Ερώτημα Πολίτη:
Με αφορμή το δεύτερο σημείο που αναφέρεται στο ψήφισμα του ΔΣΑ (20/7/22, “Ποινικός λαϊκισμός” και η απονομή της δικαιοσύνης – Κοινό περί δικαίου αίσθημα – Κριτική δικαστικών αποφάσεων – Τεκμήριο αθωότητας – 497 παρ.8 ΚΠΔ ) θα ήθελα να ρωτήσω ποια η επίπτωση της πρωτόδικης καταδίκης επί του τεκμηρίου της αθωότητας, και ποια είναι η αντιμετώπιση του καταδικασμένου από το επίσημο κράτος, δηλαδή θεωρείται αθώος ή ένοχος μετά την πρωτόδικη απόφαση?
Απάντηση:
1. Ο κανόνας που απορρέει τόσο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ – άρθρο 6 παράγρ. 2), όσο και από το εθνικό δίκαιο (άρθρο 71 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – ΚΠΔ), είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης τελικής έκβασής της, το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις δικαστικές και, εν γένει, τις κρατικές αρχές, ως διαδικαστική εγγύηση της ποινικής δίκης (βλ. Σαρμάς/Κοντιάδης/Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ: κατ’ άρθρο ερμηνεία, σελ. 326 επ.).
2. Η ισχύς του τεκμηρίου αθωότητας λήγει με την καταδίκη του κατηγορουμένου με αμετάκλητη ποινική απόφαση. Από την αμετάκλητη διακρίνεται η οριστική και η τελεσίδικη δικαστική απόφαση: κατά της πρώτης επιτρέπεται – κατά κανόνα – η άσκηση έφεσης (βλ. άρθρο 489 και 497 ΚΠΔ), κατά της δεύτερης προβλέπεται μόνο η άσκηση αίτησης αναίρεσης (βλ. άρθρο 473 παρ. 3 και 504 ΚΠΔ, βλ. και απόφ. 1255/2008 ΑΠ). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη, όταν κατά αυτής δεν μπορεί να ασκηθεί κανένα ένδικο μέσο (τακτικό ή έκτακτο) ή όταν παρέλθει η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση ενδίκου μέσου ή όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε (βλ. άρθρο 546 ΚΠΔ).
3. Η απαίτηση αμετάκλητης καταδίκης αιτιολογείται ως εκ της ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας μέχρι το πέρας της ποινικής διαδικασίας, για όσο χρόνο δηλαδή ο κατηγορούμενος διατηρεί την ιδιότητα αυτή (βλ. άρθρο 73 ΚΠΔ – “charged with a criminal offence” κατά το αυθεντικό κείμενο της ΕΣΔΑ) και χάριν της αποτελεσματικότητας της προστασίας του, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Πέραν τούτου, στο άρθρο 545 ΚΠΔ ορίζεται ότι «η καταδικαστική απόφαση (…) εκτελείται μόλις καταστεί αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (…)», ενώ και το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέπει τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά τη μεν εξέταση της έφεσης του πρωτοδίκως καταδικασθέντος, με την οποία αυτός ζητεί τη νέα κρίση της υπόθεσής του, το ποινικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται σε δεύτερο βαθμό (Εφετείο) επανεξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και κατ’ ουσίαν (βλ. ενδεικτικά την ad hoc απόφαση Κώνστας κατά Ελλάδας της 24ης.5.2011 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παράγρ. 35-36), κατά τη δε εξέταση της αίτησης αναίρεσης ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομική ορθότητα της προσβαλλόμενης ποινικής απόφασης, στο πλαίσιο των αναιρετικών λόγων του άρθρου 510 ΚΠΔ (πρβλ. αποφ. 1522/1998, 1196/1999 ΑΠ).
4. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι: α) το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου παραμένει σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης και, συνακόλουθα, β) ο πρωτοδίκως καταδικασθείς τεκμαίρεται από τις κρατικές αρχές αθώος, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης εις βάρος του.
Ιωάννης Νταλαχάνης
Πάρεδρος ΕλΣυν