγής, αλλά και μια προσπάθεια να ξεπεραστούν τα «φυσικά εμπόδια» στην απόκτηση απογόνων. Άλλωστε, τα ποσοστά επιτυχίας της εφαρμογής των εν λόγω μεθόδων μειώνονται όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια δυσαναλογία μεταξύ των κινδύνων για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα της γυναίκας και την προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου ανθρώπου.
Τέλος, αναφορικά με την παραβίαση των ορίων ηλικίας των δοτών γεννητικού υλικού, η επιλογή του νομοθέτη να θέσει τασυγκεκριμένα όρια ηλικίας τόσο για το δότη (40 έτη) όσο και για τη δότρια (35 έτη) γεννητικού υλικού δεν συνδέεται τόσο με τον κίνδυνο που μπορεί να γεννά για τους ίδιους η πάροδος του χρόνου — όπως στην περίπτωση του Άρθρου 4 παράγραφος 1 — όσο με την ποιότητα και την ανθεκτικότητα του γεννητικού τους υλικού[13].
iii. Με βάση τις αλλαγές που το Υπουργείο υγείας προωθεί στη νομοθεσία της ΙΥΑ, το ηλικιακό όριο των 50 ετών αναπροσαρμόζεται και φτάνει στο όριο των 54 ετών. Κατά τα πρόσωπα αναφοράς, τα νεότερα επιστημονικά και κοινωνικά δεδομένα επέβαλαν την αύξηση του ορίου ηλικίας στα 54 έτη για την υποβολή σε κύκλο ΙΥΑ, ενώ και επιστημονικά δεδομένα που είναι ήδη γνωστά από το 2016 τεκμηριώνουν την ασφάλεια της κύησης, εφόσον δεν υπάρχει υποκείμενο νόσημα, σε γυναίκες ηλικίας έως και 55 ετών[14].
Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να διατηρεί ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με τα ζητήματα ασφαλούς εφαρμογής των μεθόδων ΙΥΑ με τα οποία η συγκεκριμένη ρύθμιση συνδέεται. Οι κίνδυνοι που ανωτέρω περιγράφησαν και η αρχική σκέψη του Έλληνα νομοθέτη παραμένουν επίκαιρα. Ταυτοχρόνως, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι στο διάστημα των 20 ετών που έχει μεσολαβήσει από την αρχική ρύθμιση του ζητήματος η κοινωνική ανάγκη για αύξηση του ορίου ηλικίας εφαρμογής των μεθόδων ΙΥΑ έχει σε τέτοιο βαθμό διογκωθεί που να επιβάλλεται μια νομοθετική τροποποίηση του ορίου ηλικίας.
Άλλωστε, το όποιο σχετικό ζήτημα είχε ανακύψει ενόψει της πανδημίας αντιμετωπίστηκε με την γνωμοδότηση της Εθνικής Αρχής ΙΥΑ[15] στο Υπουργείο Υγείας και εν τέλει με τη θεσμοθέτηση του ν. 4812/2021[16], δυνάμει του οποίου η παρατάθηκε το ηλικιακό όριο για την εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ μέχρι την ηλικία των 52 ετών κατόπιν ειδικής άδειας της Εθνικής Αρχής ΙΥΑ σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα που δημιούργησε η αναστολή των σχετικών δραστηριοτήτων κατά την πρώτη διάρκεια της πανδημίας. Πράγματι σύμφωνα με το Άρθρο 3 του ν. 4812/2021, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από τη δημοσίευση του νόμου, ήτοι μέχρι 30.06.2023, μετά από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, το κατά το άρθρο 4 του ν. 3305/2005 (Α’ 17) ηλικιακό όριο της επιτρεπτής διενέργειας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε περίπτωση που το υποβοηθούμενο πρόσωπο είναι γυναίκα, δύναται να προσαυξάνεται κατά δύο (2) έτη, δηλαδή μέχρι το πεντηκοστό δεύτερο (52ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο.
