Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναγνωρίζει ρητώς την ελευθερία της έκφρασης ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος και προϋπόθεση της ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας του. Από την εξαιρετική ιεράρχηση της ελευθερίας της έκφρασης στην κορυφή των προστατευόμενων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων απορρέει και η ιδιαίτερη προστασία που το ΕΔΔΑ της επιφυλάσσει, ακόμη και όταν ο εκφερόμενος λόγος θίγει και προκαλεί. Σύμφωνα με τη γνωστή σκέψη του ΕΔΔΑ, η ελευθερία της έκφρασης «περιλαμβάνει όχι μόνον πληροφορίες και ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές και θεωρούνται ουδέτερες ή αδιάφορες, αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή αναστατώνουν […]. Το επιβάλλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και το ευρύ πνεύμα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία».[1]
Με ευθεία επίκληση της ανωτέρω νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και με στόχο την ενεργή συμμετοχή των πολιτών στο δημόσιο διάλογο, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της πρόσβασης σε αξιόπιστες πληροφορίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε επιτακτική την ανάγκη προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης, με τη λήψη νομοθετικών και μη νομοθετικών μέτρων, έναντι της άσκησης προσχηματικών αγωγών με μόνο στόχο το πάγωμα του λόγου, των λεγόμενων SLAPPs, η χρήση των οποίων εμφανίζει ανοδική τάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 27.04.2022 υπεβλήθη Πρόταση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) για την έκδοση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των προσώπων που προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού»).[2] Ταυτοχρόνως, η ΕΕ εξέδωσε Σύσταση[3], η οποία είναι συμπληρωματική προς την Πρόταση Οδηγίας και αμέσως εφαρμόσιμη από τα κράτη μέλη.
Η ως άνω πρωτοβουλία της ΕΕ αποτελεί μία από τις δράσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τη Δημοκρατία, που εκδόθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2020 και έχει ως στόχο την ενίσχυση του πλουραλισμού και της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως κρίσιμων χαρακτηριστικών για τη λειτουργία μίας δημοκρατικής κοινωνίας. Νομική βάση για την Πρόταση Οδηγίας αποτελεί το άρθρο 81 παρ. 2 στοιχ. στ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4], που είναι η συνηθισμένη νομική βάση για δικαστική συνεργασία σε αστικά θέματα με διασυνοριακό χαρακτήρα, ενώ για τη Σύσταση το άρθρο 292 της Συνθήκης.
Το ακρωνύμιο SLAPP για Strategic lawsuits against public participation, το οποίο υιοθετήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80 από τους Καθηγητές του Πανεπιστημίου του Ντένβερ στις ΗΠΑ, αναφέρεται σε αβάσιμες αγωγές που ασκούνται προσχηματικά από ισχυρά φυσικά ή νομικά πρόσωπα (π.χ. μια εταιρεία, έναν δημόσιο φορέα/αξιωματούχο, έναν επιχειρηματία υψηλού προφίλ) κατά ατόμων (συνήθως δημοσιογράφων) ή οργανώσεων που έχουν εκφράσει μια κριτική θέση σε ένα ουσιώδες ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος, με στόχο το πάγωμα του λόγου.