Η απόφασή του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») της 7ης Ιουλίου 2022 στην υπόθεση Σαφί εναντίον Ελλάδος (Αρ. 5418.15) για το τραγικό ναυάγιο στο Φαρμακονήσι είναι μια απόφαση ορόσημο για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ είναι σημαντική όχι μόνο για την ουσία της, ότι η Ελλάδα κρίθηκε ότι παραβίασε τα άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης, αλλά και για τη λεπτομερή εξιστόρηση του ρόλου που έπαιξε η ελληνική δικαιοσύνη στις παραβιάσεις αυτές. Το αντικείμενο της απόφασης είναι τόσο οι πράξεις των λιμενικών που συνέβαλαν στο ναυάγιο, αλλά και αυτές των ελληνικών δικαστηρίων που απήλλαξαν τους κρατικούς αξιωματούχους από κάθε ευθύνη. Τα ελληνικά δικαστήρια απέδωσαν την ευθύνη στους ίδιους τους πρόσφυγες και καταδίκασαν έναν από τους αυτούς σε πολυετή φυλάκιση. Τα συμπεράσματα της ελληνικής δικαιοσύνης αποδείχτηκαν όμως αναξιόπιστα. Η εκτενέστατη – και ομόφωνη – απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έκρινε ότι η ελληνική δικαιοσύνη έδρασε με εμφανή ανεπάρκεια. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η απόφαση μας περιγράφει ένα δικαστικό σκάνδαλο.
Τα πραγματικά περιστατικά
Ο πρώτος εκ των αιτούντων στην υπόθεση ονομάζεται Εχσουνλά Σαφί. Tο απόγευμα της 19ης Ιανουαρίου 2014 ο Σαφί, η γυναίκα του Ναζπαρβάρ και τα τέσσερα παιδιά τους, Νομάν, Μοχάμεντ, Χανίφα και Μαλαλάι, πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, παρά τη θαλασσοταραχή επιβιβάστηκαν μαζί με άλλους είκοσι δύο πρόσφυγες σε μια τουρκική ψαρόβαρκα μήκους 9 μέτρων, με το όνομα Κονζουρού, και ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τις ελληνικές ακτές. H μηχανή της βάρκας χάλασε κάπου στο Αιγαίο. Κάποια στιγμή τους βρήκε το ελληνικό λιμενικο, το ΛΣ 136, ένα ταχύπλοο σκάφος, χωρίς ειδικό σωστικό εξοπλισμό. Λίγο μετά τις δύο το επόμενο πρωί, η βάρκα βυθίστηκε έξω από το Φαρμακονήσι. Το πώς ακριβώς έγινε το ναυάγιο είναι αντικείμενο έντονης διαφωνίας μεταξύ των προσφύγων και της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι πρόσφυγες ισχυρίζονται ότι όταν τους βρήκε το σκάφος του λιμενικού ζήτησαν βοήθεια και έδειξαν τα παιδιά και τις γυναίκες που μετέφεραν, μεταξύ των οποίων ένα μωρό 15 μηνών. Οι λιμενικοί αγνόησαν τις εκκλήσεις και τους φέρθηκαν με βία και σκληρότητα. Δεν επέτρεψαν στις γυναίκες και τα παιδιά να επιβιβαστούν στο ΛΣ 136. Κάποια στιγμή το σκάφος του λιμενικού άρχισε να ρυμουλκεί την ψαρόβαρκα με μεγάλη ταχύτητα και με επικίνδυνους ελιγμούς προς την Τουρκία. Η βάρκα βυθίστηκε από τη βιαιότητα της ρυμούλκησης και τη θαλασσοταραχή. Έντεκα άτομα πνίγηκαν, τρεις γυναίκες και οκτώ παιδιά. Οι άνδρες επέζησαν γιατί βρίσκονταν στο κατάστρωμα. Εκείνο το βράδυ ο Εχσανουλά Σαφί έχασε τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του.
Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Σύμφωνα με τις μαρτυρικές καταθέσεις των αξιωματικών του λιμενικού όταν το σκάφος ΛΣ 136 ανακάλυψε την χαλασμένη ψαρόβαρκα, δεν επεδίωξε να τη μεταφέρει στην Τουρκία, αλλά προς το Φαρμακονήσι. Σκοπός του δεν ήταν η επαναπροώθηση προς την Τουρκία – πράξη που απαγορεύεται από το ελληνικό δίκαιο – αλλά η μεταφορά προς το κοντινότερο λιμάνι, όπως απαιτούν οι κανόνες διάσωσης. Η ανατροπή της ψαρόβαρκας έγινε με υπαιτιότητα των προσφύγων όταν πανικοβλήθηκαν και πήγαν όλοι προς την ίδια πλευρά του σκάφους. Το σκάφος ειδοποίησε το εθνικό συντονιστικό κέντρο στις 2.13 το πρωί για την ύπαρξη της βάρκας σε κίνδυνο. Στις 2.16 επικοινώνησε ξανά για να αναφέρει ότι η βάρκα βυθίστηκε, ότι περισυνέλλεξαν 16 επιζώντες και ότι υπήρχαν αγνοούμενοι.
Οι αποφάσεις της ελληνικής δικαιοσύνης
Η εκδοχή της ελληνικής κυβέρνησης για τα γεγονότα επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά από την ελληνική δικαιοσύνη. Αυτό έγινε σε τρεις διαφορετικές διαδικασίες, που περιγράφονται στην απόφαση του ΕΔΔΑ με λεπτομέρειες. Η πρώτη διαδικασία αφορούσε την έρευνα του εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Κώ για την πιθανή ευθύνη των αξιωματικών του λιμενικού που επέβαιναν στο ΛΣ 136 για το τραγικό δυστύχημα (βλ. Safi, παρ. 63-73). Τον Ιούνιο του 2014, ο εισαγγελέας έθεσε την υπόθεση στο αρχείο επειδή πείστηκε από τις πρώτες μαρτυρικές καταθέσεις των επιζώντων προσφύγων στις 20, 21 και 22 Ιανουαρίου, σύμφωνα με τις οποίες τα πράγματα συνέβησαν όπως ακριβώς τα ανέφεραν οι λιμενικοί και ότι το σκάφος βυθίστηκε με ευθύνη των ίδιων των προσφύγων.
Ο εισαγγελέας παρατήρησε ότι οι επιζώντες έδωσαν διαφορετικές καταθέσεις στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ όταν έφτασαν στον Πειραιά, όπου ισχυρίστηκαν, ότι το λιμενικό ευθύνεται για την βύθιση της βάρκας. Η Ύπατη Αρμοστεία έστειλε τις καταθέσεις αυτές στο Υπουργείο Ναυτιλίας στις 27 Ιανουαρίου 2014 (Safi, παρ. 42). Ο εισαγγελέας του Ναυτοδικείου έκρινε όμως αναξιόπιστες τις καταθέσεις αυτές ενώ ανέφερε δε ότι κατά την γνώμη του «δεν υπάρχει η τακτική επαναπροώθησης προς την Τουρκία» και έθεσε τις κατηγορίες εναντίον των λιμενικών στο αρχείο (Safi παρ. 69).
Η δεύτερη δικαστική διαδικασία αφορούσε τη δίωξη του τότε 19χρονου Σύριου Καλαμπ Χσραν, ο οποίος κατηγορήθηκε ως διακινητής επειδή χειριζόταν το πηδάλιο της ψαρόβαρκας και ως υπεύθυνος του θανάτου των 11 γυναικών και παιδιών. Τον Φεβρουάριο του 2015 το τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου τον τιμώρησε με 145 χρόνια φυλακή και πρόστιμο 579.000 ευρώ για παράνομη διακίνηση αλλοδαπών (Safi βλ παρ. 55-61). Τον Ιούνιο του 2017, το πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσων μείωσε την ποινή σε δεύτερο βαθμό σε 29 χρόνια και πρόστιμο 14.000 ευρώ. Και αυτό το δικαστήριο υιοθέτησε πλήρως – για τρίτη φορά – την εκδοχή των λιμενικών, για τη βύθιση της ψαρόβαρκας από τις πράξεις των προσφύγων (Safi, παρ. 60-61).