Με την έννοια αυτή και έχοντας πάντα κατά νου ότι η εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ συνδέεται αναπόσπαστα με το φαινόμενο του αναπαραγωγικού τουρισμού[17], που σημειώνει ιδιαίτερη άνθηση, η τροποποίηση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου που σχετίζεται με το όριο ηλικίας στην κατεύθυνση της αύξησης του ορίου έως τα 54 χρόνια μπορεί να ερμηνευτεί ενόψει της «ανάγκης» το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο να παραμείνει ελκυστικό για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και η χώρα «χώρα υποδοχής» του σχετικού τουρισμού. Στο πλαίσιο αυτό θα είχε ενδιαφέρον, πάντως, στην Εισηγητική Έκθεση του μελλοντικού νόμου να παρατεθούν και συγκριτικά στοιχεία που αφορούν τα σχετικά προβλεπόμενα όρια ηλικίας σε νομοθεσίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
2. Κρυοσυντήρηση ωαρίων
α. Απαλοιφή του όρου της ιατρικής αναγκαιότητας
i. Με βάση το Άρθρο 3 του ν. 3305/2005 υπό στοιχείο 13 ως κρυοσυντήρηση ορίζεται η συντήρηση σε υγροποιημένο άζωτο γεννητικού υλικού, δηλαδή ορχικού ή ωοθηκικού ιστού, σπέρματος, γεννητικών κυττάρων και γονιμοποιημένων ωαρίων. Επιπλέον, με βάση το Άρθρο 7 παράγραφος 1 του ν. 3305/2005 η κρυοσυντήρηση γεννητικού υλικού, ζυγωτών και γονιμοποιημένων ωαρίων εφαρμόζεται για τη διαφύλαξη και τη μελλοντική χρήση τους σε μεθόδους ΙΥΑ ή για ερευνητικούς και θεραπευτικούς σκοπούς.
Όπως εύκολα παρατηρεί κανείς, από τον αρχικό ορισμό απουσιάζει η δυνατότητα κρυοσυντήρησης ωαρίων, τούτο δε είναι απολύτως λογικό καθώς την εποχή θέσπισης του νόμου η διαδικασία αυτή δεν ήταν τεχνικά και με ασφάλεια εφικτή (παρά μόνο η κρυοσυντήρηση γονιμοποιημένων ωαρίων), ενώ ήδη, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, η κρυοσυντήρηση ωαρίων αποτελεί μια από τις συνήθεις πράξεις κρυοσυντήρησης. Ήταν, επομένως, αναγκαία η ρητή αναφορά του νομοθέτη σε αυτή και η επιλογή αποτιμάται θετικά.
ii. Επιπλέον, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο η προσφυγή στις μεθόδους ΙΥΑ εν γένει επιτρέπεται στις περιπτώσεις που καταφάσκεται κάποιου είδους ιατρική αναγκαιότητα[18]. Πιο συγκεκριμένα, στο Άρθρο 1455 ΑΚ ορίζεται ότι η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Ειδικά σε ό, τι αφορά την εφαρμογή της μεθόδου της κρυοσυντήρησης έχει αναπτυχθεί ήδη από τη θέσπιση του νόμου θεωρητική συζήτηση για το αν θα πρέπει να συντρέχει η προϋπόθεση αυτή[19].
Πάντως, τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ένας εξαιρετικά ενδιαφέρον διάλογος αναφορικά με το κατά πόσο θα πρέπει ο όρος της ιατρικής αναγκαιότητας για την πρόσβαση στις μεθόδους ΙΥΑ να καταφάσκεται πράγματι ως προϋπόθεση ή θα μπορούσε η πρόσβαση στις μεθόδους ΙΥΑ να είναι ελεύθερη σε όλους τους ενδιαφερόμενους και για οποιονδήποτε λόγο. Ο λόγος για τη δυνατότητα εφαρμογής των μεθόδων ΙΥΑ και σε περιπτώσεις πραγματικής αδυναμίας τεκνοποίησης με φυσικό τρόπο, αλλά και για άλλους λόγους, π.χ. κοινωνικούς, οικονομικούς, επαγγελματικούς, αισθητικούς κ.λπ.[20].
Αφορμή για τη σχετική συζήτηση αποτελεί η συνδυαστική προσέγγιση της ΙΥΑ ως ιατρικής πράξης αφενός και του ορισμού της υγείας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), βάσει του οποίου «υγεία είναι μια κατάσταση ολοκληρωμένης φυσικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας», αφετέρου[21].