[5] Ο σκοπός δεν είναι να κερδηθεί η αγωγή, αλλά να φιμώσουν τους εναγομένους, εξαντλώντας τους πόρους και το ηθικό τους, για παράδειγμα με υπέρογκες αξιώσεις αποζημίωσης, οι οποίες βασίζονται κυρίως σε υποτιθέμενη δυσφήμηση, μακρόχρονες νομικές διαδικασίες και/ή συνδυασμό διαφορετικών στρατηγικών.Οι SLAPPs αποτελούν απειλή για τον δημόσιο διάλογο και τις δημοκρατίες. Δημιουργούν αποτρεπτικό αποτέλεσμα που οδηγεί στην αυτολογοκρισία όσων στοχοποιούνται, περιορίζοντας έτσι τον πλουραλισμό των απόψεων.[6]
Oι εν λόγω αγωγές αντιμετωπίσθηκαν νομοθετικά για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, όπου οι ισχύοντες AntiSlapp ειδικοί κανόνες συνδυάζονται με τον νομολογιακώς καθορισμένο κανόνα του πραγματικού δόλου (actual malice), ο οποίος παρέχει συνταγματική προστασία στους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, και απαιτεί για την επικράτηση του δημόσιου λειτουργού/προσώπου-ενάγοντος την εκ μέρους του απόδειξη ότι οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί (για τη δημόσια συμπεριφορά του) δημοσιεύθηκαν με πραγματικό δόλο, δηλαδή με γνώση της αναλήθειάς τους ή με απερίσκεπτη αδιαφορία για το κατά πόσον ήταν αληθείς ή ψευδείς.[7] Δηλαδή, στις ΗΠΑ, εφόσον ο ενάγων-δημόσιο πρόσωπο δεν καταφέρει να αποδείξει την ύπαρξη συκοφαντικής δυσφήμησης, παρέχεται συνταγματική προστασία στους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, απορρίπτεται η αγωγή, δίχως να εξετασθεί η συνδρομή απλής δυσφήμησης ή εξύβρισης. Οι ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις για τις SLAPPs (Anti-Slapp legislation ή SLAPP-back) προβλέπουν την υποβολή ένδικου βοηθήματος (anti-SLAPP motion), το οποίο, στην περίπτωση που γίνει δεκτό, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής σε πρώιμο στάδιο της δίκης, πριν καν εισέλθει το δικαστήριο στο στάδιο των αποδείξεων (discovery). Για την ενεργοποίηση των εν λόγω δικονομικών anti-SLAPP κανόνων, αρκεί ο ισχυρισμός από τον αιτούντα ότι θίγεται η προστατευόμενη από την Πρώτη Τροποποίηση ελευθερία της έκφρασης, λόγω της άσκησης εις βάρος του προδήλως αβάσιμου ένδικου βοηθήματος. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων, προκειμένου να εκδικασθεί η αγωγή του επί της ουσίας, πρέπει να πιθανολογήσει τη βασιμότητα των ισχυρισμών του, ήτοι, βάσει της αμερικανικής νομολογίας, εφόσον έχει την ιδιότητα του δημοσίου προσώπου, πρέπει να αποδείξει ότι ο εναγόμενος έδρασε με πραγματικό δόλο. Ωστόσο, δεδομένου ότι το κριτήριο του πραγματικού δόλου εστιάζει στην ενδιάθετη στάση του εναγομένου έναντι στην αλήθεια της ίδιας της πληροφορίας[8], απαιτείται η εκδίκαση επί της ουσίας της υπόθεσης, ώστε να προσκομισθούν σχετικές αποδείξεις από τον ενάγοντα, η οποία (εκδίκαση), στην περίπτωση άσκησης εκ μέρους του εναγόμενου AntiSLAPP ένδικου βοηθήματος, καθίσταται αδύνατη. Η «ενίσχυση» του κανόνα του πραγματικού δόλου με τους κανόνες δικονομικού δικαίου Anti-Slapp οδηγεί σε ένα ανυπέρβλητο κανόνα για τη θεμελίωση αγωγών δυσφήμησης και σε πλήρη αδυναμία επικράτησης του ενάγοντος-δημοσίου προσώπου, ενώ θέτει τους εναγόμενους στο απυρόβλητο.[9]