Οι ανεπαρκείς έρευνες της δικαιοσύνης
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκτίμησε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη βασικά στοιχεία της δκογραφίας. Οι αποτυχίες αυτές δεν είναι εύλογα σφάλματα που αραιιά και πού συμβάινουν σε κάθε πολυάσχολο δικαστήριο. Ήταν αποτυχίες, όπως θα δούμε, με έντονο πολιτικό χρώμα. Ο κατάλογος της ανεπάρκειας της δικαστικής έρευνας είναι τόσο μακροσκελής που είναι δύσκολο να περιγραφεί πλήρως σε ένα σύντομο σχόλιο. Παραθέτω παρακάτω κάποια από τα δεδομένα όπως αναφέρονται στην απόφαση, από τα οποίο θα μπορέσει ο αναγνώστης να βγάλει ο ίδιος τα συμπεράσματά του.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι ελληνικές διαδικασίες ήταν ανεπαρκείς με τους εξής τρόπους:
- Οι πρώτες καταθέσεις των επιζώντων έγιναν στις 20-22 Ιανουαρίου ενώπιον διερμηνέων που δεν μιλούσαν τη γλώσσα των μαρτύρων (Safi, παρ. 123)
- στις 23 Ιανουαρίου οι επιζήσαντες κατέθεσαν στην Ύπατη Αρμοστεία με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που είχαν ανακριβώς καταγράψει οι επίσημοι «διερμηνείς» τις προηγούμενες ημέρες, ενώ σε δελτίο τύπου η Ύπατη Αρμοστεία έγραψε ότι οι επιζήσαντες δήλωσαν πως το λιμενικό ρυμουλκούσε με μεγάλη ταχύτητα τη βάρκα τους προς την Τουρκία όταν βυθίστηκε εν μέσω θαλασσοταραχής (“Selon les récits des survivants, le bateau des garde-côtes qui remorquait leur bateau se dirigeait avec une grande vitesse vers les côtes turques, quand l’incident tragique a eu lieu en mer mouvementée”, Safi, παρ. 38 και 124)
- οι αρχές έμαθαν για το πρόβλημα με τους δήθεν διερμηνείς στις 23 Ιανουαρίου, αλλά δεν έκαναν τίποτε γι’ αυτό (Safi παρ. 123, 124)
- αν και ασκήθηκε δίωξη εναντίον των δύο δήθεν διερμηνέων για απάτη και πλαστογραφία, οι διερμηνείς αθωώθηκαν από ελληνικό δικαστήριο τον Σεπτέμβριο του 2015, παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν μιλούσαν τη γλώσσα των μαρτύρων που υποτίθεται μετέφραζαν (Safi, παρ. 123)
- παρά το γεγονός ότι οι καταγραφές των πρώτων καταθέσεων ήταν αναξιόπιστες, τα ελληνικά δικαστήρια συνέχισαν να βασίζονται σε αυτές (Safi παρ. 124).
- οι ελληνικές αρχές δεν αναζήτησαν τις ηχογραφήσεις των επικοινωνιών του λιμενικού με το κέντρο ούτε και τα διαθέσιμα στοιχεία του ραντάρ για την θέση του ΛΣ 136, αν και μόνο οι κρατικές αρχές έχουν στη διάθεσή τους αυτές τις πληροφορίες (Safi, παρ. 126)
- το σκάφος ΛΣ 136 δεν διέθετε σύστημα αυτόματης καταγραφής των συντεταγμένων του (système automatique de transmission de position (A.I.S.) (Safi παρ 18, 33)
- δύο εβδομάδες μετά την βύθισή του, η ψαρόβαρκα βρέθηκε στον βυθό της θάλασσας περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από την περιοχή που είχε δηλώσει ως τοποθεσία του ναυαγίου το ΛΣ 136, ενώ από την εύρεσή του μέχρι την ανέλκυσή του παρατηρήθηκε ότι μετακινήθηκε μόλις 50 εως 80 μέτρα σε 10 ημέρες (Safi παρ. 47, 49)
- ο εισαγγελέας αποδέχθηκε εκ των προτέρων ότι η Ελλάδα δεν κάνει επαναπροωθήσεις, αν και ο τότε υπουργός Ναυτιλίας κ. Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης είχε δηλώσει σε μέσα ενημέρωσης τον Οκτώβριο του 2013 ότι τέτοιες επαναπροωθήσεις γινότουσαν προς την Τουρκία και ότι ήταν πολιτική της τότε κυβέρνησης και ότι ο αριθμός τους ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες (Safi παρ. 24 και παρ. 127).