Ανεξάρτητα από το αν κάποιος είναι έτοιμος να αποδεχτεί μια συνολική απελευθέρωση του δικαιώματος της πρόσβασης στις μεθόδους ΙΥΑ για οποιονδήποτε λόγο τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επιθυμούν[22], σίγουρα η τροποποίηση που έχει εξαγγελθεί και ουσιαστικά αποσυνδέει την αξιοποίηση της μεθόδου της κρυοσυντήρησης από την προϋπόθεση της ιατρικής αναγκαιότητας κινείται στην ορθή κατεύθυνση για περισσότερους του ενός λόγους. Πρωτίστως και κυρίως διότι το δικαίωμα απόκτησης απογόνων αποτελεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και οποιοσδήποτε περιορισμός του θα πρέπει να θεμελιώνεται σε ακλόνητα επιχειρήματα. Με την έννοια αυτή το ερώτημα αντιστρέφεται: δεν θα έπρεπε να αναζητούνται οι λόγοι που δικαιολογούν την πρόσβαση στις μεθόδους ΙΥΑ, αλλά εκείνοι οι λόγοι που θα δικαιολογούσαν βάσιμα τον οποιοδήποτε περιορισμό. Περαιτέρω δε, έχει καταστεί πλέον προφανής η ανάγκη ο Έλληνας νομοθέτης να παρακολουθήσει τις σύγχρονες εξελίξεις σε κοινωνικό επίπεδο και είναι αυτές οι εξελίξεις (π.χ. παράταση χρόνου σπουδών, επαγγελματικός ανταγωνισμός, μετάθεση χρόνου απόκτησης οικογένειας κ.λπ.) που επιβάλλουν και η κρυοσυντήρηση ωαρίων να επιτρέπεται όχι μόνο για ιατρικούς, αλλά και για κοινωνικούς λόγους, δίνοντας τη δυνατότητα στις γυναίκες να διατηρήσουν τα ωάρια τους και να κάνουν χρήση αυτών όποτε το επιθυμήσουν[23].
β. Μη απαραίτητη η συναίνεση του συζύγου
i. Κατά το Άρθρο 1456 ΑΚ κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, σύμφωνα με τους όρους του προηγούμενου άρθρου, διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί, παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η συναίνεση ανακαλείται με τον ίδιο τύπο μέχρι τη μεταφορά των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων στο γυναικείο σώμα. Με την επιφύλαξη του άρθρου1457, η συναίνεση θεωρείται ότι ανακλήθηκε, αν ένα από τα πρόσωπα που είχαν συναινέσει πέθανε πριν από τη μεταφορά.
Εξάλλου, κατά το Άρθρο 1459 ΑΚ τα πρόσωπα που προσφεύγουν σε τεχνητή γονιμοποίηση αποφασίζουν με κοινή έγγραφη δήλωσή τους προς τον ιατρό ή τον υπεύθυνο του ιατρικού κέντρου, που γίνεται πριν από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, ότι οι κρυοσυντηρημένοι γαμέτες και τα κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια που δε θα τους χρειασθούν για να τεκνοποιήσουν:
α) θα διατεθούν χωρίς αντάλλαγμα, κατά προτεραιότητα σε άλλα πρόσωπα, που θα επιλέξει ο ιατρός ή το ιατρικό κέντρο,
β) θα χρησιμοποιηθούν χωρίς αντάλλαγμα για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς,
γ) θα καταστραφούν.
Επίσης, με βάση το Άρθρο 5 του ν. 3305/2005 η ενημέρωση των προσώπων που επιθυμούν να προσφύγουν ή να συμμετάσχουν στις μεθόδους ΙΥΑ αποτελεί προϋπόθεση για τις έγγραφες συναινέσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 1455 επ. Α.Κ. και τον παρόντα νόμο. Ενώ ειδικά για την μέθοδο της κρυοσυντήρησης στην παράγραφο 6 του Άρθρου 7 του ν. 3305/2005 προβλέπεται ότι η κρυοσυντήρηση γεννητικού υλικού, ζυγωτών και γονιμοποιημένων ωαρίων πραγματοποιείται κατόπιν έγγραφης συναίνεσης των προσώπων που τα καταθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 1456 ΑΚ. Αν πρόκειται για ζεύγος, απαιτείται η συναίνεση και των δύο συζύγων ή συντρόφων. … Η συναίνεση δίδεται ύστερα από λεπτομερή ενημέρωση σύμφωνα με το άρθρο 5 και οπωσδήποτε πριν από την έναρξη του κύκλου θεραπείας. Με το ίδιο έγγραφο, τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να δηλώσουν για την τύχη του κρυοσυντηρημένου γεννητικού υλικού, των ζυγωτών και των γονιμοποιημένων ωαρίων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1459 ΑΚ, εκτός αν πρόκειται για συντρόφους ή άγαμη γυναίκα, οπότε η εν λόγω δήλωση επιλογής γίνεται με ειδικό έγγραφο.