Για τον λόγο τούτο, υποστηρίζεται ευρέως ότι, στην πολύκροτη δίκη John C. Depp, II v. Amber Laura Heard, επιλέχθηκε η εισαγωγή της αγωγής δυσφήμησης του ηθοποιού κατά της πρώην συζύγου του για άρθρο της που δημοσιεύθηκε στην αμερικανική ημερήσια εφημερίδα The Washington Post, σε δικαστήριο της πολιτείας της Βιρτζίνια όπου δεν ισχύουν οι ανωτέρω κανόνες AntiSlapp, που ισχύουν στην Καλιφόρνια, όπου και θα ήταν πιο λογικό να εισαχθεί η υπόθεση ως τόπος κατοικίας αμφότερων των διαδίκων. Ειδικότερα, στη Βιρτζίνια ο ισχυρισμός του εναγομένου περί άσκησης εναντίον του αγωγής SLAPP δεν οδηγεί σε αναστολή της κύριας δίκης και ενδεχομένως σε πρώιμη απόρριψη της αγωγής, όπως στην Καλιφόρνια, αλλά αποτελεί απλώς ένα εκ των μέσων άμυνας του εναγομένου στην κύρια δίκη. Προκειμένου να αποφύγει ο ενάγων ηθοποιός John Depp την υποχρέωση εκ μέρους του απόδειξης της συνδρομής πραγματικού δόλου στο πρόσωπο της εναγομένης Amber Heard και της αναλήθειας των δυσφημιστικών ισχυρισμών περί κακοποίησής της σε πρότερο της δίκης στάδιο της διαδικασίας, δίχως δηλαδή την δυνατότητα χρήσης όλου του αποδεικτικού οπλοστασίου του, διάλεξε τη συγκεκριμένη δικαιοδοσία, επικαλούμενος για τη θεμελίωση αυτής την τύπωση της εφημερίδας The Washington Post στον τόπο αυτό.
Την ίδια λογική, ήτοι αυτήν της πρώιμης απόρριψης της αγωγής SLAPP, που προσφέρουν στις ΗΠΑ οι AntiSlapp ή SlappBack νομοθετικές ρυθμίσεις, ακολουθεί, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προτεινόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Οδηγία, στόχος της οποίας είναι η διαμόρφωση κοινής ενωσιακής αντίληψης και η συμβατότητα των κανόνων πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη προς αντιμετώπιση των εν λόγω αγωγών, καθώς οι αποκλίσεις ενέχουν τον κίνδυνο να οδηγήσουν σε άγρα δικαστηρίου (forum shopping) σε διασυνοριακό επίπεδο. Στόχος της Οδηγίας, η οποία εφαρμόζεται σε υποθέσεις αστικής ή εμπορικής φύσης με διασυνοριακό χαρακτήρα, είναι η παροχή προστασίας σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο, ασκώντας το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως είναι οι δημοσιογράφοι, οι ακτιβιστές, οι ακαδημαϊκοί, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έναντι δικαστικών διαδικασιών οι οποίες κινούνται εναντίον τους με στόχο να τους αποτρέψουν από την εν λόγω δραστηριότητά τους.
Ειδικά για τις προδήλως αβάσιμες αγωγές, η Πρόταση Οδηγίας προβλέπει, μεταξύ άλλων δικονομικών εγγυήσεων[10], ότι, ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλλει αίτηση για απόρριψη της αγωγής σε πρώιμο στάδιο, η οποία επιφέρει αντιστροφή του βάρους απόδειξης, το οποίο επιρρίπτεται στον ενάγοντα.[11] Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει, στο πλαίσιο ταχείας διαδικασίας ότι η αγωγή του δεν είναι προδήλως αβάσιμη. Η έναρξη της ως άνω ταχείας διαδικασίας με την υποβολή αιτήσεως εκ μέρους του εναγομένου, επιφέρει αναστολή της κύριας δίκης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της εν λόγω αίτησης.