- η κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί το ΛΣ 136 δεν πήρε μέτρα ώστε να προστατεύσει την ζωή των προσφύγων καλώντας άλλα σκάφη που είχαν κατάλληλο εξοπλισμό (Safi παρ. 160)
- η κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί το ΛΣ 136 συνέχισε τη ρυμούλκηση αφότου έσπασε η δέστρα όπου ήταν αρχικά δεμένο το σκοινί και προκάλεσε ζημιά στην ψαρόβαρκα (Safi παρ. 161)
- η κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί το ΛΣ 136 ειδοποίησε το συντονιστικό όργανο μόλις στις 2.13 πμ, όταν η ψαρόβαρκα είχε ήδη μισοβυθιστεί (Safi παρ. 162)
- η κυβέρνηση δεν έξήγησε γιατί το ΛΣ136 έστειλε μήνυμα “Mayday Relay” στα σκάφη που βρίσκονταν στην περιοχή μόλις στις 2.25 πμ, 12 λεπτά μετά το σήμα προς το συντονιστικό κέντρο (Safi παρ. 163).
Για όλους αυτούς τους λόγους, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι οι σχετικές αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων ήταν όλες λανθασμένες. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι έρευνες των ελλήνων δικαστών ήταν τόσο ανεπαρκείς, ώστε με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης δεν υπάρχουν σήμερα τα δεδομένα που θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο του Στρασβούργου να σχηματίσει άποψη για το τι ακριβώς έγινε την 20η Ιανουαρίου (“À cet égard, elle tient toutefois à souligner que cette impossibilité découle en grande partie de l’absence d’une enquête approfondie et effective par les autorités nationales”, Safi παρ. 155).
Εξετάζοντας όμως τα δεδομένα που είχε μπροστά του, το ΕΔΔΑ προχώρησε στο εξίσου σημαντικό συμπέρασμα ότι ακόμα και με τα ελλιπή στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, το δικαστήριο θεώρησε σαφές ότι από τις παραλείψεις του λιμενικού, η Ελλάδα δεν έκανε όσα όφειλε για να προστατεύσει την ζωή των προσφύγων (“La Cour estime, après avoir bien pesé tous les éléments qui précèdent, que les autorités grecques n’ont pas fait tout ce que l’on pourrait raisonnablement attendre d’elles pour offrir aux requérants et à leurs proches le niveau de protection requis par l’article 2 de la Convention”, Safi παρ. 166).
Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν ότι η ελληνική κυβέρνηση, και άρα το λιμενικό και το Υπουργείο, φέρουν πλήρη ευθύνη για το ναυάγιο, αν και δεν είναι δυνατό να εξατομικευθούν οι ευθύνες με ακρίβεια, λόγω της έλλειψης δικαστικής έρευνας.
Η αποτυχία της ελληνικής δικαιοσύνης
Η απόφαση του ΕΔΔΑ μας δείχνει ανάγλυφα την αποτυχία των δικαστηρίων μας σε μια από τις πιο σημαντικές υποθέσεις της δεκαετίας. Το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι δεν ήταν ένα ασήμαντο επεισόδιο στην ιστορία του μεταναστευτικού. Ήταν ένα από το χειρότερα ατυχήματα με τραγικά θύματα γυναίκες και μικρά παιδιά, που συγκλόνισε τη διεθνή κοινή γνώμη, προκάλεσε δημόσιες δηλώσεις αξιωματούχων του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ έγινε αντικείμενο ευρείας συζήτησης στην πολιτική ζωή της χώρας και προκάλεσε έντονες συγκρούσεις του Υπουργού Ναυτιλίας με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η ελληνική δικαιοσύνη είχε καθήκον να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με την πλήρη ανακάλυψη της αλήθειας, ώστε είτε να αποδειχθεί η ενοχή των προσφύγων (αν το λιμενικό είχε δίκιο), ή να αποκαλυθφεί η ευθύνη των λιμενικών (αν οι πρόσφυγες είχαν δίκιο). Στην υπόθεση αυτή, η ελληνική δικαιοσύνη όφειλε να δείξει τον καλύτερό της εαυτό. Κι όμως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ελληνική δικαιοσύνη απέτυχε πλήρως να ερευνήσει με επάρκεια αυτήν την τόσο σημαντική υπόθεση. Η αποτυχία αυτή γεννά τεράστια ερωτηματικά τόσο για την επάρκεια της ελληνικής δικαιιοσύνης, αλλά και για την ακεραιότητά της.