Καταρχάς, επομένως, παρατηρεί κανείς ότι η συναίνεση των ενδιαφερόμενων προσώπων αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο, ενώ υπάρχει και ειδική ρύθμιση που καθορίζει τα σχετικά με τη συναίνεση στην περίπτωση της κρυοσυντήρησης γεννητικού υλικού. Σύμφωνα δε με τη ρύθμιση αυτή, η συναίνεση του συζύγου είναι απαραίτητη για την κρυοσυντήρηση γονιμοποιημένων ωαρίων. Με άλλες λέξεις, μέχρι σήμερα για να μπορέσει μια γυναίκα να κρυοσυντηρήσει τα ωάριά της – εφόσον είναι παντρεμένη ή τελεί σε ελεύθερη ένωση με μόνιμο σύντροφο – οπωσδήποτε απαιτείται και η συναίνεση του συζύγου ή του συντρόφου της. Το ζήτημα προκύπτει από το γεγονός ότι ο νόμος κάνει λόγο για κρυοσυντήρηση γονιμοποιημένων ωαρίων και όχι απλών ωαρίων, τούτο δε αποδίδεται, όπως προεκτέθηκε, στο ότι κατά το χρόνο θέσπισης της σχετικής νομοθεσίας τεχνικά ήταν δυνατή μόνον η κρυοσυντήρηση γονιμοποιημένων ωαρίων.
ii. Ωστόσο, κατά την εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ μέσα στον χρόνο προέκυψε το ζήτημα ότι πολύ συχνά γυναίκες έγγαμες απευθύνονται στις Μονάδες Αναπαραγωγής για κρυοσυντήρηση ωαρίων (όχι γονιμοποιημένων ωαρίων) και δεν μπορούν να προβούν στην εν λόγω πράξη, διότι δεν έχουν την απαραίτητη εκ του νόμου συναίνεση του συζύγου ή του μόνιμου συντρόφου τους.
Προφανώς, η προτεινόμενη ρύθμιση λαμβάνει υπόψιν της το γεγονός ότι μια γυναίκα που παραμένει παντρεμένη δεν σημαίνει αυτόματα ότι βρίσκεται σε μια αρμονική σχέση όπου οι αποφάσεις για τη δημιουργία οικογένειας λαμβάνονται από κοινού. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παντρεμένες γυναίκες που είτε βρίσκονται σε διάσταση είτε δεν έχουν τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου τους και ταυτόχρονα είναι σε μια οριακή από άποψη γονιμότητας ηλικία θα επιθυμούσαν να αξιοποιήσουν τη μέθοδο της κρυοσυντήρησης ωαρίων προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια πιθανότητα μεταγενέστερης αναπαραγωγής. Κάτι τέτοιο με το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι αδύνατο, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με το κατοχυρωμένο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Ασφαλώς, βέβαια, ο νομοθέτης θα πρέπει στην επικείμενη τροποποίηση να λάβει πολύ σοβαρά υπόψιν του τυχόν ζητήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν στο επίπεδο της συγγένειας από μια άστοχη επεξεργασία του σχετικού άρθρου, κυρίως ενόψει του ότι πάντως με βάση τη διάταξη του Άρθρου 1465 ΑΚ το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (τέκνο γεννημένο σε γάμο).
Με την έννοια αυτή, θα πρέπει η μελλοντική νομοθετική αλλαγή, σκοπός της οποίας θα είναι να διασφαλίζεται το σχετικό δικαίωμα της γυναίκας στην κρυοσυντήρηση των ωαρίων της χωρίς τη συναίνεση του συζύγου της, να αποσαφηνίζει επακριβώς τις περιπτώσεις που η συναίνεση του συζύγου δεν θα είναι απαραίτητη για να μην καταλήξει σε εντελώς άδικες καταστάσεις για τον σύζυγο της γυναίκας. Διαφορετικά δεν είναι παρά εξαιρετικά πιθανό το σενάριο όπου γυναίκα παντρεμένη κρυοσυντηρεί τα ωάριά της, τα οποία και γονιμοποιεί με σπέρμα τρίτου δότη ενόψει της αντίρρησης του συζύγου της να αποκτήσουν παιδιά και στη συνέχεια το παιδί που γεννιέται θεωρείται τέκνο γεννημένο σε γάμο και άρα παιδί του συζύγου της, στον οποίο δεν απομένει παρά μόνο η δυνατότητα της προσβολής της πατρότητας.