Δεν μπορεί να μην σημειωθεί η ομοιότητα της εν λόγω πρόβλεψης της Πρότασης Οδηγίας τόσο με τις ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις AntiSlapp στις ΗΠΑ όσο με τον κανόνα του πραγματικού δόλου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον. Αφ’ ης στιγμής ο εναγόμενος σε αγωγή δυσφήμησης ισχυρισθεί ότι έχει ασκηθεί εναντίον του αγωγή SLAPP, η συνδρομή του εν λόγω ουσιαστικού κριτηρίου έχει δικονομικό αντίκτυπο, καθώς οδηγεί αυτομάτως στην αντιστροφή του βάρους απόδειξης, το οποίο επιρρίπτεται στον κυρίως ενάγοντα.Ειδικότερα, το σχετικό άρθρο της Πρότασης Οδηγίας περί δικαιώματος κατάθεσης αίτησης για απόρριψη σε πρώιμο στάδιο της κύριας αγωγής ομοιάζει με το προβλεπόμενο στις ΗΠΑ anti-SLAPP motion, το οποίο, στην περίπτωση που γίνει δεκτό, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής, πριν καν εισέλθει το δικαστήριο στο στάδιο των αποδείξεων (discovery). Η ως άνω ρύθμιση της Πρότασης ομοιάζει και με τον νομολογιακό κανόνα του πραγματικού δόλου, καθώς και στις δύο περιπτώσεις αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, το οποίο επιρρίπτεται στον ενάγοντα χάριν της διασφάλισης της ελευθερίας της έκφρασης, αποτυπώνοντας χαρακτηριστικά τη δικονομική συνέπεια της καθιέρωσης ουσιαστικού τεκμηρίου. Η έννοια δε της «συμμετοχής του κοινού» (“public participation”) στην Πρόταση Οδηγίας, η οποία αρχικώς υιοθετήθηκε στις AntiSlapp νομοθετικές ρυθμίσεις στις ΗΠΑ, ομοιάζει με την έννοια της «δημόσιας αντιπαράθεσης» (“public controversy”) της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τον καθορισμό της έννοιας του δημοσίου προσώπου.
Η ανάγκη προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητη. Επανειλημμένως έχει τονιστεί ότι η ελληνική νομολογία παραγνωρίζει τη σημασία της απρόσκοπτης άσκησης της εν λόγω ελευθερίας για την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας.[12] Για τον τρόπο ωστόσο που θα ενσωματωθούν οι δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπει η Πρόταση Οδηγίας – εφόσον αυτή υιοθετηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και καταστεί ευρωπαϊκή Οδηγία – στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο γεννώνται πολλά ερωτήματα, ιδίως ως προς την πρόβλεψη απόρριψης σε πρώιμο στάδιο προδήλως αβάσιμης αγωγής. Η Πρόταση Οδηγίας ακολουθεί τις AntiSlapp νομοθετικές ρυθμίσεις των ΗΠΑ, οι οποίες, για την ενεργοποίηση της διαδικασίας επί του AntiSlapp ένδικου βοηθήματος, αρκεί ο ισχυρισμός ότι θίγεται η προστατευόμενη σχεδόν απόλυτα από την Πρώτη Τροποποίηση ελευθερία της έκφρασης. Στην ελληνική έννομη τάξη, όπου προστατεύεται ισότιμα από το Σύνταγμα η τιμή και η προσωπικότητα του ατόμου (Σ 2παρ. 1 και 5 παρ. 1), θα ενεργοποιείται ειδική διαδικασία με την επίκληση ότι θίγεται η «συμμετοχή του κοινού», δηλαδή η άσκηση της προστατευόμενης με το άρθρο 14 Σ ελευθερίας της έκφρασης; Θα εισαχθεί νέα διαδικασία στον ΚΠολΔ δεδομένου ότι δεν προβλέπεται απόρριψη σε πρώιμο στάδιο προδήλως αβάσιμης αγωγής; Πώς αυτή η διαδικασία συμβιβάζεται με την αρχή της μίας συζήτησης που ισχύει στον ΚΠολΔ; Αυτή η διαδικασία θα λειτουργήσει αυτόνομα σε σχέση με την κύρια δίκη, ως δίκη αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, με προσκομιδή εκ μέρους αμφότερων των διαδίκων των μέσων που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους; Και πώς αυτό θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στην εξόντωση των εναγόμενων δημοσιογράφων, οι οποίοι θα πρέπει να προετοιμαστούν και να στηρίξουν οικονομικά όχι μία αλλά δύο δίκες, σε περίπτωση δε απόρριψης της αίτησης AntiSlapp, ο εναγόμενος θα επαναφέρει την ανασταλείσα κύρια δίκη έχοντας εις βάρος του μία αρνητική κρίση;