Πρέπει εδώ να προσθέσουμε – κάτι που μόνο ακροθιγώς αναφέρει το Δικαστήριο στη Σάφι – ότι καθ’όλη την περίοδο των δικαστικών ερευνών τους πρώτους μήνες του 2014 τα ελληνικά δικαστήρια ενεργούσαν υπό ασφυκτική πίεση από την πολιτική ηγεσία. Στις 22 Ιανουαρίου 2014 ο αρχηγός του Λιμενικού έκανε δημόσια δήλωση σύμφωνα με την οποία «το πλωτό σκάφος του Λιμενικού Σώματος δεν διενεργούσε ρυμούλκηση προς τις τουρκικές ακτές, αντίθετα, το σκάφος με τους επιβαίνοντες αλλοδαπούς ρυμουλκείτο προς το Φαρμακονήσι». Aυτή η δήλωση ήταν θεσμικά απαράδεκτη. Το λιμενικό έπρεπε να περιμένει το αποτέλεσμα της ανεξάρτητης έρευνας.
Θα περίμενε κανείς τον υπεύθυνο υπουργό Ναυτιλίας να επιπλήξει το λιμενικο για τη θεσμική του απρέπεια. Και όμως, παρόμοια απρεπή δήλωση έκανε και ο υπουργός Ναυτιλίας Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης την 23η Ιανουαρίου – και αργότερα στη Βουλή τις επόμενες ημέρες. Οι δηλώσεις του προκαταλάμβαναν το αποτέλεσμα της ειδικής έρευνας, που υποτίθεται είχε ήδη ξεκινήσει και αθωώνοντας εκ των προτέρων τους εμπλεκόμενους αξιωματικούς – και άρα αθωώνοντας και τον εαυτό του από τυχόν πολιτικές ευθύνες για το ναυάγιο αλλά και για την – εικαζόμενη – εκτεταμένη παράνομη δράση των υφισταμένων του στα σύνορα. Οι δηλώσεις αυτές ήταν προφανής θεσμική απρέπεια ως εξώφθαλμη προσπάθεια επηρεασμού της δικαιοσύνης και θα οδηγούσαν σε παραίτηση τον υπουργό σε μια πιο ώριμη δημοκρατία. Οι δηλώσεις αυτές όμως έστειλαν το μήνυμα ότι η οποιαδήποτε έρευνα θα ήταν απλά διακοσμητική.
Τελικά, οι έρευνες επιβεβαίωσαν πλήρως τον Υπουργό. Όπως είδαμε παραπάνω, τα ελληνικά δικαστήρια συμφώνησαν πλήρως με την εκδοχή των λιμενικών. Τώρα όμως γνωρίζουμε ότι τα ελληνικά δικαστήρια συμφώνησαν με τον Υπουργό χωρίς να ερευνήσουν επαρκώς τα δεδομένα. Η εικόνα συνεπώς που σχηματίζει ένας αντικειμενικός παρατηρητής είναι ότι τα δικαστήρια υποχώρησαν στις αθέμιτες πιέσεις της πολιτικής εξουσίας ώστε να συγκαλύψουν τις πιθανές ευθύνες του κυβερνήτη του ΛΣ136 και ενδεχομένως των προσώπων που εκείνο το βράδυ του έδιναν εντολές.
Το επεισόδιο αυτό γεννά τεράστια ερωτηματικά για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα και την ανεξαρτησία των δικαστών έναντι πολιτικών πιέσεων. Σε πόσες άλλες περιπτώσεις εκφοβίζονται οι δικαστές από την πολιτικη εξουσία; Η κυβέρνηση δεν μπορεί να κλείσει, συνεπώς, τα μάτια στο περιεχόμενο της απόφασης Σάφι και την απαξίωση στην οποία οδηγεί την ελληνική δικαιοσύνη.
Μια διαρκής κρίση του Κράτους Δικαίου
Η μόνη σωστή θεσμική απάντηση στα ευρήματα του ΕΔΔΑ θα ήταν για τη σημερινή κυβέρνηση να παραγγείλει μια νέα δικαστική έρευνα για το τι οδήγησε στην τραγωδία στο Φαρμακονήσι. Η νέα αυτή έρευνα πρέπει να πάρει νεές μαρτυρικές καταθέσεις από όλους τους εμπλεκομένους αλλά και να αναζητήσει όλα τα ηλεκτρονικά δεδομένα, όσα είναι τέλος πάντων διαθέσιμα. Μια παράλληλη έρευνα πρέπει όμως να γίνει και για τη διαφαινόμενη προσπάθεια άσκησης πίεσης προς τους δικαστές, που απ’ ό,τι φαίνεται συμπεριλαμβάνει δικαστές στο Εφετείο Δωδεκανήσων και εισαγγελείς στο Ναυτοδικείο της Κω. Γιατί οι δικαστές αγνόησαν τα δεδομένα; Ασκήθηκαν πιέσεις πάνω τους από πολιτικά προσωπα; Ασκήθηκαν πιέσεις από συνδικαλιστές, είτε του λιμενικού σώματος, είτε της ένωσης δικαστών και εισαγγελέων; Υπήρξαν πιέσεις ευθέως από την κυβέρνηση; Το κράτος δικαίου απαιτεί ξεκάθαρες απαντήσεις.