γ. Η περίπτωση της διαζευγμένης γυναίκας
i. Σε ό, τι αφορά τη δυνατότητα μιας διαζευγμένης γυναίκας να κάνει χρήση των κρυοσυντηρημένων ωαρίων της χωρίς τη συναίνεση του συζύγου/συντρόφου, το ζήτημα ανακύπτει κυρίως ενόψει της ρύθμισης της παραγράφου 7 του Άρθρου 7 του ν. 3305/2005, όπου ορίζεται ότι εάν δεν υπάρχει η κοινή δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του ίδιου Άρθρου και παραπάνω αναφέρθηκε, καθώς και σε περίπτωση διαφωνίας ως προς τη χρησιμοποίησή τους, διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου, διάστασης, λήξης της ελεύθερης ένωσης ή θανάτου με την επιφύλαξη του άρθρου 1457 Α.Κ., το γεννητικό υλικό, οι ζυγώτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται ή χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς ή καταστρέφονται, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 1459 Α.Κ. ύστερα από απόφαση της Αρχής, κατόπιν αιτήσεως της Τράπεζας Κρυοσυντήρησης.
ii. Κατά συνέπεια, εάν ένα ζευγάρι έχει χωρίσει, η τύχη του γεννητικού υλικού, των ζυγωτών και των γονιμοποιημένων ωαρίων θα κριθεί με απόφαση της Εθνικής Αρχής ΙΥΑ. Φυσικά στον νόμο δεν γίνεται λόγος για την τύχη των κρυοσυντηρημένων απλών ωαρίων για τους λόγους που παραπάνω εκτέθηκαν.
Ωστόσο, μια μελλοντική νομοθετική ρύθμιση, η οποία θα προβλέπει τη δυνατότητα κρυοσυντήρησης ωαρίων χωρίς τη συναίνεση του συζύγου, είναι λογικό να συσχετισθεί και με μια πρόβλεψη για την αναγνώριση αντίστοιχης δυνατότητας σε ό, τι αφορά τη χρήση των κρυοσυντηρημένων ωαρίων από τη διαζευγμένη γυναίκα.
3. Οροθετικά άτομα και ΙΥΑ
Σήμερα οι οροθετικοί ενήλικες ζουν ενεργά και παραγωγικά παρά τη νόσο τους και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις πολύ αποτελεσματικές θεραπείες[24]. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Οι τεχνικές της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, φαίνεται ότι ελαχιστοποιούν τους κινδύνους μετάδοσης της λοίμωξης στα ζευγάρια, όπου ο ένας από τους δύο συντρόφους είναι οροθετικός.
α. Στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα ατόμων που πάσχουν από HIV να υποβληθούν σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή το πρώτον προβλέφθηκε στο ν. 3305/2005 στην παράγραφο 2 του Άρθρου 4, όπου ορίζεται ότι πριν από την υποβολή σε μεθόδους Ι.Υ.Α. διενεργείται υποχρεωτικώς έλεγχος ιδίως για τους ιούς της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (ΗIV1, ΗIV2), ηπατίτιδα Β και Ο και σύφιλη, καθώς και στην παράγραφο 3 του ίδιου Άρθρου, όπου προβλέπεται ότι αν τα πρόσωπα που μετέχουν στην εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ είναι οροθετικοί για τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας, απαιτείται, για την υποβολή σε μεθόδους ΙΥΑ, ειδική άδεια από την Εθνική Αρχή Ι .Υ.Α. (Αρχή) του άρθρου 19.
Η σχετική πρόβλεψη συνδέεται κυρίως με λόγους ασφαλείας που μπορούν να δικαιολογήσουν συνταγματικά περιορισμούς στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ατόμου στο μέτρο που οι περιορισμοί αυτοί είναι αναγκαίοι χάριν της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων, όπως στο Άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος ορίζεται.
Ταυτόχρονα, βέβαια, εξακολουθεί να ισχύει και για τις περιπτώσεις αυτές η γενικότερη ρύθμιση της παραγράφου 2 του Άρθρου 1 του ν. 3305/2005 με βάση την οποία κατά την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψη το συμφέρον του παιδιού που θα γεννηθεί.