Περαιτέρω, από πλευράς του ενάγοντος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει στην αιτιολογική έκθεση ότι η ως άνω διαδικασία δεν συνιστά περιορισμό της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ενάγων φέρει έτσι και αλλιώς το βάρος της απόδειξης σε σχέση με την κύρια αγωγή και πρέπει να αποδείξει μόνο ότι η αγωγή του δεν είναι προδήλως αβάσιμη, προκειμένου να αποτρέψει την απόρριψη αυτής σε πρώιμο στάδιο. Ωστόσο, η διαπίστωση περί ύπαρξης ή μη αγωγής SLAPP απαιτεί εξειδίκευση της εν λόγω αόριστης έννοιας μέσω συγκεκριμένων ενδείξεων που θα προκύψουν από τις αποδείξεις, όπως λ.χ. η ανισορροπία δυνάμεων μεταξύ των διαδίκων, η ιδιότητα του ενάγοντος ως δημοσίου προσώπου, η ιδιότητα του εναγομένου, η αιτούμενη ζημία, το είδος του λόγου ως δημοσίου ενδιαφέροντος, εάν έχει ασκηθεί ταυτοχρόνως και ένδικο βοήθημα ποινικού δικαίου. Συνεπώς, ο ενάγων καλείται να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της ένδικης αγωγής του ως αγωγής SLAPP, καθώς και την ουσιαστική βασιμότητα αυτής, ήτοι να αποδείξει ότι οι εν λόγω δυσφημιστικοί ισχυρισμοί δημοσιεύθηκαν με γνώση της αναλήθειάς τους, την αναλήθεια αυτών και τη ζημία του. Βάσει των ανωτέρω, σε αυτό το «προκαταρκτικό στάδιο» της δίκης, ο κυρίως ενάγων καλείται να αποδείξει περισσότερα από αυτά που θα κληθεί να αποδείξει όταν εκδικασθεί η αγωγή του, ενώ υποχρεούται να αποδείξει και αρνητικά γεγονότα προκειμένου να εκδικασθεί επί της ουσίας η αγωγή του (λ.χ. την αναλήθεια των επίδικων ισχυρισμών), με το βάρος επίκλησης και απόδειξης των οποίων βαρύνεται ο εναγόμενος (λ.χ. την αλήθεια των επίδικων ισχυρισμών, ΠΚ 366-ΑΚ 57,914). Συμβιβάζεται η ως άνω επιβάρυνση του κυρίως ενάγοντος με το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη; Και πώς ελέγχεται η τυχόν «καταχρηστική» αίτηση του εναγομένου ο οποίος επικαλείται την άσκηση αγωγής SLAPP εναντίον του και αιτείται την πρώιμη απόρριψή της;
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που γεννώνται όσον αφορά στην ενσωμάτωση της εκδοθησόμενης Οδηγίας στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, εφόσον το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο υιοθετήσουν την Πρόταση Οδηγίας ως έχει. Αυτοί οι προβληματισμοί θα επιλυθούν κατά το στάδιο της ενσωμάτωσης, οπότε και θα τεθεί και το μείζον ζήτημα εάν θα εισαχθεί στον ΚΠολΔ ειδική ρύθμιση για την ταχεία εκδίκαση αιτήσεως AntiSlapp του εναγομένου για την πρώιμη απόρριψη της προδήλως αβάσιμης αγωγής δυσφήμησης, σύμφωνα με την Πρόταση Οδηγίας, δεδομένου ότι αφενός δεν υπάρχει αντίστοιχη ή παρόμοια ρύθμιση στον ΚΠολΔ, αφετέρου υπάρχει ήδη πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας για την ταχεία εκδίκαση των διαφορών προσβολής προσωπικότητας διά του τύπου (ΚΠολΔ 614 παρ. 7).