Το πρόβλημα είναι όμως βαθύ και μακροχρόνιο. Δεν θα λυθεί με μια μόνο έρευνα ενός μόνο περιστατικού. Θα ήταν λάθος να δούμε το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην Ελλάδα μέσα από ένα στενά κομματικό πρίσμα. Ας προσέξουμε ότι το σκάνδαλο του ναυαγίου στο Φαρμακονήσι, ξεκίνησε επί κυβερνήσεως Σαμαρά, αλλά συνεχίστηκε επί κυβερνήσεως Τσίπρα, η οποία συνέχισε την ίδια υπερασπιστική γραμμή με τους προκατόχους της. Έντονες κατηγορίες για παράνομες επαναπροωθήσεις υπήρχαν καθ’ όλη την διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών και υπάρχουν πολύ έντονες και κατά της σημερινής κυβέρνησης.
Ας προσέξουμε δε ότι σήμερα βρίσκομάστε σε μια κατάσταση εντελώς παρόμοια με αυτήν του 2014. Τον Ιανουάριο του 2014, μια εβδομάδα πριν την τραγωδία στο Φαρμακονήσι, ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Νιλς Μουίζνιεκς, είχε γράψει στους Υπουργούς Δένδια και Βαρβιτσιώτη ζητώντας από την Ελλάδα να σταματήσει τις παράνομες επαναπροωθήσεις και τη βία στα σύνορα της χώρας. Αντίστοιχα, τον Μάιο του 2021 η Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Ντούνια Μιγιάτοβιτς, έγραψε στην ελληνικη κυβέρνηση ζητώντας από την Ελλάδα για άλλη μια φορά να σταματήσει τις παράνομες και βίαιες επαναπροωθήσεις. Ακόμα χειρότερα, η συνήθως διπλωματική Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ δήλωσε τον Φεβρουάριο του 2022 ότι ανησυχει σφοδρά για τις βιαιότητες στα ελληνικά σύνορα και ανέφερε ότι έχει στοιχεια για 540 διαφορετικές περιπτώσεις επαναπροωθήσεων.
Όπως ακριβώς το 2014, έτσι και σήμερα η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει δημοσίως ότι όλα βαίνουν καλώς και ότι κριτική ασκούν μόνο κακόβουλες μη κυβερνητικές οργανώσεις καθώς και μη επαρκώς «εθνικόφρονες» σχολιαστές. Όπως και τότε, υπουργοί της κυβέρνησης δηλώνουν σήμερα ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τις επαναπροωθήσεις στα σύνορα, γιατί η Ελλάδα δικαιούται να «προστατεύει» τα σύνορά της (υπονοώντας ότι απελπισμένα γυναικόπαιδα απειλούν την ασφάλειά μας). Η κυβέρνηση όμως έτσι ασκεί την ίδια ακριβώς αθέμιτη πίεση στα δικαστήρια, όπως η τότε κυβέρνηση έκανε πριν οκτώ χρόνια. Όπως ακριβώς το 2014, έτσι και τώρα Έλληνες εισαγγελείς αρνούνται να ερευνήσουν τις καταγγελίες, θέτοντάς τες στο αρχείο. Μετά την υπόθεση Σαφί, πώς μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στις αποφάσεις αυτές;
Η απόφαση του ΕΔΔΑ μας δείχνει ότι το πρόβλημα της ποιότητας και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι συστημικό και βαθύ. Δεν θα λυθεί χωρίς ουσιαστικές και βαθιές τομές στην ελληνική δικαιοσύνη αλλά και στους ελεγκτικούς μηχανισμούς που θα μπορούσαν να σταθούν ως αντίβαρα στις υπερεξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Το πρόβλημα του κράτους δικαίου στην Ελλάδα είναι υπαρκτό και αναζητεί επειγόντως θαρραλέες μεταρρυθμίσεις.
Παύλος Ελευθεριάδης
Καθηγητής δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.