Από τον συνδυασμό των δύο διατάξεων συνάγουμε ότι αυτό το κριτήριο του συμφέροντος του παιδιού είναι το βαρύνον στη σχετική απόφαση της Αρχής[25]. Συνεπώς, η κρίση της Αρχής είναι λογικό ότι μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με την περίπτωση και τα εκάστοτε πραγματικά δεδομένα. Ο νόμος δεν είναι, άρα, καταρχάς απαγορευτικός, αλλά προβλέπει τη χορήγηση άδειας, που άλλοτε μπορεί να δίνεται και άλλοτε όχι[26].
β. Προς τούτο το κριτήριο προσπάθησε να ανταποκριθεί και η Εθνική Αρχή ΙΥΑ στην πρώτη απόφασή της (1/2006) που χορήγησε τη σχετική άδεια και η οποία αφορούσε οροθετική γυναίκα 40 ετών πρώην χρήστρια ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών, ευρισκόμενη σε πρόγραμμα απεξάρτησης, με δευτεροπαθή αμηνόρροια, της οποίας ο σύζυγος ήταν οροαρνητικός με μέτρια ασθενοσπερμία.
Την Αρχή στην απόφασή της απασχόλησαν τόσο τα ζητήματα της κάθετης μετάδοσης του ιού στο παιδί όσο και το ζήτημα του μέσου όρου ζωής της μητέρας, αλλά και οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που σχετίζονται με το γεγονός ότι η γυναίκα ήταν πρώην χρήστρια ναρκωτικών ουσιών. Στην εκτίμηση της Αρχής, τέλος βάρυνε και η συνεργασιμότητα της γυναίκας στη θεραπεία και η οροαρνητικότητα του συζύγου της.
Με ειδική αιτιολογία που διαρθρωνόταν στους ανωτέρω άξονες η Αρχή χορήγησε την άδεια, τονίζοντας την ανάγκη για αυξημένη υποχρέωση των γιατρών για ενημέρωση του ζευγαριού ως προς τους κινδύνους και την απαιτούμενη ιδιαίτερη ιατρική φροντίδα της γυναίκας.
γ. Σε σχέση με το ζήτημα της πρόσβασης των οροθετικών ατόμων στις μεθόδους ΙΥΑ στη συνέχεια η Εθνική Αρχή ΙΥΑ εξέδωσε την υπ’ αριθμ. οικ. 2/2007 Απόφασή της αναφορικά με την Ιατρική υποβοήθηση αναπαραγωγής σε άτομα οροθετικά για τον ιό της ανθρώπινης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας[27]. Στην Απόφαση αυτή προβλέπονται οι ειδικοί όροι για την υποβολή στις μεθόδους ΙΥΑ προσώπων οροθετικών για τον ιό της ανθρώπινης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας υπό τη γενική προϋπόθεση ότι ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού στο παιδί που θα γεννηθεί δεν είναι τόσο σημαντικός, ώστε να δικαιολογείται η άρνηση παροχής της απαιτούμενης άδειας.
Ενδιαφέρον είναι ότι κατά την ανωτέρω Απόφαση η άδεια για την υποβολή στις μεθόδους ΙΥΑ προσώπων οροθετικών για τον ιό της ανθρώπινης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας απαιτείται σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή υφίσταται είτε όχι φυσική αδυναμία για απόκτηση τέκνων. Η άδεια χορηγείται για τεχνητή σπερματέγχυση ή για εξωσωματική γονιμοποίηση. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στο ότι η εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο οριζόντιας ή κάθετης μετάδοσης του ιού. Προς τούτο, η εφαρμογή αυτών των μεθόδων διενεργείται υποχρεωτικά μόνο σε ειδικό εργαστήριο, προορισμένο αποκλειστικά για την υποβολή σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή οροθετικών προσώπων, το οποίο λειτουργεί με ειδικά καθοριζόμενο εξοπλισμό και διαδικασίες. Τέλος, κατά την Απόφαση η άδεια για την υποβολή σε μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής προσώπων οροθετικών ισχύει για όλες τις προσπάθειες υποβοήθησης, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι παραπάνω όροι.