Χριστίνα Αντ. Βρεττού
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος,
Member of the Expert Group against SLAPP
Υποσημειώσεις:
[1] ΕΔΔΑ, Handyside v. The United Kingdom, 7.12.1976, (1979-80) 1 Ε.Η.R.R. 737, παρ. 49
[2] Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την προστασία των προσώπων που προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού») {SWD(2022) 117 final}
[3] ΣΥΣΤΑΣΗ (ΕΕ) 2022/758 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 27ης Απριλίου 2022 σχετικά με την προστασία των δημοσιογράφων και των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού»)
[4] «1. H Ένωση αναπτύσσει δικαστική συνεργασία στις αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων. Η συνεργασία αυτή δύναται να περιλαμβάνει τη θέσπιση μέτρων προσέγγισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα, ιδίως όταν αυτό είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με τα οποία διασφαλίζεται:…στ) η άρση των εμποδίων στην ομαλή διεξαγωγή αστικών δικών, εν ανάγκη προωθώντας τη συμβατότητα των κανόνων πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη».
[5] P. Canan & G. Pring, Strategic Lawsuits Against Public Participation,35Soc. PROBS. 506 (1988), G. Pring, SLAPPs: Strategic Lawsuits against Public Participation, 7 Pace Environmental Law Review 3, 4 (1989), P. Canan, The SLAPP from a Sociological Perspective, 7 Pace Environmental Law Review 23 (1989).
[6] Βλ. αναλυτικά σε Χρ. Βρεττού, «Σύμπραξη» νομολογίας και κανόνων δικαίου για την αποτελεσματική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης. Το φαινόμενο SLAPP, σε Δίκαιο Tεχνολογίας & Επικοινωνίας (ΔΙΤΕ) 2021, σ. 523 επ.
[7] Βλ. Aλ. Φωτιάδου, Σταθμίζοντας την ελευθερία του λόγου, Δικαστικές τεχνικές και ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα, 2006, σελ. 49 και 138, για την τεχνική της κατηγορικής ή εννοιολογικής στάθμισης
[8] Βλ. αναλυτικά σε Χρ. Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, 2014, σελ. 196-197, όπου αναφέρεται ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αρχικώς καθιέρωσε με τη New York Times το λειτουργικό ισοδύναμο του κριτηρίου της υπεύθυνης συμπεριφοράς και εν τέλει οδήγησε σε μία νομολογιακή θεώρηση αυτής, επιτρέποντας στους ενάγοντες να χρησιμοποιήσουν αποδείξεις συμπεριφοράς, μετά από έρευνα της εκδοτικής διαδικασίας, προκειμένου να αποδείξουν την ενδιάθετη κατάσταση του εναγόμενου εκπροσώπου του τύπου, την ύπαρξη ή μη καλής του πίστης και συνακόλουθα τη γνώση του ή την απερίσκεπτη αδιαφορία του για το ψεύδος των επίδικων ισχυρισμών του.
[9] C.- H. Barylak, Reducing Uncertainty in Anti-SLAPP Protection, (2010) 71 Ohio State Law Journal 845, 866
[10] Καταβολή εγγυοδοσίας (άρθρο 8), επιδίκαση των εξόδων (άρθρο 14), αποζημίωση (άρθρο 15), κυρώσεις (άρθρο 16), προστασία έναντι δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε τρίτες χώρες (άρθρ. 17-18).
[11] Άρθρα 9-13 Πρόταση Οδηγίας
[12] Βλ. Χρ. Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική, ό.π., σελ. 292