δ. Ακριβώς οι ανωτέρω αυστηροί όροι τεχνικού χαρακτήρα που ισχύουν για την εφαρμογή των μεθόδων ΙΥΑ σε οροθετικά άτομα ουσιαστικά έχουν θέσει σε πλήρη αχρησία την εν λόγω δυνατότητα που ο νόμος παρέχει και προφανώς αυτή η ανάγκη έρχεται να καλυφθεί από τις εξαγγελλόμενες τροποποιήσεις, που ωστόσο, ακόμα δεν έχουν αποτυπωθεί με τρόπο ορισμένο από το Υπουργείο Υγείας. Διαβάζοντας, πάντως έστω και σε επίπεδο ανακοίνωσης τη μελετώμενη αλλαγή, δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί ότι πρόθεση της Πολιτείας είναι να επανεκκινήσει στην ουσία η διαδικασία, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα ατόμων που πάσχουν από HIV να υποβληθούν σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και με την έννοια αυτή η εξαγγελλόμενη τροποποίηση βρίσκεται σαφώς στην ορθή κατεύθυνση. Άλλωστε, η συμπερίληψη των ατόμων που ζουν με ΗΙV στις υπηρεσίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έρχεται σε συνέχεια της πρόσφατης άρσης του αποκλεισμού των ατόμων που ζουν με HIV από την παιδοθεσία τον Δεκέμβριο του 2021.
Μαρία Μηλαπίδου
Δρ. Νομικής, Επιστ. Συνεργάτης Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] ΦΕΚ 327/Α/23-12-2002.
[2] ΦΕΚ 17/Α/27-1-2005.
[3] Μηλαπίδου Μ., Σωματική Ακεραιότητα & Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 5 επ. – Βλ., επίσης, το ερευνητικό πρόγραμμα «ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ», το οποίο ήταν ενταγμένο στην δράση ΑΡΙΣΤΕΙΑ ΙΙ και χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ και τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, στο πλαίσιο του οποίου καταγράφηκε η νομοθεσία και η νομολογία 7 ευρωπαϊκών χωρών σε σχέση με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και οι θέσεις προσώπων αναφοράς, καταρτίστηκε μια συγκριτική μελέτη και κατατέθηκαν προτάσεις σχετικά με την πιθανή διαμόρφωση ενός κοινού ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου, http://repro.law.auth.gr/gr/research_content
[4] Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η Γνώμη που το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ έχει διατυπώσει αναφορικά με την επικαιροποίηση της νομοθεσίας για την ΙΥΑ, http://medlawlab.web.auth.gr/epikairopoiisinomothesiasiya
[5] Μηλαπίδου Μ., Σωματική Ακεραιότητα & Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 145 επ.
[6] Βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν. 3305/2005.
[7] Βλ. ενδεικτικά Bianco et al, «Pregnancy outcome at age 40 and older», Obstetrics & Gynecology, 1996; 87: 917-922, Davis M., «Delayed motherhood: putting eggs on ice», www.ivf.net/ivf/delayed_motherhood_putting_eggs_on_ice-o2253-en.html, Joseph et al., «The perinatal effects of delayed childbearing», Obstetrics & Gynecology 2005; 105: 1410-1418, Krieg et al., «Obstetric outcomes in donor oocyte pregnancies compared with advanced maternal age in in vitro fertilization pregnancies», Fertility Sterility 2008 Jul;90(1):65-70, Salihu et al., «Childbearing beyond maternal age 50 and fetal outcomes in the United States», Obstetrics & Gynecology 2003; 102: 1006-1014, Spellacy et al., «Pregnancy after 40 years of age», Obstetrics & Gynecology 1986; 68: 452-454, van Voorhis B., «Outcomes From Assisted Reproductive Technology», Obstetrics & Gynecology 2006; 107: 183-200, «Older mothers shouldn’t pin hopes on IVF», www.bionews.org.uk/new.lasso?storyid=2745
[8] Η αντίστοιχη διοικητική κύρωση προβλέπει στο άρθρο 27 §7 «Όποιος προβαίνει σε εφαρμογή μεθόδων Ι.Υ.Α. κατά παράβαση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στο άρθρο 1455 παράγραφος 1 εδ. β΄ Α.Κ. και στα άρθρα 4 παράγραφος 1 και 8 παράγραφος 7 του παρόντος, εκτός από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 26 παράγραφος 6 ποινικές κυρώσεις, τιμωρείται και με πρόστιμο ποσού 10.000,00 έως 20.000,00 ευρώ. Επιπλέον, επιβάλλεται προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Μ.Ι.Υ.Α. ή της Τράπεζας Κρυοσυντήρησης από τρεις (3) έως έξι (6) μήνες. Αν η παράβαση τελεσθεί εκ νέου, επιβάλλεται οριστική ανάκληση της άδειας».
[9] Ιατρικοί και κοινωνικοί λόγοι αποτελούν το καθοριστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του ορίου ηλικίας για την εφαρμογή των μεθόδων αυτών και σε άλλες χώρες.
[10] Φουντεδάκη Κ., Ανθρώπινη αναπαραγωγή και αστική ιατρική ευθύνη, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 162 επ. & 171 επ.
[11] Βλ. και την παράγραφο 2 του Άρθρου 1 του ν. 3305/2005, όπου ρητά αναφέρεται ότι «Κατά την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψη το συμφέρον του παιδιού που θα γεννηθεί»—Φουντεδάκη Κ., Ανθρώπινη αναπαραγωγή και αστική ιατρική ευθύνη, σ. 166 επ.
[12] Βλ. και διατάξεις για την υιοθεσία άρθρο 1543-1544 ΑΚ.
[13] Βλ. ενδεικτικά: Εισηγητική Έκθεση ν. 3305/2005.
[14] Βλ. ενδεικτικά «Εξωσωματική γονιμοποίηση: Τι επέβαλε τον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου», https://www.protothema.gr/greece/article/1238424/exosomatiki-gonimopoiisi-ti-epevale-ton-eksughronismo-tou-nomikou-plaisiou/ (προσβάσιμο 10-5-2022).
[15] https://eaiya.gov.gr/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%ba%ce%bf%ce%af%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7-16-12-2021/ (προσβάσιμο 10-5-2022).
[16] ΦΕΚ 110/Α/30-06-2021
[17] Μηλαπίδου Μ., Σωματική Ακεραιότητα & Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 6 επ. και 40 επ., της ιδίας, Νομικά ζητήματα στην αρχή της ζωής – Υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, Δημοσιεύματα Εργαστηρίου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, τόμ. 4, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 4 επ.
[18] Για τη συζήτηση αναφορικά με την ιατρική αναγκαιότητα ως όρου πρόσβασης στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή βλ. σχ. Μηλαπίδου Μ., Η ιατρική αναγκαιότητα ως όρος πρόσβασης στην Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, σε: Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, τόμ. 21 Ι «Ιατρικά Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή: Προς μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική;», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2015, σ. 63 επ.
[19] Φουντεδάκη Κ., Ανθρώπινη αναπαραγωγή και αστική ιατρική ευθύνη, σ 193 επ. & σ. 228 επ.
[20] Μηλαπίδου Μ., Νομικά ζητήματα στην αρχή της ζωής – Υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, σ. 73 επ.
[21] Ο ορισμός της υγείας παραμένει αναλλοίωτος από το 1948. Βρίσκεται στο επίσημο καταστατικό κείμενο του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (“Preamble to the Constitution of the World Health Organization”)-http://www.who.int/governance/eb/who_constitution_en.pdf, το οποίο έγινε αποδεκτό από την Παγκόσμια Διάσκεψη για την Υγεία, υπεγράφη στις 22 Ιουνίου 1946 από εκπροσώπους 61 κρατών στη Νέα Υόρκη (Official Records of the World Health Organization, 2:100) και τέθηκε σε ισχύ στις 7 Απριλίου 1948.
[22] Για τη σχετική συζήτηση βλ. Μηλαπίδου Μ., Νομικά ζητήματα στην αρχή της ζωής – Υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, σ. 73 επ.
[23] Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η Γνώμη που το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ είχε διατυπώσει αναφορικά με την επικαιροποίηση της νομοθεσίας για την ΙΥΑ, http://medlawlab.web.auth.gr/epikairopoiisinomothesiasiya/
[24] http://www.hivaids.gr/i/pliroforisi/eksosomatikh (προσβάσιμο 11-5-2022).
[25] Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., Οι φορείς του AIDS και το δικαίωμά τους στην απόκτηση απογόνων: η πρώτη απόφαση (αριθμ. 1/2006) της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, σε: Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, τόμ. 2 «Ζητήματα Βιοτεχνολογίας – Κλωνοποίηση», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 31 ρπ.
[26] Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Ε., Οι φορείς του AIDS και το δικαίωμά τους στην απόκτηση απογόνων: η πρώτη απόφαση (αριθμ. 1/2006) της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, σ. 34.
[27] ΦΕΚ 170 /Β’/ 6-2-2008